Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Μάθημα: Νομολογία ποινικών κειμένων του χώρου (10)

Μάθημα: Νομολογία ποινικών κειμένων του χώρου (10)

Περιεχόμενα:
- Αυτοκίνητα
- Καπνικά προϊόντα

- Χρήση πιστοποιητικού FORM Α, ανακριβούς ως προς τη δήλωση καταγωγής.
Μη βεβαίωση εξόδου εμπορευμάτων από την Ε. Ε. 
Τέλος ταξινόμησης ενός Ι.Χ. αυτοκινήτου
- Οινοπνευματώδη ποτά από ΕΕ
Δήλωση ψευδή εγκεκριμένου εξαγωγέα προτιμησιακής καταγωγής στο τιμολόγιο
- Υποτιμολόγηση
Προϊόντα απομίμησης/ παραποίησης
- Επιστροφή ΦΠΑ
Διασάφιση και επαλήθευση δασμολογικής κλάσης από τις τελωνειακές αρχές



ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ
ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ
Νομολογία Λαθρεμπορίας, Πολλαπλών Τελών, Προστίμων, Διοικητικών Κυρώσεων


Εκδόσεις




Αυτοκινήτου
ΦΕΚ ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Αρ. Φύλλου 2089 /9 Οκτωβρίου 2008
Επιβολή πολλαπλών τελών για τελωνειακή παράβαση.  Με την υπ’ αριθμ. 60/07/08 πράξη του Δ/ντή του Ε’  Τελωνείου Πειραιά από το ιστορικό της οποίας προκύπτει λαθρεμπορία αυτοκινήτου που διαπράχτηκε από  τους: α) Στέφανο Περαματζέλη του Κων/ντίνου, β) Πέτρο Τερζόγλου του Νικολάου εκτελωνιστής, ο οποίος  είναι αγνώστου διαμονής και σύμφωνα με τις διατάξεις  του άρθρου 155 παρ. 1 εδ. β του Τελωνειακού Κώδικα  η ανωτέρω παράβαση χαρακτηρίστηκε ως τελωνειακή  παράβαση υπό την έννοια του άρθρου 155 παρ. 2 εδ. ζ  του Τελωνειακού Κώδικα δηλαδή ως λαθρεμπορία και  επιβλήθηκαν στους υπαίτιους πολλαπλά τέλη ποσού  116.549,40 ευρώ πλέον αυτού Τ. Χ. και ΟΓΑ 2,4%.
 Ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης
 Αριθμ. Δ.ΥΓ2/Γ.Π.οικ. 133551
ΗΛΙΑΣ ΖΟΥΡΙΔΑΚΗΣ
άρθρ 155 παρ 1 εδ. β ΕΤΚ β) οποιαδήποτε ενέργεια, που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή 'Ενωση των υπ' αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα, και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος.
Οι παραβάσεις της παραγράφου αυτής επισύρουν κατά των υπευθύνων πολλαπλό τέλος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα και αν ακόμη ήθελε κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας.
άρθρου 155 παρ. 2 εδ. ζ  ΕΤΚ ζ) η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί ή τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας, 


Καπνικά προϊόντα

ΦΕΚ ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Αρ. Φύλλου 1929 /9 Αυγούστου 2013
Επιβολή πολλαπλών τελών σε βάρος του UJJOL HOSSAIN του FARUK MIKA για υπόθεση λαθρεμπορίας καπνικών.
Με την υπ’ αριθμ. 134/2012/22−07−2013 καταλογιστική Πράξη του Προϊσταμένου του Α΄ Τελωνείου Πειραιά καταλογίζονται σε βάρος του UJJOL HOSSAIN του FARUK MIKA, αγνώστου διαμονής, τα παρακάτω ποσά:

ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΤΕΛΗ: 1.500,00 ΕΥΡΩ
Τ.Χ.(2%) : 30,00 ΕΥΡΩ
Ο.Γ.Α. (20% επί Τ.Χ.): 6,00 ΕΥΡΩ
−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−
Σύνολο: 1.536,00 ΕΥΡΩ Ήτοι χίλια πεντακόσια τριάντα έξι ευρώ.
Το ανωτέρω ποσό επεβλήθη για υπόθεση λαθρεμπορίας καπνικών (20 πακέτα τσιγάρα), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 142 παρ. 2, 155 παρ. 1 (α) και (β) και 150 παρ. 1 του Ν.2960/01 και δημοσιεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 152 παρ. 5 του παραπάνω νόμου.
Ο Πρρϊστάμενος του Τελωνείου
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΑΛΒΑΝΤΖΗΣ
άρθρων 142 παρ. 2, ΕΤΚ. 2. Ως τελωνειακή παράβαση χαρακτηρίζεται επίσης, η με οποιονδήποτε τρόπο, από τους αναφερόμενους στο άρθρο 155 του παρόντα Κώδικα, διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των καθοριζομένων, στο άρθρο 155 του παρόντα Κώδικα, διατυπώσεων και επισύρουν κατά των υπευθύνων πολλαπλό τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα ακόμη και αν κρινόταν, αρμοδίως, ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιόποινης λαθρεμπορίας.
άρθρο 155 παρ. 1 (α) και (β) ΕΤΚ 1. Λαθρεμπορία είναι: α) η εντός του τελωνειακού εδάφους εισαγωγή ή εξ αυτού εξαγωγή εμπορευμάτων υποκειμένων σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα Τελωνεία, χωρίς τη γραπτή άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής ή σε άλλο από τον ορισμένο παρ' αυτής τόπο ή χρόνο,
β) οποιαδήποτε ενέργεια, που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή 'Ενωση των υπ' αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα, και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος.
Οι παραβάσεις της παραγράφου αυτής επισύρουν κατά των υπευθύνων πολλαπλό τέλος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα και αν ακόμη ήθελε κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας.
Άρθρο 150. 1 ΕΤΚ. Κατά των με οποιονδήποτε τρόπο συμμετεχόντων στην τελωνειακή παράβαση, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 142 του παρόντα Κώδικα και ανάλογα με το βαθμό συμμετοχής εκάστου, άσχετα από την ποινική δίωξη αυτών, επιβάλλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 152, 155 και επομένων του παρόντα Κώδικα, ιδιαίτερα στον καθένα και αλληλέγγυα, πολλαπλό τέλος από το τριπλάσιο μέχρι το πενταπλάσιο των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, που αναλογούν στο αντικείμενο αυτής, συνολικά για όλους τους συνυπαιτίους.
Για το σκοπό αυτό οι δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και τις συναφείς εθνικές διατάξεις περί γένεσης της τελωνειακής οφειλής.
Επί υπερτιμολόγησης ή υποτιμολόγησης ως βάση επιβολής του ως άνω πολλαπλού τέλους αποτελεί η διαφορά των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων που προκύπτει από τη ληφθείσα κατά τον τελωνισμό αξία και την τρέχουσα συναλλακτική τιμή.
Στην περίπτωση που το τριπλάσιο των δασμών και λοιπών φόρων, που αντιστοιχούν στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας, είναι μικρότερο των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, το πρόστιμο καθορίζεται στο ποσό αυτό, προκειμένου για προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, στο μισό δε του ποσού αυτού για τα λοιπά εμπορεύματα καθώς και για τις περιπτώσεις παραβάσεων του άρθρου 82 του παρόντος, από μικρούς αποσταγματοποιούς (διήμερους).
Τα ποσά αυτά μπορεί να αυξομειώνονται με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
Δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που διέφυγαν της καταβολής, παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε κατά νόμο τελωνειακή οφειλή, είναι δυνατόν να καταλογίζονται αυτοτελώς με αιτιολογημένη πράξη καταλογισμού.

Χρήση πιστοποιητικού FORM Α, ανακριβούς ως προς τη δήλωση καταγωγής.

ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Αρ. Φύλλου 286 13 Φεβρουαρίου 2013
Επιβολή διαφυγόντων δασμών και λοιπών φόρων ποινής ανακριβούς δήλωσης και προστίμου για τελωνειακή παράβαση.
Με την υπ’ αριθμ. 80/2012 Καταλογιστική πράξη του Προϊσταμένου του Β΄ Τελωνείου Θεσ/νίκης που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 152 παρ. 5 του Ν. 2960/01 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» και του άρθρου 150 του ίδιου νόμου, σε συνδυασμό με το άρθρο 45 παρ. 3 του Ν. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.) και το άρθρο 64 του Π.Δ. 331/1985 (Κ.Φ.Δ.), καταλογίσθηκαν σε βάρος της εταιρείας «SILVERLIGHT TRADING LIMITED» με ΑΦΜ 999383479 αγνώστου έδρας, διαφυγόντες δασμοί και λοιποί φόροι συμπεριλαμβανομένης και της ποινής ανακριβούς δήλωσης, ύψους τριάντα χιλιάδων εκατόν πενήντα ένα ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (30.151,97 ευρώ) για την τελωνειακή παράβαση της χρήσης πιστοποιητικού FORM Α, ανακριβούς ως προς τη δήλωση καταγωγής. Με την πράξη αυτή διέφυγε της καταβολής των ανωτέρω δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, καθώς της είχε χορηγηθεί προτιμησιακή δασμοφορολογική μεταχείριση κατά την εισαγωγή των εμπορευμάτων με την αριθμ. 7173−5/9−3−2010 Δ/ση Εισαγωγής.
Επιπρόσθετα η ανωτέρω εταιρεία κηρύχθηκε με την ανωτέρω καταλογιστική πράξη αλληλέγγυα αστικά συνυπεύθυνη για την πληρωμή του προστίμου των τριακοσίων (300) ευρώ πλέον τελών χαρτοσήμου και εισφοράς υπέρ ΟΓΑ 2,4% ποσού επτά ευρώ και είκοσι λεπτά (7,20 ευρώ), το οποίο επιβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 147 παρ.2 του Ν. 2960/2001.
Ο Προϊστάμενος κ.α.α.
Ο Αναπληρωτής Προϊστάμενος
ΑΓΓΕΛΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗΣ


Μη βεβαίωση εξόδου εμπορευμάτων από την Ε. Ε. 
ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Αρ. Φύλλου 1057
29 Απριλίου 2013
Επιβολή προστίμου Τελωνειακής Παράβασης στον AL MOUSA HUESEIN .
Δυνάμει της 30/2010/2012 Καταλογιστικής Πράξης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης του Τελωνείου Ελευσίνας που εκδόθηκε την 30−11−2012 κατά τις διατάξεις του αρθ.147 παρ. 5 του Ν. 2960/01 "Περί Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα" και δημοσιεύεται σύμφωνα με το αρθρ. 152 παρ. 5 του ιδίου ως άνω νόμου, για διαπραχθείσα τελωνειακή παράβαση (για μη βεβαίωση εξόδου εμπορευμάτων από την Ε. Ε. σύμφωνα με την 12002−0/15−04−09 Διασάφησης Εξαγωγής), επιβάλλουμε στον AL MOUSA HUESEIN του KALAF με ΑΦΜ 051153735, αγνώστου διαμονής, πρόστιμο 500,00 ευρώ.
Τα παραπάνω ποσά υπόκεινται σε Τ.Χ. και ΟΓΑ (2,4%) κατά την είσπραξή τους, σύμφωνα με τον κώδικα περί Τ.Χ.
Κατά της ως άνω πράξης επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών εντός 30 ημερών από την δημοσίευσή της στην Ε.τ.Κ.
Ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης 
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΡΟΜΜΥΔΑΣ




Τέλος ταξινόμησης ενός Ι.Χ. αυτοκινήτου
ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Αρ. Φύλλου 2586 14 Οκτωβρίου 2013
Επιβολή προστίμου στον PALFI JOZJEF του Joz για Τελωνειακή Παράβαση .
Με την αριθ. 137/12/10−07−13 Καταλογιστική Πράξη της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης του Α΄ Τελωνείου Εισαγωγών Εξαγωγών Θεσσαλονίκης, η οποία εκδό θηκε δυνάμει του άρθρου 152 παρ. 1 και 5 εδ. β΄ του Ν. 2960/01 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» και σύμφωνα με το από 17/05/12 Πρωτόκολλο Τελωνειακής Παράβα σης του Α΄ Τελωνείου Θεσσαλονίκης, που καταχωρίστηκε στο τηρούμενο από την Υπηρεσία μας αντίστοιχο βιβλίο Πρωτοκόλλων Τελωνειακών Παραβάσεων με α/α 137/12, επιβλήθηκε πρόστιμο ποσού 3.000,00 € πλέον ΤΧ/ΟΓΑ εκ ποσού 2,4% και Τέλος Ταξινόμησης ποσού 1.321,80 € στον PALFI JOZJEF του Joz, με Α.Φ.Μ. 156305579, πρώην κάτοικο Περαίας Θεσσαλονίκης, οδός Θεσσαλονίκης 34 και νυν αγνώστου διαμονής, που αφορά σε μη καταβολή του αναλογούντος τέλους ταξινόμησης ενός Ι.Χ. αυτοκινήτου μάρκας SUZUKI τύ που ΕΥ με αριθμό πλαισίου TSMEYA11S00107747 και κυβισμό 1490cc, που εισήγαγε από χώρα της Ε.Ε, υποπίπτοντας έτσι σε παράβαση που τιμωρείται από το άρθρο 137 παρ. Α4 εδ. ε, σε συνδυασμό με την παρ. Α1 του Ν. 2960/01, «Περί Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα» όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα.


Η Προϊσταμένη Διεύθυνσης


Οινοπνευματώδη ποτά από 

ΦΕΚ ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Αρ. Φύλλου 987 24 Απριλίου 2013
Καταλογισμός Φορολογικών και λοιπών επιβαρύνσεων και Επιβολή πολλαπλών τελών για τελωνειακή παράβαση λαθρεμπορίας οινοπνευματωδών.
Με την υπ’ αριθμ. 119/2012/28−03−2013 καταλογιστική πράξη του Δ/ντή του Τελωνείου Κορίνθου, χαρακτηρίστηκε ως λαθρεμπορία ενέργεια που διαπράχθηκε από την DIMITROVA MARTA SASHEVA του SASHO ιδιοκτήτρια Ατομική Επιχείρησης «Παντοπωλείο», με ΑΦΜ 137991729 ΔΟΥ ΚΙΑΤΟΥ, και Διεύθυνση επιχείρησης: 25ης Μαρτίου 32, ΚΙΑΤΟ, αγνώστων λοιπών στοιχείων και άγνωστης μέχρι σήμερα διεύθυνσης κατοικίας.
Η DIMITROVA MARTA SASHEVA του SASHO, ιδιοκτήτρια Ατομικής επιχείρησης «Παντοπωλείο» με το να προμηθευτεί αλκοολούχα ποτά από τη Βουλγαρία (χωρίς τα απαραίτητα τελωνειακά παραστατικά) ήτοι: Ουίσκι, Κονιάκ, Βότκα συνολικής ποσότητας 139,52 λίτρων άνυδρων, Τσίπουρο συνολικής ποσότητας 96,20 λίτρων άνυδρων, Λικέρ συνολικής ποσότητας 13,86 λίτρων άνυδρων, Μπύρα συνολικής ποσότητας 113,74 Εκατόλιτρα και κρασί συνολικής ποσότητας 291,80 λίτρα και συνολικής αξίας 142,68 Ευρώ τα οποία και διέθεσε στην κατανάλωση χωρίς να καταβάλει τις αναλογούσες φορολογικές επιβαρύνσεις, υπέπεσε σε λαθρεμπορική τελωνειακή παράβαση που προβλέπεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 53, 54 § 1, 57, 119, 119Α παρ. 2,142 §§ 2,3, 155 §§ 1β' και 2 ζ' του Ν. 2960/2001 «περί Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα» και τιμωρείται σύμφωνα με τα άρθρα 150 και 158 του ιδίου νόμου.
Το σύνολο των διαφυγόντων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων της ανωτέρω ποσότητας αλκοολούχων ποτών ανέρχεται στο ποσό των δέκα χιλιάδων τετρακοσίων δύο ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών «10.402,69€» ευρώ.
Στην υπαίτιο επιβλήθηκε πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας στο τριπλάσιο των διαφυγόντων φόρων (ΕΦΚ+ΦΠΑ) (10.152,32 Χ 3 =30.456,96€), ήτοι ποσό τριάντα χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα έξι ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών το οποίο επιβαρύνεται με Τέλος Χαρτοσήμου και ΟΓΑ Χαρτοσήμου ποσοστού 2,4%. Η κατά της οποίας η παρούσα έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κορίνθου εντός τριάντα (30) ημερών από την κατά νόμο δημοσίευση της παρούσας πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η οποία είναι άμεσα εκτελεστή (άρθρο 152 § 7 του Ν. 2960/01).
Ο Διευθυντής
ΜΙΧΑΗΛ ΖΑΛΩΝΗΣ



Δήλωση ψευδή εγκεκριμένου εξαγωγέα προτιμησιακής καταγωγής στο τιμολόγιο
ΦΕΚ ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Αρ. Φύλλου 2448 6 Σεπτεμβρίου 2012
Επιβολή δασμών, φόρων, προστίμων και πολλαπλών τελών στον «ΙΩΑΝΝΗ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗ του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας «ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ» με τον διακριτικό τίτλο«SUGAR ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΕ» και κήρυξη αστικά συνυπεύθυνης και αλληλέγγυα υπόχρεης της ως άνω εταιρίας, για τελωνειακή παράβαση ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑΣ.
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΣΤ΄ ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑΜε την αριθμ. 185/2009/03−08−2012 ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΙΚΗΠΡΑΞΗ του Προϊσταμένου του ΣΤ΄ Τελωνείου Πειραιά,σύμφωνα με τα άρθρα 142 παρ. 2 και τα άρθρα 152παρ. 5, 150 παρ. 3 εδ. β’, 155 παρ. 1β, 27 παρ. 2, 31 παρ. 2και 42 παρ. 1 του Ν. 2960/2001, καταλογίζουμε στονΙΩΑΝΝΗ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗ του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, νυν αγνώστουδιαμονής, με ΑΦΜ 024766480 και ΑΔΤ ΑΖ 323307, νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας «ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ» με τον διακριτικό τίτλο «SUGARΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΕ», πρόστιμο πολλαπλό τέλος ύψους31.512,99 € (τριάντα μία χιλιάδων πεντακοσίων δώδεκαευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών) και τους διαφυγόντεςδασμούς και φόρους ύψους 10.504,33 € (δέκα χιλιάδωνπεντακοσίων τεσσάρων ευρώ και τριάντα τριών λεπτών) συν ποινή ανακριβούς δήλωσης ύψους 1.575,65 €(χιλίων πεντακοσίων εβδομήντα πέντε και εξήντα πέντελεπτών), δηλαδή συνολικά ποσό ύψους 43.592,97 € (σαράντα τρεις χιλιάδες πεντακόσια ενενήντα δύο ευρώκαι ενενήντα επτά λεπτά), για διάπραξη της τελωνειακής παράβασης της λαθρεμπορίας κατά την εισαγωγήμε την αρ. 20707/18-6−2008 Διασάφηση εισαγωγής τουΣΤ΄ Τελωνείου Πειραιά από FYROM εμπορευμάτων τηςΔασμολογικής κλάσης 170199102000000000, «Ζάχαρη Λευκή Κρυσταλλική άλλη άλλη από Ζαχαροκάλαμο»,με προσαρτημένο στην παραπάνω διασάφηση, μεταξύ άλλων, το με αριθμ. 16/02−06−2008 τιμολόγιο τηςεδρεύουσας στα Σκόπια εταιρείας με την επωνυμία«A.D.I INVESTMENT DOOEL» που έφερε στο σώμα τουτην πλαστή 0067192 δήλωση εγκεκριμένου εξαγωγέα,όπως αποδείχθηκε μέσω αμοιβαίας συνδρομής με τιςαρμόδιες αρχές της FYROM με αποτέλεσμα να τύχειπροτιμησιακής καταγωγής και να μην καταβληθούν στοΔημόσιο οι αναλογούσες δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις. Για την εν λόγω τελωνειακή παράβαση κηρύσσεταιαστικά συνυπεύθυνη και αλληλέγγυα υπόχρεη για τηνκαταβολή του συνόλου των ως άνω καταλογιζόμενωνποσών ύψους 43.592,97 € (σαράντα τρεις χιλιάδες πεντακόσια ενενήντα δύο ευρώ και ενενήντα επτά λεπτά)η εταιρεία με την επωνυμία «ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ» με τον διακριτικό τίτλο «SUGARΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΕ» με ΑΦΜ 998507274, σύμφωνα με ταάρθρα 152 παρ.2 και 161 του Ν. 2960/2001 (Ε.Τ.Κ).
Ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΟΥΡΤΙΔΗΣ

Υποτιμολόγηση
ΦΕΚ ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Αρ. Φύλλου 2555 20 Σεπτεμβρίου 2012
Επιβολή πολλαπλών τελών και διαφυγόντων δασμώνκαι φόρων) σε βάρος του LIN SHAOFU του KONGWEN.
Με την με αριθμό 11/2011/010-8−2012 καταλογιστική πράξητου Διευθυντού Τελωνείου Βέροιας καταλογίσθηκαν α)πολλαπλά τέλη ύψους δύο χιλιάδων τετρακοσίων ενενήνταέξι ευρώ και δέκα λεπτά (2.496,10 ευρώ) και β) διαφυγόντεςδασμοί και φόροι ύψους δύο χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτά (2.773,44ευρώ) σε βάρος του LIN SHAOFU του KONGWEN, κατοίκουΘεσσαλονίκης βάσει του συστήματος TAXIS στην οδόΜοναστηρίου αρ. 61 και νυν αγνώστου διαμονής.
Ο ανωτέρω, LIN SHAOFU του KONGWEN, κηρύχθηκε επίσης με την ανωτέρω καταλογιστική πράξη αλληλέγγυα καιεις ολόκληρο συνυπεύθυνος για την καταβολή του συνολικώς καταλογισθέντος ποσού των έντεκα χιλιάδων ενενήντατριών ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (11.093,76 ευρώ).
Η επιβολή των ανωτέρω (πολλαπλών τελών και διαφυγόντων δασμών και φόρων) έγινε διότι προέκυψε, ότι αυτόςσυμμετείχε σε ομάδα προσώπων που ενεργώντας απόκοινού προέβησαν με διάφορα τεχνάσματα σε υποτιμολόγηση (λαθρεμπορία) των εισαχθέντων με την διασάφησηεισαγωγής του Τελωνείου Βέροιας με αριθμό 5357/10-07−2007 εμπορευμάτων κατά παράβαση των διατάξεων τωνάρθρων 142 παρ. 2 και 155 παρ. 1β και 2θ του Ν. 2960/01«περί Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα».
Ο Διευθυντής
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΠΟΝΟΥ


Προϊόντα απομίμησης/παραποίησης,
ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Αρ. Φύλλου 74/ 28 Ιανουαρίου 2011
Επιβολή προστίμου για τελωνειακή παράβαση.
Με την με αριθμ. 248/2009/2010 Καταλογιστική Πράξη της Διευθύντριας του Τελωνείου Αερολιμένα «Ελευθέριος Βενιζέλος», επιβλήθηκε, κατ’ άρθρο 147 παρ. 7 τουΝ. 2960/2001, στον Κοράκη Γεώργιο του Ηλία, κάτοικο Κυπαρισσίας και ήδη αγνώστου διαμονής, πρόστιμο ύψους δύο χιλιάδων (2.000) €, πλέον ΤΧ & ΟΓΑ (2.4%) σαράντα οκτώ (48) €, ήτοι συνολικά δύο χιλιάδες και σαράντα οκτώ (2.048) €, για εισαγωγή εμπορευμάτων που εμπίπτουν στις διατάξεις του Καν.(ΕΚ) 1383/2003 για την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας από εμπορεύματα που είναι προϊόντα απομίμησης/παραποίησης, η οποία αποτελεί Τελωνειακή Παράβαση κατ’ άρ. 142 παρ. 1 του Ν. 2960/2001.
Ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης -Β. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ


Επιστροφή ΦΠΑ
Τελειωμό δεν έχουν οι υποθέσεις με τις παράνομες επιστροφές ΦΠΑ που οδηγούνται στα δικαστήρια. Σε Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων αναμένεται να δικαστούν ένας εκτελωνιστής κι ένας έμπορος για αδικήματα που κατηγορούνται ότι τέλεσαν πριν από 15 χρόνια. Παραπέμπονται με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, το οποίο απαλλάσσει πέντε τελωνειακούς που ενεπλάκησαν στην υπόθεση, ενώ διατάσσει την επιστροφή των χρηματικών εγγυήσεων που κατέβαλαν στη λήξη της κύριας ανάκρισης για να αφεθούν ελεύθεροι.
Ο έμπορος μέσω του εκτελωνιστή φέρεται ότι πέτυχε επιστροφή ΦΠΑ ύψους 193.359.894 δραχμών (567.377 ευρώ) από τη Ι' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης για εξαγωγές ακριβού φωτογραφικού χαρτιού, που στην πραγματικότητα ήταν απλό απόχαρτο, ευτελούς αξίας. Κατηγορούνται αντίστοιχα για «ηθική αυτουργία» και για «πλαστογραφία κατ' εξακολούθησιν εις βάρος του Δημοσίου», σε βαθμό κακουργήματος. Ο πρώτος παραμένει άφαντος και εις βάρος του εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης του ανακριτή, ενώ ο δεύτερος είναι προφυλακισμένος. Οι εικονικές εξαγωγές του φωτογραφικού χαρτιού πραγματοποιήθηκαν τη χρονική περίοδο 1998-1999 και οι κατηγορούμενοι εμφάνιζαν εικονικά τιμολόγια με ψευδείς διασαφηνίσεις στη Ι' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης, για την επιστροφή του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.
Στο υπ' αριθμόν 572/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης αναφέρεται για τον έμπορο ότι «κατόρθωσε τα έγγραφα εξαγωγής να είναι τέτοια που να πείθουν τους υπαλλήλους του τελωνείου εξαγωγής ότι εξάγει φωτογραφικό χαρτί, ενώ τα έγγραφα που συνόδευαν το εμπόρευμα στη Βουλγαρία να πείθουν τους Βούλγαρους τελωνειακούς ότι εξήγε από την Ελλάδα απλό χαρτί». Και για τον εκτελωνιστή, ότι «συμπλήρωνε διασαφηνίσεις ότι το προϊόν που εκτελωνίζεται είναι φωτογραφικό χαρτί συνοδεύοντας με σχετικά τιμολόγια που έγραφαν φωτογραφικό χαρτί και έγγραφα TIR που έγραφαν απλό χαρτί "paper". Ζητούσε από τους τελωνειακούς υπαλλήλους να υπογράφουν το πιστοποιητικό κυκλοφορίας euri όπου ο ίδιος ανέγραφε το εμπόρευμα ως "paper" και όχι ως "photo paper"».




Διασάφιση και επαλήθευση δασμολογικής κλάσης από τις τελωνειακές αρχές. 
Λαθρεμπορία (ΣτΕ 549/2013)
Περίληψη 
Οι τελωνειακές αρχές μπορούν να επαληθεύσουν την ακρίβεια των στοιχείων για τον καθορισμό της ορθής δασμολογικής κλάσης των εμπορευμάτων, και με χημική ανάλυση, κατόπιν δειγματοληψίας. Πότε οι τελωνειακές αρχές μπορούν να επανεξετάσουν αυτεπάγγελτα την ακρίβεια της διασάφησης. Αντίθετη μειοψηφία. Παραποίηση των τιμολογίων των εισαχθέντων υποδημάτων και κατάταξη σε μη προσήκουσα δασμολογική κλάση. Το δικάσαν Εφετείο μη νομίμως απέρριψε το λόγο εφέσεως περί του ότι οι τελωνειακές αρχές δεσμεύονταν, ως προς το σύνολο των εμπορευμάτων, από το αποτέλεσμα της χημικής ανάλυσης του δείγματος, διότι δεν βεβαιώνεται η συνδρομή των προϋποθέσεων που απαιτούνταν για να αποστεί η τελωνειακή αρχή από το οικείο πόρισμα. Αντίθετη μειοψηφία. Παραπομπή της υπόθεσης στην επταμελή σύνθεση (ζητείτο η αναίρεση της υπ΄ αριθμ. 934/2007 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά).
 


Ο διασαφιστής υποχρεούται να παράσχει στις τελωνειακές αρχές ακριβή στοιχεία, η υποχρέωση δε αυτή περιλαμβάνει και τον καθορισμό της ορθής δασμολογικής κλάσης των εμπορευμάτων.
 
Οι τελωνειακές αρχές έχουν τη δυνατότητα να επαληθεύσουν την ακρίβεια των στοιχείων αυτών, προβαίνοντας σε έλεγχο των σχετικών εγγράφων και εξετάζοντας τα εισαγόμενα εμπορεύματα.
 
Η τοιαύτη εξέταση μπορεί να στηριχθεί και σε χημική ανάλυση, κατόπιν δειγματοληψίας.
 
Κατά την εν λόγω δειγματοληψία, η οποία πραγματοποιείται είτε από τις ίδιες τις τελωνειακές αρχές είτε υπό τον έλεγχό τους, οι αρχές αυτές υποχρεούνται να επιδεικνύουν την προσήκουσα επιμέλεια και να λαμβάνουν το δείγμα ή τα δείγματα βάσει μεθόδου που εγγυάται επαρκώς την αντιπροσωπευτικότητά του[ς] και, κατ’ ακολουθίαν, τη φερεγγυότητα της διαδικασίας επαλήθευσης, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα της ανάλυσης στην οποία στηρίζεται ο έλεγχος ισχύουν για όλα τα εμπορεύματα της οικείας διασάφησης.
Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ερμηνευόμενων ενόψει της αρχής της ασφάλειας και σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων και του σκοπού τους, ο οποίος ανάγεται στη διασφάλιση ταχείων και αποτελεσματικών διαδικασιών θέσης των εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία, έχουν την έννοια ότι, ναι μεν οι τελωνειακές αρχές είναι δυνατό να επανεξετάσουν αυτεπαγγέλτως την ακρίβεια της διασάφησης, σε σχέση με την οποία πραγματοποίησαν διαδικασία επαλήθευσης με χημική ανάλυση δείγματος, αλλά, στο πλαίσιο της επανεξέτασης αυτής, η οποία χωρεί ακόμα και μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να αποστούν από το κατ’ αρχήν δεσμευτικό αποτέλεσμα της διενεργηθείσας χημικής ανάλυσης, αμφισβητώντας αμέσως ή εμμέσως την αντιπροσωπευτικότητα των επιλεγέντων και εξετασθέντων δειγμάτων, μόνον εφόσον τα επίμαχα εμπορεύματα εξακολουθούν να είναι διαθέσιμα και να μην αλλοιώθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο, ώστε να διενεργηθεί συμπληρωματική δειγματοληψία από τα εμπορεύματα αυτά , τούτο δε ισχύει ακόμα και σε περίπτωση που οι τελωνειακές αρχές διαπιστώνουν εκ των υστέρων ότι το συνημμένο στη διασάφηση παραστατικό αγοράς είχε παραποιηθεί, ώστε να εμφανίζει σύνθεση των εισαγόμενων ειδών διαφορετική μεν από την αναγραφόμενη στο γνήσιο παραστατικό, η ακρίβεια του οποίου αμφισβητείται από τον εισαγωγέα, αλλά συμπίπτουσα με τη δηλωθείσα στη διασάφηση και με εκείνη που έδειξε η χημική ανάλυση του ελεγχθέντος δείγματος.
 


Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γ. Τσιμέκας, με τη γνώμη του οποίου συντάχθηκε η Πάρεδρος Σ. Βιτάλη, που υποστήριξε ότι όταν ο διασαφιστής, καθ’ ο υποχρεούται από τις ανωτέρω διατάξεις, παρέχει στις τελωνειακές αρχές ακριβή στοιχεία για τον καθορισμό της ορθής δασμολογικής κλάσης των εισαγομένων εμπορευμάτων, οι τελωνειακές αρχές δεν μπορούν εκ των υστέρων, στο πλαίσιο επανεξέτασης της διασάφησης, να αμφισβητήσουν τα στοιχεία αυτά και, κατά συνέπεια, την βάσει αυτών γενομένη κατάταξη των εμπορευμάτων στην οικεία δασμολογική κλάση, ενόψει και της τυχόν διενεργηθείσας χημικής ανάλυσης των σχετικών δειγμάτων. Οταν, όμως, κατά παράβαση της ανωτέρω υποχρεώσεώς του, ο διασαφιστής παρέχει ανακριβή στοιχεία ως προς την αληθή ταυτότητα των εισαγομένων εμπορευμάτων, με σκοπό την εξαπάτηση των τελωνειακών αρχών κατά τον καθορισμό της ορθής δασμολογικής κλάσης και, ιδίως, όταν, στο πλαίσιο επανεξέτασης της διασάφησης, διαπιστώνεται τέχνασμα κατά την εισαγωγή, το οποίο συνίσταται σε νόθευση (παραποίηση) των συνημμένων στη διασάφηση τιμολογίων αγοράς ώστε να εμφανίζουν σύνθεση των εισαγομένων ειδών διαφορετική από την αναγραφόμενη στα γνήσια τιμολόγια, οι τελωνειακές αρχές δεν δεσμεύονται από την αρχικώς γενομένη, βάσει των παραποιημένων στοιχείων, κατάταξη των εμπορευμάτων σε δασμολογική κλάση και μπορούν να αποστούν από αυτήν και, συνεπώς και από το αποτέλεσμα της τυχόν διενεργηθείσας χημικής ανάλυσης των σχετικών δειγμάτων, ακόμα κι αν τα επίμαχα εμπορεύματα δεν είναι πλέον διαθέσιμα για διενέργεια νέας δειγματοληψίας.
 

Αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία και στην τελευταία αυτή περίπτωση είναι υποχρεωτική για την τελωνειακή αρχή η αρχικώς, βάσει των ανακριβών ή παραποιημένων στοιχείων, γενομένη από αυτήν κατάταξη των εμπορευμάτων σε δασμολογική κλάση, την οποία μπορεί να αμφισβητήσει μόνον εάν τα επίμαχα εμπορεύματα εξακολουθούν να είναι διαθέσιμα και να μην αλλοιώθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο ώστε να είναι δυνατή η διενέργεια νέας δειγματοληψίας, θα οδηγούσε σε παρακώλυση της ορθής επιβολής των τελωνειακών δασμών και, ως εκ τούτου, θα αντέκειτο στους σκοπούς της οικείας νομοθεσίας τούτο δε διότι, κατά κανόνα, πριν από τη διενέργεια επανελέγχου έχει χορηγηθεί άδεια παραλαβής των εμπορευμάτων για τα οποία πρόκειται και αυτά δεν βρίσκονται πλέον στη διάθεση της τελωνειακής αρχής ώστε να είναι δυνατή η διενέργεια νέας δειγματοληψίας, με αποτέλεσμα να μην δύναται, εάν γίνει δεκτή η άποψη αυτή, να ανατραπεί η αρχικώς, βάσει των παραποιημένων στοιχείων, γενομένη κατάταξη των εμπορευμάτων σε δασμολογική κλάση. (Σημειώνεται, συναφώς, ότι η ανωτέρω απόφαση ΔΕΚ της 4.3.2004, C- 290/01, αφορά το διαφορετικό εν μέρει από το επίμαχο ζήτημα υπό ποιές προϋποθέσεις ο διασαφιστής μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της πράξης καταλογισμού για καταβολή προσθέτων δασμών με την αιτιολογία ότι τα ληφθέντα δείγματα δεν ήταν αντιπροσωπευτικά).



ΣτΕ 549/2013
 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
 
ΤΜΗΜΑ Β΄
 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Ιουνίου 2012 με την εξής σύνθεση: Ε. Γαλανού, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου της Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλοι, Σ. Βιτάλη, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 17 Σεπτεμβρίου 2008 αίτηση:
των : 1) ................................................. 2) ... , ................................(οδός .... αρ. ..), 3) ...... , .................................και 4) Ανώνυμης Εταιρείας............................., οι οποίοι δεν παρέστησαν, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Κωνσταντίνα Νασοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 934/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (964493/2008, 964494/2008 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α΄).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 934/2007 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε έφεση των ήδη αναιρεσειόντων κατά της 252/2004 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά. Με την εν λόγω πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή των ήδη αναιρεσειόντων κατά της 432/97/6.7.1998 απόφασης του Προϊσταμένου του ........................... , με την οποία είχαν επιβληθεί σε βάρος των τριών πρώτων από αυτούς πολλαπλά τέλη για λαθρεμπορία, συνολικού ύψους 2.337.176 δρχ. και κατ’ επιμερισμό 1.426.306 δρχ. στον πρώτο, 475.435 δρχ. στο δεύτερο και 237.718 δρχ. στον τρίτο, είχαν δε κηρυχθεί οι μεν τρεις πρώτοι αλληλεγύως υπόχρεοι, η δε τέταρτη από αυτούς (απορροφηθείσα ήδη από την ........................., βλ. ανακοίνωση σχετικής καταχώρισης στο ΦΕΚ τ. ΑΕ & ΕΠΕ 14950/30-12-2010) αστικώς συνυπεύθυνη για την καταβολή τους.

3. Επειδή, στη μεν παρ. 1 του άρθρου 89 του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918, Α΄ 73), ορίζεται ότι «1. Η μη τήρησις των περί τας τελωνειακάς εργασίας και την τελωνειακήν υπηρεσίαν διατυπώσεων του παρόντος νόμου χαρακτηρίζεται και τιμωρείται ως τελωνειακή παράβασις», στη δε παρ. 2 αυτού, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 3 του αν. ν. 1514/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1591/1950, ορίζεται ότι: «2. Ως τελωνειακαί παραβάσεις χαρακτηρίζονται, επίσης η καθ` οιονδήποτε των εν άρθρω 100 του παρόντος μνημονευομένων τρόπων διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των ανηκόντων τω Δημοσίω τελών και δικαιωμάτων, ως και η μη τήρησις των εν τω αυτώ άρθρω 100 καθοριζομένων λοιπών διατυπώσεων, επισύρουν δε κατά των υπευθύνων πολλαπλούν τέλος συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος νόμου και αν έτι ήθελε κριθή αρμοδίως ότι δεν συντρέχουσι τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 97 του αυτού ως άνω Κώδικα, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 4 του αν. ν. 1514/1950, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 23 του ν. 495/1976 (Α’ 337), «Κατά των οπωσδήποτε συμμετασχόντων της κατά την παρ. 2 του άρθρου 89 του παρόντος τελωνειακής παραβάσεως και αναλόγως του βαθμού της συμμετοχής εκάστου, ασχέτως της ποινικής διώξεως αυτών, επιβάλλεται, κατά τας διατάξεις των άρθρων 100 και επόμενα του παρόντος, ιδιαιτέρως εις έκαστον και αλληλεγγύως πολλαπλούν τέλος από του διπλού μέχρι του δεκαπλού των βαρυνόντων το αντικείμενον ταύτης δασμών και λοιπών φόρων εν συνόλω διά πάντας τους συνυπαιτίους ............................Περαιτέρω, το άρθρο 100 του ίδιου Κώδικα, στην παρ. 1 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του α. ν. 2081/1939, ορίζει ότι «Λαθρεμπορία είναι α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ........................ εμπορευμάτων υποκειμένων, είτε εις εισαγωγικόν δασμόν, είτε εις εισπραττόμενον εν τοις Τελωνείοις τέλος, φόρον ή δικαίωμα, άνευ γραπτής άδειας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής ή εν άλλω παρά τον ωρισμένον παρ’ αυτής τόπω ή χρόνω και β) πάσα οιαδήποτε ενέργεια, σκοπούσα να στερήση το Δημόσιον των υπ` αυτού εισπρακτέων δασμών, τελών, φόρων και δικαιωμάτων». Τέλος, στο άρθρο 108 του ίδιου Κώδικα, που εφαρμόζεται ανάλογα και επί τελωνειακών παραβάσεων κατ’άρθρ. 99 παρ. 2 αυτού, ορίζονται οι προϋποθέσεις κήρυξης με την καταλογιστική πράξη αλληλεγγύως συνυπεύθυνου αστικά με τον υπαίτιο της παράβασης και του κυρίου ή παραλήπτη των εμπορευμάτων που αποτελούν το αντικείμενο της λαθρεμπορίας.

4. Επειδή, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων των άρθρων 89 παρ. 2 και 100 παρ. 1 του Τελωνειακού Κώδικα, λαθρεμπορία συνιστά και κάθε τέχνασμα που επινοείται με σκοπό την εισαγωγή από την αλλοδαπή ειδών υποκειμένων σε δασμούς, φόρους και λοιπά δικαιώματα, χωρίς να καταβληθούν προς το Δημόσιο οι κατά νόμο οφειλόμενοι δασμοί, φόροι κ.λπ. (βλ. ΣτΕ 990/2004 Ολομ., ΣτΕ 3827/2012 κ.ά.).

5. Επειδή, στον Κοινοτικό Τελωνειακό Κώδικα (Κανονισμός ΕΟΚ υπ’ αριθμ. 2913/1992 του Συμβουλίου, ΕΕ L 302/19.10.1992, σελ. 1 επ.), ο οποίος άρχισε να εφαρμόζεται από 1.1.1994 (βλ. άρθρο 253 του Κώδικα αυτού), ορίζεται, στο άρθρο 4, ότι «Κατά την έννοια του παρόντος κώδικα νοούνται ως: […......] 17) Διασάφηση: πράξη με την οποία ένα πρόσωπο δηλώνει, με τους απαιτούμενους τύπους και διαδικασίες, τη βούλησή του να υπαγάγει ένα εμπόρευμα σε συγκεκριμένο τελωνειακό καθεστώς....................., στο άρθρο 59 παρ. 1, ότι «Κάθε εμπόρευμα που προορίζεται να υπαχθεί σε τελωνειακό καθεστώς πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διασάφησης για το τελωνειακό αυτό καθεστώς.», στο άρθρο 62, ότι «1. Οι γραπτές διασαφήσεις πρέπει να συντάσσονται σε έντυπο σύμφωνα με τον προβλεπόμενο επίσημο τύπο εντύπου. Πρέπει [να είναι ενυπόγραφες και] να περιέχουν όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το τελωνειακό καθεστώς για το οποίο γίνεται η διασάφηση των εμπορευμάτων. 2. Στη διασάφηση πρέπει να επισυνάπτονται όλα τα έγγραφα των οποίων η προσκόμιση είναι απαραίτητη για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το τελωνειακό καθεστώς για το οποίο γίνεται η διασάφηση των εμπορευμάτων.», στο άρθρο 68, ότι «Οι τελωνειακές αρχές για να επαληθεύσουν την ακρίβεια των διασαφήσεων που έχουν αποδεχθεί είναι δυνατόν να προβούν: α) σε έλεγχο των εγγράφων ο οποίος αφορά τη διασάφηση και τα συνημμένα έγγραφα. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν ενδεχομένως να απαιτήσουν από το διασαφιστή να τους προσκομίσει άλλα έγγραφα για τη διαπίστωση της ακρίβειας των στοιχείων της διασάφησης• β) σε εξέταση των εμπορευμάτων και, ενδεχομένως, σε δειγματοληψία για ανάλυση και λεπτομερή έλεγχο.», στο άρθρο 69 παρ. 2, ότι «Ο διασαφιστής έχει το δικαίωμα να παρίσταται κατά την εξέταση των εμπορευμάτων, καθώς και, κατά περίπτωση, κατά τη δειγματοληψία. Όταν το κρίνουν σκόπιμο, οι τελωνειακές αρχές απαιτούν από τον διασαφιστή να παρίσταται ή να εκπροσωπείται κατά την εξέταση των εμπορευμάτων ή τη δειγματοληψία, για να τους παρέχει την αναγκαία βοήθεια για τη διευκόλυνση της εξέτασης ή δειγματοληψίας.», στο άρθρο 70 παρ. 1 εδαφ. α΄, ότι «Οταν η εξέταση πραγματοποιείται σε ένα μέρος των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της αυτής διασαφήσεως, τα αποτελέσματα της μερικής εξετάσεως ισχύουν για όλα τα εμπορεύματα της διασάφησης αυτής.», στο άρθρο 71 παρ. 1, ότι «Τα αποτελέσματα της επαλήθευσης της διασάφησης αποτελούν τη βάση για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το τελωνειακό καθεστώς στο οποίο έχουν υπαχθεί τα εμπορεύματα.» και, στο άρθρο 78, ότι «1. Οι τελωνειακές αρχές είναι δυνατόν να επανεξετάσουν τη διασάφηση, αυτεπαγγέλτως ή εφόσον το ζητήσει ο διασαφιστής, μετά τη χορήγηση της αδείας παραλαβής των εμπορευμάτων. 2. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν, μετά τη χορήγηση αδείας παραλαβής των εμπορευμάτων και προκειμένου να διαπιστώσουν την ακρίβεια των στοιχείων της διασάφησης, να προβαίνουν σε έλεγχο των παραστατικών και εμπορικών στοιχείων των σχετικών με τις πράξεις εισαγωγής ή εξαγωγής των εν λόγω εμπορευμάτων, καθώς και με τις μεταγενέστερες εμπορικές πράξεις που αφορούν τα ίδια εμπορεύματα. Οι έλεγχοι αυτοί μπορούν να διενεργούνται στις εγκαταστάσεις του διασαφιστή, κάθε προσώπου που ενδιαφέρεται άμεσα ή έμμεσα επαγγελματικά για τις εν λόγω πράξεις, καθώς και οποιουδήποτε άλλου προσώπου που λόγω επαγγέλματος έχει στην κατοχή του τα εν λόγω έγγραφα και στοιχεία. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν επίσης να εξετάσουν τα εμπορεύματα, όταν αυτά είναι ακόμα δυνατόν να προσκομιστούν. 3. Οταν από την επανεξέταση της διασάφησης ή τους εκ των υστέρων ελέγχους προκύπτει ότι οι διατάξεις που διέπουν το σχετικό τελωνειακό καθεστώς έχουν εφαρμοστεί βάσει ανακριβών ή ελλιπών στοιχείων, οι τελωνειακές αρχές, τηρώντας τις διατάξεις που έχουν ενδεχομένως θεσπιστεί, λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα για να επανορθώσουν την κατάσταση λαμβάνοντας υπόψη τους τα νέα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεσή τους.». Εξάλλου, στον Κανονισμό ΕΟΚ υπ’ αριθμ. 2454/93 της Επιτροπής, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του Κανονισμού 2913/92 (ΕΕ L 253/11.10.1993, σελ. 1 επ.), ορίζεται, συναφώς, στο άρθρο 240, ότι «1. Όταν οι τελωνειακές αρχές αποφασίσουν να προβούν στην εξέταση των εμπορευμάτων, ενημερώνουν σχετικά το διασαφιστή ή τον αντιπρόσωπό του. 2. Οταν αυτές αποφασίσουν να προβούν στην εξέταση μέρους μόνον των διασαφισθέντων εμπορευμάτων, υποδεικνύουν στο διασαφιστή ή στον αντιπρόσωπό του τα εμπορεύματα που επιθυμούν να εξετάσουν, χωρίς να έχει το δικαίωμα ο τελευταίος να προβάλει αντίρρηση για την επιλογή αυτή.» και στο άρθρο 242 ότι «1. Εφόσον οι τελωνειακές αρχές αποφασίσουν να προβούν σε λήψη δειγμάτων, ενημερώνουν σχετικά το διασαφιστή ή τον αντιπρόσωπό του. 2. Η λήψη δειγμάτων πραγματοποιείται από τις ίδιες τις τελωνειακές αρχές. Αυτές είναι δυνατό, εντούτοις, να ζητήσουν την υπό τον έλεγχό τους, εκ μέρους του διασαφιστή ή προσώπου που αυτός ορίζει, πραγματοποίηση της εν λόγω λήψης δειγμάτων. Η λήψη δειγμάτων πραγματοποιείται σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται σχετικά από τις ισχύουσες διατάξεις. 3. Οι ποσότητες των λαμβανομένων δειγμάτων δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια που είναι αναγκαία για την ανάλυση ή το λεπτομερή έλεγχο, συμπεριλαμβανομένης μιας ενδεχόμενης επαλήθευσης.».

6. Επειδή, από τις ανωτέρω, αυξημένης τυπικής ισχύος, διατάξεις προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο διασαφιστής υποχρεούται να παράσχει στις τελωνειακές αρχές ακριβή στοιχεία, η υποχρέωση δε αυτή περιλαμβάνει και τον καθορισμό της ορθής δασμολογικής κλάσης των εμπορευμάτων (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 15.9.2011, C-138/10, DP grup EOOD, σκέψη 40). Οι τελωνειακές αρχές έχουν τη δυνατότητα να επαληθεύσουν την ακρίβεια των στοιχείων αυτών, προβαίνοντας σε έλεγχο των σχετικών εγγράφων και εξετάζοντας τα εισαγόμενα εμπορεύματα. Η τοιαύτη εξέταση μπορεί να στηριχθεί και σε χημική ανάλυση, κατόπιν δειγματοληψίας. Κατά την εν λόγω δειγματοληψία, η οποία πραγματοποιείται είτε από τις ίδιες τις τελωνειακές αρχές είτε υπό τον έλεγχό τους, οι αρχές αυτές υποχρεούνται να επιδεικνύουν την προσήκουσα επιμέλεια και να λαμβάνουν το δείγμα ή τα δείγματα βάσει μεθόδου που εγγυάται επαρκώς την αντιπροσωπευτικότητά του[ς] και, κατ’ ακολουθίαν, τη φερεγγυότητα της διαδικασίας επαλήθευσης, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα της ανάλυσης στην οποία στηρίζεται ο έλεγχος ισχύουν για όλα τα εμπορεύματα της οικείας διασάφησης. Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ερμηνευόμενων ενόψει της αρχής της ασφάλειας και σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων και του σκοπού τους, ο οποίος ανάγεται στη διασφάλιση ταχείων και αποτελεσματικών διαδικασιών θέσης των εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία, έχουν την έννοια ότι, ναι μεν οι τελωνειακές αρχές είναι δυνατό να επανεξετάσουν αυτεπαγγέλτως την ακρίβεια της διασάφησης, σε σχέση με την οποία πραγματοποίησαν διαδικασία επαλήθευσης με χημική ανάλυση δείγματος, αλλά, στο πλαίσιο της επανεξέτασης αυτής, η οποία χωρεί ακόμα και μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να αποστούν από το κατ’ αρχήν δεσμευτικό αποτέλεσμα της διενεργηθείσας χημικής ανάλυσης, αμφισβητώντας αμέσως ή εμμέσως την αντιπροσωπευτικότητα των επιλεγέντων και εξετασθέντων δειγμάτων, μόνον εφόσον τα επίμαχα εμπορεύματα εξακολουθούν να είναι διαθέσιμα και να μην αλλοιώθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο, ώστε να διενεργηθεί συμπληρωματική δειγματοληψία από τα εμπορεύματα αυτά (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 4.3.2004, C-290/01, Derudder & Cie SA, σκέψεις 43-47), τούτο δε ισχύει ακόμα και σε περίπτωση που οι τελωνειακές αρχές διαπιστώνουν εκ των υστέρων ότι το συνημμένο στη διασάφηση παραστατικό αγοράς είχε παραποιηθεί, ώστε να εμφανίζει σύνθεση των εισαγόμενων ειδών διαφορετική μεν από την αναγραφόμενη στο γνήσιο παραστατικό, η ακρίβεια του οποίου αμφισβητείται από τον εισαγωγέα, αλλά συμπίπτουσα με τη δηλωθείσα στη διασάφηση και με εκείνη που έδειξε η χημική ανάλυση του ελεγχθέντος δείγματος. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γ. Τσιμέκας, με τη γνώμη του οποίου συντάχθηκε η Πάρεδρος Σ. Βιτάλη, που υποστήριξε ότι όταν ο διασαφιστής, καθ’ ο υποχρεούται από τις ανωτέρω διατάξεις, παρέχει στις τελωνειακές αρχές ακριβή στοιχεία για τον καθορισμό της ορθής δασμολογικής κλάσης των εισαγομένων εμπορευμάτων, οι τελωνειακές αρχές δεν μπορούν εκ των υστέρων, στο πλαίσιο επανεξέτασης της διασάφησης, να αμφισβητήσουν τα στοιχεία αυτά και, κατά συνέπεια, την βάσει αυτών γενομένη κατάταξη των εμπορευμάτων στην οικεία δασμολογική κλάση, ενόψει και της τυχόν διενεργηθείσας χημικής ανάλυσης των σχετικών δειγμάτων. Οταν, όμως, κατά παράβαση της ανωτέρω υποχρεώσεώς του, ο διασαφιστής παρέχει ανακριβή στοιχεία ως προς την αληθή ταυτότητα των εισαγομένων εμπορευμάτων, με σκοπό την εξαπάτηση των τελωνειακών αρχών κατά τον καθορισμό της ορθής δασμολογικής κλάσης και, ιδίως, όταν, στο πλαίσιο επανεξέτασης της διασάφησης, διαπιστώνεται τέχνασμα κατά την εισαγωγή, το οποίο συνίσταται σε νόθευση (παραποίηση) των συνημμένων στη διασάφηση τιμολογίων αγοράς ώστε να εμφανίζουν σύνθεση των εισαγομένων ειδών διαφορετική από την αναγραφόμενη στα γνήσια τιμολόγια, οι τελωνειακές αρχές δεν δεσμεύονται από την αρχικώς γενομένη, βάσει των παραποιημένων στοιχείων, κατάταξη των εμπορευμάτων σε δασμολογική κλάση και μπορούν να αποστούν από αυτήν και, συνεπώς και από το αποτέλεσμα της τυχόν διενεργηθείσας χημικής ανάλυσης των σχετικών δειγμάτων, ακόμα κι αν τα επίμαχα εμπορεύματα δεν είναι πλέον διαθέσιμα για διενέργεια νέας δειγματοληψίας. Αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία και στην τελευταία αυτή περίπτωση είναι υποχρεωτική για την τελωνειακή αρχή η αρχικώς, βάσει των ανακριβών ή παραποιημένων στοιχείων, γενομένη από αυτήν κατάταξη των εμπορευμάτων σε δασμολογική κλάση, την οποία μπορεί να αμφισβητήσει μόνον εάν τα επίμαχα εμπορεύματα εξακολουθούν να είναι διαθέσιμα και να μην αλλοιώθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο ώστε να είναι δυνατή η διενέργεια νέας δειγματοληψίας, θα οδηγούσε σε παρακώλυση της ορθής επιβολής των τελωνειακών δασμών και, ως εκ τούτου, θα αντέκειτο στους σκοπούς της οικείας νομοθεσίας τούτο δε διότι, κατά κανόνα, πριν από τη διενέργεια επανελέγχου έχει χορηγηθεί άδεια παραλαβής των εμπορευμάτων για τα οποία πρόκειται και αυτά δεν βρίσκονται πλέον στη διάθεση της τελωνειακής αρχής ώστε να είναι δυνατή η διενέργεια νέας δειγματοληψίας, με αποτέλεσμα να μην δύναται, εάν γίνει δεκτή η άποψη αυτή, να ανατραπεί η αρχικώς, βάσει των παραποιημένων στοιχείων, γενομένη κατάταξη των εμπορευμάτων σε δασμολογική κλάση. (Σημειώνεται, συναφώς, ότι η ανωτέρω απόφαση ΔΕΚ της 4.3.2004, C- 290/01, αφορά το διαφορετικό εν μέρει από το επίμαχο ζήτημα υπό ποιές προϋποθέσεις ο διασαφιστής μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της πράξης καταλογισμού για καταβολή προσθέτων δασμών με την αιτιολογία ότι τα ληφθέντα δείγματα δεν ήταν αντιπροσωπευτικά).

7. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η (τέταρτη των ήδη αναιρεσειόντων) ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ......................, της οποίας ο πρώτος των αναιρεσειόντων ήταν διευθύνων σύμβουλος, είχε ως αντικείμενο εργασιών, μεταξύ άλλων, την εισαγωγή και εμπορία αθλητικών υποδημάτων της πολυεθνικής εταιρίας ...................., που παράγονται σε εργοστάσια της Απω Ανατολής (Κίνα, Κορέα, Βιετνάμ, Ινδονησία, Ταϊλάνδη). Τα υποδήματα αυτά έχουν τα εξωτερικά πέλματα από καουτσούκ και το επάνω μέρος είτε από φυσικό ή συνθετικό δέρμα είτε από πλαστική ύλη είτε και από ύφασμα, η δε σύνθεσή τους περιγράφεται στα οικεία τιμολόγια, κατά περίπτωση, ως εξής: LEATHER UPPER / RUBBER SOLID (δέρμα επάνω / καουτσούκ πέλμα), SYNTHETIC LEATHER UPPER / RUBBER SOLID (συνθετικό δέρμα επάνω / καουτσούκ πέλμα), RUBBER/PLASTIC UPPER / RUBBER SOLID (καουτσούκ ή πλαστικό επάνω / καουτσούκ πέλμα) και, τέλος, TEXTILE UPPER / RUBBER SOLID (ύφασμα επάνω / καουτσούκ πέλμα). Τα παραπάνω εμπορεύματα εκτελωνίζονταν και παραλαμβάνονταν από το εκτελωνιστικό γραφείο του δεύτερου και του τρίτου από τους αναιρεσείοντες, στους οποίους και είχε ανατεθεί από την παραπάνω εισαγωγική εταιρεία η διεκπεραίωση των σχετικών διαδικασιών και οι οποίοι κατά τη διενέργεια των διαφόρων διατυπώσεων χρησιμοποιούσαν συνήθως φωτοαντίγραφα των πρωτοτύπων τιμολογίων που συνόδευαν τα εμπορεύματα αυτά, τα οποία και γίνονταν δεκτά από το τελωνείο. Κατά τον επανέλεγχο που διενεργήθηκε το έτος 1997, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, στα παραστατικά εισαγωγής των εν λόγων ειδών, που είχαν κατατεθεί στο .................... για λογαριασμό της πιο πάνω εταιρίας κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1992 έως και 15.6.1997 και επ’ αφορμή έντεχνης παραποίησης που διαπιστώθηκε σε τιμολόγιο που είχε επισυναφθεί στην 18065/1997 διασάφηση εισαγωγής, διαπιστώθηκε ότι κατά τη διάρκεια του παραπάνω χρονικού διαστήματος είχαν αλλοιωθεί ή παραποιηθεί τιμολόγια που συνόδευαν τα εισαγόμενα υποδήματα και αντιστοιχούσαν σε 148 διασαφήσεις εισαγωγής με αλλαγή της περιγραφής της πρώτης ύλης από την οποία αποτελείτο το επάνω μέρος των υποδημάτων. Τα τιμολόγια αυτά αποστέλλοντο από τον πωλητή οίκο εις τριπλούν (πρωτότυπο και δύο αντίτυπα), από την αντιπαραβολή δε των πρωτοτύπων, που είχαν κατατεθεί στις μεσολαβούσες τράπεζες για το συναλλαγματικό έλεγχο, αλλά και των αντιτύπων που βρίσκονταν εις χείρας της εταιρείας και εκείνων που επισυνάπτοντο στις οικείες διασαφήσεις εισαγωγής για τον εκτελωνισμό διαπιστώθηκε ειδικότερα ότι στα τελευταία και στη θέση της περιγραφής της πρώτης ύλης είτε διεγράφετο από την ένδειξη SYNTHETIC LEATHER η λέξη SYNTHETIC και παρέμενε η ένδειξη LEATHER, είτε διεγράφετο η λέξη TEXTILE ή PLASTIC και, ακολούθως, με γραφομηχανή ιδίων στοιχείων ή και με κολάζ αντικαθίστατο με τη λέξη LEATHER, ενώ με διαδοχικές φωτοτυπίες επιτυγχάνετο να μην είναι διακριτή η αντικατάσταση αυτή. Το κενό που δημιουργείτο στην πρώτη περίπτωση καλύπτετο είτε με ποσοτική ανάλυση του εμπορεύματος (αριθμός χαρτοκιβωτίων επί αριθμό ζευγών υποδημάτων ανά χαρτοκιβώτιο) είτε με τη θέση της σφραγίδας της ΔΙ.Π.Α.Ε. (περί θεωρήσεως της αξίας του τιμολογίου). Αποτέλεσμα των ανωτέρω μεθοδεύσεων ήταν να κατατάσσονται τα εισαγόμενα είδη σε διαφορετική από την προσήκουσα δασμολογική κλάση και να καταβάλλονται μειωμένοι δασμοί και λοιποί φόροι, δεδομένου ότι τα υποδήματα των οποίων η σύνθεση ήταν από φυσικό δέρμα είχαν χαμηλότερη δασμολογική επιβάρυνση και, συγκεκριμένα, να καταβάλλονται δασμοί που ανέρχονταν από ποσοστό 5,6% (εφόσον επρόκειτο για χώρα για την οποία ίσχυε προτιμησιακό καθεστώς) έως 8%, αντί του ορθού από 12,5% έως 15,4% στην πρώτη περίπτωση και από 18% έως 20% στις λοιπές των περιπτώσεων. Οπως προέκυψε μάλιστα, περαιτέρω, όταν η σύνθεση των εισαγόμενων υποδημάτων δεν ασκούσε επιρροή στη δασμολογική τους επιβάρυνση, διότι υπήρχε προτιμησιακή δασμολογική μεταχείριση για τα είδη αυτά από ορισμένες χώρες εισαγωγής, οι παραπάνω διορθώσεις δεν ελάμβαναν χώρα, αλλά η περιγραφή της συνθέσεως του εμπορεύματος παρέμενε ως είχε στα πρωτότυπα τιμολόγια. Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την 7557/1.3.1996 διασάφηση εισαγωγής που κατατέθηκε στο παραπάνω Τελωνείο από τον (δεύτερο των ήδη αναιρεσειόντων) εκτελωνιστή Βασίλειο Θεοδωρικάκο ζητήθηκε ο τελωνισμός και η παραλαβή χαρτοκιβωτίων «με υποδήματα που έχουν το επάνω μέρος από δέρμα φυσικό και το πέλμα από καουτσούκ» της δασμολογικής κλάσης 640319, προέλευσης Λ. Κίνας. Η αναγραφόμενη στη διασάφηση εισαγωγής ανωτέρω περιγραφή των υποδημάτων συμφωνούσε με το συνημμένο στη διασάφηση φωτοαντίγραφο του οικείου τιμολογίου του αλλοδαπού οίκου (73834/1996), σύμφωνα με το οποίο τα υποδήματα περιγράφονταν ως LEATHER UPPER / RUBBER SOLID. Επίσης στην ως άνω διασάφηση είχε επισυναφθεί και κιβωτολόγιο στο οποίο δεν αναγραφόταν η περιγραφή των εισαγόμενων εμπορευμάτων, αλλά διάφοροι κωδικοί αριθμοί, από κανένα δε στοιχείο δεν προέκυπτε ότι είχαν δοθεί οι επεξηγήσεις τους στην τελωνειακή αρχή. Κατά τον γενόμενο μερικό έλεγχο, κατά τον οποίο από το σύνολο των 128 χαρτοκιβωτίων ανοίχθηκε ένα, το δείγμα (ένα ζευγάρι) που εστάλη στο Γενικό Χημείο του Κράτους βρέθηκε να συμφωνεί με την ανωτέρω περιγραφή (σχετικό το 2746/4.3.1996 δελτίο χημικής ανάλυσης). Κατόπιν τούτων, προσδιορίστηκαν οι οφειλόμενοι δασμοί και οι λοιπές συνεισπραττόμενες επιβαρύνσεις βάσει της κατατάξεως των υποδημάτων στη δασμολογική κλάση 640319, στην οποία είχαν δηλωθεί με τη διασάφηση εισαγωγής, γι’ αυτήν δε τη δασμολογική κλάση προβλέπονταν δασμοί σε ποσοστό 8%. Κατά το διενεργηθέντα, όμως, επανέλεγχο, διαπιστώθηκε ότι το φωτοαντίγραφο του τιμολογίου εισαγωγής που είχε επισυναφθεί στη διασάφηση ήταν παραποιημένο-νοθευμένο, καθόσον στο πρωτότυπο τιμολόγιο αλλά και στα αντίτυπα αυτού και, ειδικότερα, στη θέση της περιγραφής της πρώτης ύλης αναγραφόταν η ένδειξη SYNTHETIC LEATHER UPPER / RUBBER SOLID, ενώ στη θέση αυτή στα φωτοαντίγραφα των τιμολογίων που είχαν κατατεθεί στην τελωνειακή αρχή είχε σβησθεί η λέξη SYNTHETIC. Η μεθόδευση αυτή είχε ως συνέπεια να υπαχθούν τα ως άνω υποδήματα στη δασμολογική κλάση 640319, αντί της ορθής 640219, στην οποία κατατάσσονται τα υποδήματα τα οποία φέρουν το επάνω μέρος τους από συνθετικό δέρμα, με αποτέλεσμα να καταβληθούν δασμοί και λοιποί φόροι μειωμένοι κατά το ποσό των 792.392 δρχ.. Ο .................... , με το από 22.4.1998 απολογητικό υπόμνημά του στην τελωνειακή αρχή, συνομολόγησε ότι οι παραπάνω διορθώσεις (παραποιήσεις), οι οποίες γίνονταν με φωτοτυπήσεις των πρωτότυπων τιμολογίων, αποσκοπούσαν στην ταχύτερη παραλαβή των εμπορευμάτων από το Τελωνείο, καθόσον η περιγραφή τους στα εκδοθέντα από τον αλλοδαπό οίκο τιμολόγια δεν συνέπιπτε πάντα με την πραγματική ταυτότητά τους, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αμφισβητήσεις από την τελωνειακή αρχή, μέχρι δε την επίλυσή τους, να παραμένουν τα εμπορεύματα για μεγάλο χρονικό διάστημα στον τελωνειακό χώρο, με ζημία της εταιρείας. Περαιτέρω, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, αφού έλαβε υπόψη του επίσης τις σχετικές μαρτυρίες των τελωνειακών ελεγκτών ........................................................... και των τελωνειακών επιμελητών (κλητήρων που μετέφεραν τα δείγματα για ανάλυση στο Γενικό Χημείο του Κράτους) .............................................................. , καθώς και τις καταθέσεις και απολογητικά υπομνήματα του πρώτου των αναιρεσειόντων, του τρίτου των αναιρεσειόντων (εκτελωνιστή), του Γ.Κ. και του Κ.Α. (εκτελωνιστών και υπαλλήλων του εκτελωνιστικού γραφείου του δεύτερου και του τρίτου των αναιρεσειόντων), έκρινε ότι, με τις προαναφερόμενες ενέργειες, που συνιστούν ιδιαίτερα τεχνάσματα, επιδιώχθηκε και επιτεύχθηκε να εμφανισθεί, κατ’ εξαπάτηση του αρμόδιου τελωνειακού ελεγκτή, ότι η συνολική ποσότητα των υποδημάτων στα οποία αφορούσε η ένδικη διασάφηση, η οποία πάντως περιελάμβανε και υποδήματα με το επάνω μέρος από φυσικό δέρμα, ήταν της ίδιας κατασκευής (από φυσικό δέρμα) και, συνακόλουθα, να τελωνισθεί το σύνολο αυτών ως «υποδήματα με το επάνω μέρος από φυσικό δέρμα». Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος τελωνειακός υπάλληλος παραπλανήθηκε στο πλαίσιο του τελωνειακού ελέγχου, κατά τον οποίο, από το σύνολο των χαρτοκιβωτίων ανοίχθηκε ένα, το οποίο προδήλως περιείχε υποδήματα που το επάνω μέρος τους ήταν από φυσικό δέρμα, με συνέπεια το δείγμα να προκύψει κατά τη χημική ανάλυση ότι ήταν από φυσικό δέρμα και, συνακόλουθα, να καταβληθούν μειωμένοι δασμοί και λοιποί φόροι. Κατόπιν τούτων και θεωρώντας ότι τόσο ο πρώτος όσο και ο τρίτος των αναιρεσειόντων γνώριζαν το παραπάνω τέχνασμα και συμμετείχαν σε αυτό, προκειμένου να επιτευχθεί μειωμένη δασμοφορολογική επιβάρυνση των εισαγόμενων εμπορευμάτων, το δικάσαν Εφετείο απέρριψε την έφεση των ήδη αναιρεσειόντων.

8. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, το δικάσαν Εφετείο έκρινε, εμμέσως πλην σαφώς, απορριπτέο το λόγο εφέσεως με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προέβαλαν, κατ’ επανάληψη του περιεχομένου λόγου της προσφυγής τους, ότι οι τελωνειακές αρχές δεσμεύονταν, ως προς το σύνολο των επίδικων εμπορευμάτων, από το αποτέλεσμα της οικείας χημικής ανάλυσης δείγματος των επίδικων ειδών. Η κρίση, όμως, αυτή του δικάσαντος Εφετείου δεν είναι νόμιμη, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 6, το πόρισμα της διενεργηθείσας χημικής ανάλυσης δείγματος των εισαχθέντων εμπορευμάτων ήταν, ως προς όλα τα εμπορεύματα της οικείας διασάφησης, κατ’ αρχήν δεσμευτικό για την τελωνειακή αρχή, η οποία δεν μπορούσε να αποστεί από αυτό, αμφισβητώντας κατ’ ουσίαν την αντιπροσωπευτικότητα του επιλεγέντος και εξετασθέντος δείγματος, παρά μόνον εφόσον πληρούνταν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις (δηλαδή, μόνον εφόσον τα επίδικα εμπορεύματα εξακολουθούσαν να είναι διαθέσιμα και μη αλλοιωμένα και γινόταν συμπληρωματική δειγματοληψία από αυτά και ανάλυση του νέου δείγματος με διαφορετικό αποτέλεσμα από εκείνο της αρχικής ανάλυσης), η συνδρομή των οποίων δεν βεβαιώνεται ούτε, άλλωστε, εξετάζεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τούτο δε ήταν απαραίτητο έστω κι αν αποκαλύφθηκε ότι το συνημμένο στη διασάφηση τιμολόγιο αγοράς είχε παραποιηθεί, ώστε να εμφανίζει σύνθεση των εισαγόμενων ειδών όμοια με τη δηλωθείσα στη διασάφηση, εφόσον, πάντως, αυτή συνέπιπτε με εκείνη που κατέδειξε η χημική ανάλυση του ελεγχθέντος δείγματος. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γ. Τσιμέκας, με τη γνώμη του οποίου συντάχθηκε η Πάρεδρος Σ. Βιτάλη, ο οποίος υποστήριξε ότι με τον προαναφερόμενο λόγο εφέσεως δεν προβλήθηκε παράβαση των αναφερομένων στη σκέψη 5 διατάξεων του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα από την ανωτέρω άποψη, ώστε να είναι υποχρεωμένο το Διοικητικό Εφετείο να ερευνήσει αν τηρήθηκαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που, σύμφωνα με την πλειοψηφήσασα γνώμη, θέτουν οι διατάξεις αυτές, και, συνεπώς, ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως, προβαλλόμενος υπό την ανωτέρω έννοια, είναι απαράδεκτος ως συμπλεκόμενος με πραγματικό (μη τήρηση των ως άνω προϋποθέσεων) το οποίο δεν είχε τεθεί υπόψη του δικαστηρίου της ουσίας (πρβλ. ΣτΕ 3827/2012). Σε κάθε δε περίπτωση, σύμφωνα με την μειοψηφήσασα κατά τα ανωτέρω γνώμη των ίδιων μελών, νομίμως απορρίφθηκε σιγή από το δικάσαν Εφετείο ο ως άνω λόγος εφέσεως, δεδομένου ότι οι τελωνειακές αρχές μπορούσαν να αποστούν από την γενομένη αρχικώς κατάταξη των εμπορευμάτων σε δασμολογική κλάση και, συνεπώς, από το αποτέλεσμα της διενεργηθείσας χημικής ανάλυσης, ανεξαρτήτως εάν τα επίμαχα εμπορεύματα ήταν ακόμα διαθέσιμα για νέα δειγματοληψία, εφόσον, όπως γίνεται δεκτό από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εκ των υστέρων διαπιστώθηκε τέχνασμα κατά την εισαγωγή, το οποίο συνίστατο σε παραποίηση των συνημμένων στη διασάφηση τιμολογίων αγοράς, η οποία και δεν αμφισβητήθηκε από τους αναιρεσείοντες, ώστε να εμφανίζουν σύνθεση των εισαγομένων ειδών διαφορετική από την αναγραφόμενη στα γνήσια τιμολόγια.

9. Επειδή, κατά τα εκτεθέντα, το Τμήμα, υπό την παρούσα σύνθεσή του, φέρεται, κατά πλειοψηφία, προς την άποψη ότι η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, κατ’ αποδοχή του προαναφερόμενου λόγου αναιρέσεως. Λόγω, όμως, της μείζονας σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος, που συνάπτεται με την ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεων του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα, κρίνεται ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 14 παρ. 5 εδαφ. β΄ του π.δ. 18/1989.

Διά ταύτα

Παραπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος και ορίζει δικάσιμο στις 3 Απριλίου 2013.

Ορίζει ως εισηγητή της υποθέσεως ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως τον Πάρεδρο Ι. Δημητρακόπουλο.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2012

Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας
Ε. Γαλανού Α. Ζυγουρίτσα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 6ης Φεβρουαρίου 2013.

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας
Ν. Μαρκουλάκης Κ. Κεχρολόγου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου