Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

Τα έξοδα μεταφοράς στην Διαμόρφωση της δασμολογητέας αξίας (Μάθημα 2) 30 Νοεμβρίου 2017


Τα έξοδα μεταφοράς στην Διαμόρφωση της δασμολογητέας αξίας  (Μάθημα 2) 30 Νοεμβρίου 2017

  
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα) της 11ης Μαΐου 2017  «Προδικαστική παραπομπή – Τελωνειακή ένωση – Κανονισμός (EOK) 2913/92 – Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας – Άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σημείο i – Δασμολογητέα αξία – Συναλλακτική αξία – Καθορισμός – Έννοια των εξόδων μεταφοράς»

Στην υπόθεση C‑59/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) με απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Φεβρουαρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

The Shirtmakers BV

κατά

Staatssecretaris van Financiën,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Berger, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet (εισηγητή) και F. Biltgen,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η The Shirtmakers BV, εκπροσωπούμενη από τον B. J. B. Boersma, adviseur,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση εκπροσωπούμενη από τις C. S. Schillemans και M. K. Bălan,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Grønfeldt και τον F. Wilman,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σημείο i, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1) (στο εξής: τελωνειακός κώδικας).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της The Shirtmakers BV και του staatssecretaris van Financiën (Υφυπουργού Οικονομικών, Κάτω Χώρες) σχετικά με ατομική ειδοποίηση οφειλής πρόσθετων τελωνειακών δασμών την οποία απέστειλε ο τελευταίος στη The Shirtmakers, δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σημείο i, του τελωνειακού κώδικα, με την αιτιολογία ότι η πρόσθετη επιβάρυνση την οποία χρέωσε ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς έπρεπε να περιληφθεί στα έξοδα μεταφοράς.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 29, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα ορίζει τα εξής:

«Η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική αξία, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή, όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, ενδεχομένως κατόπιν προσαρμογής που πραγματοποιείται σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 33 […]».

4        Το άρθρο 32, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα ορίζει τα εξής:

«Για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 29, στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εισαγόμενα εμπορεύματα τιμή προστίθενται:

[...]

ε)      i)      τα έξοδα μεταφοράς και ασφαλίσεως των εισαγομένων εμπορευμάτων, και

ii)      τα έξοδα φορτώσεως και εργασιών διαφυλάξεως των εμπορευμάτων που είναι συναφή με τη μεταφορά των εισαγομένων εμπορευμάτων,

μέχρι του τόπου εισόδου των εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητος.»

 Το ολλανδικό δίκαιο

5        Το άρθρο 8:20 του Burgerlijk Wetboek (αστικού κώδικα) προβλέπει ότι η σύμβαση μεταφοράς εμπορευμάτων είναι η σύμβαση με την οποία o ένας συμβαλλόμενος (μεταφορέας) αναλαμβάνει έναντι του αντισυμβαλλομένου (αποστολέα) τη δέσμευση να μεταφέρει εμπορεύματα.

6        Κατά το άρθρο 8:60 του αστικού κώδικα, η σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς εμπορευμάτων είναι η σύμβαση με την οποία o ένας συμβαλλόμενος (παραγγελιοδόχος μεταφοράς) αναλαμβάνει έναντι του αντισυμβαλλομένου (παραγγελέα) τη δέσμευση να συνάψει για λογαριασμό του με μεταφορέα μία ή περισσότερες συμβάσεις μεταφοράς εμπορευμάτων τα οποία πρέπει να παραδοθούν από τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο ή να θέσει για λογαριασμό του ρήτρα σε μία ή περισσότερες μεταφορικές συμβάσεις αυτού του είδους.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

7        Η The Shirtmakers εισάγει κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα από την Ασία. Κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2007 έως τις 30 Ιουνίου 2009 υποβλήθηκαν επανειλημμένα επ’ ονόματι και για λογαριασμό της διασαφήσεις για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων.

8        Η The Shirtmakers χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες της Fracht FWO BV (στο εξής: Fracht) με σκοπό τη μεταφορά των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, την αποθήκευσή τους στις Κάτω Χώρες και τη συμπλήρωση των αναγκαίων διατυπώσεων εισαγωγής. Για την εκτέλεση της μεταφοράς των εν λόγω προϊόντων στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης η Fracht συνήψε, ιδίω ονόματι, συμβάσεις με εταιρίες μεταφορών. Η Fracht απέστειλε στη The Shirtmakers τιμολόγια στα οποία παρατίθενται τα ποσά τα οποία χρεώθηκαν σε αυτή για την πραγματική μεταφορά, πλέον των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε και του περιθωρίου κέρδους της, χωρίς να προβαίνει σε διάκριση μεταξύ των διαφόρων αυτών ποσών.

9        Οι εκτελωνιστές, οι οποίοι συνέταξαν τις τελωνειακές διασαφήσεις για λογαριασμό της The Shirtmakers, έλαβαν υπόψη, για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, την πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα τιμή, προσαυξημένη με τα ποσά τα οποία οι εταιρίες μεταφοράς χρέωσαν ως έξοδα για την πραγματική μεταφορά των εν λόγω προϊόντων.

10      Με βάση τα αποτελέσματα ελέγχου των λογιστικών βιβλίων της The Shirtmakers, ο οποίος διεξήχθη μετά την εισαγωγή των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, ο επιθεωρητής της ολλανδικής φορολογικής αρχής θεώρησε ότι η δασμολογητέα αξία είχε καθοριστεί σε υπερβολικά χαμηλό επίπεδο. Κατά την άποψή του, στην τιμή αγοράς έπρεπε, βάσει του άρθρου 32, παράγραφος, 1, στοιχείο εʹ, σημείο i, του τελωνειακού κώδικα, να προστεθούν τα ποσά που η Fracht χρέωσε στη The Shirtmakers. Ως εκ τούτου, ο επιθεωρητής αξίωσε από την τελευταία την καταβολή των πρόσθετων τελωνειακών δασμών που, κατά την άποψή του, οφείλονταν.

11      Η The Shirtmakers άσκησε προσφυγή ενώπιον του Rechtbank te Haarlem (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Haarlem, Κάτω Χώρες) σχετικά με τις ατομικές ειδοποιήσεις οφειλής τελωνειακών δεσμών που της είχαν αποσταλεί. Δεδομένου ότι η προσφυγή της απορρίφθηκε, άσκησε έφεση ενώπιον του Gerechtshof Amsterdam (εφετείου του Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες).

12      Το Gerechtshof Amsterdam (εφετείο του Άμστερνταμ) έκρινε, παραπέμποντας στη σκέψη 30 της αποφάσεως της 6ης Ιουνίου 1990, Unifert (C11/89, EU:C:1990:237), ότι στα «έξοδα μεταφοράς» κατά το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σημείο i, του τελωνειακού κώδικα περιλαμβάνονται όλα τα κύρια και παρεπόμενα έξοδα που συνδέονται με τη μεταφορά των εμπορευμάτων και, συνακόλουθα, απέρριψε το επιχείρημα της The Shirtmakers κατά το οποίο τα ποσά που συνδέονται με την παρέμβαση της Fracht, τα οποία περιελήφθησαν στα ποσά που χρεώθηκαν στην ενδιαφερομένη, δεν αποτελούν έξοδα μεταφοράς κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

13      Επιληφθέν της αιτήσεως αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως του Gerechtshof Amsterdam (εφετείου του Άμστερνταμ), το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του τελωνειακού κώδικα στηρίζεται στο άρθρο 8 της Συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΕΕ 1994, L 336, σ. 119). Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι πραγματικοί μεταφορείς μετέφεραν διά αέρος ή διά θαλάσσης τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένων ποσών από τη Fracht η οποία, εν συνεχεία, χρέωσε τα ποσά αυτά στη The Shirtmakers προσαυξημένα με την αμοιβή για την παρέμβασή της, χωρίς εντούτοις να προβεί σε ρητή διάκριση μεταξύ των ποσών που χρεώθηκαν σε αυτήν από τους πραγματικούς μεταφορείς και της αμοιβής για την παρέμβασή της.

14      Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν στην κατά το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σημείο i, του τελωνειακού κώδικα έννοια των «εξόδων μεταφοράς» περιλαμβάνονται μόνον τα ποσά που χρεώνονται για την πραγματική μεταφορά των εμπορευμάτων ή εάν στην έννοια αυτή περιλαμβάνονται επίσης τα ποσά που χρεώνουν ενδιάμεσα πρόσωπα ως αντάλλαγμα για την παρέμβασή τους στην οργάνωση της πραγματικής μεταφοράς.

15      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τα έξοδα για τη διά θαλάσσης, ξηράς ή αέρος μεταφορά των εισαγόμενων εμπορευμάτων συνιστούν έξοδα που είναι σύμφυτα με την πραγματική μεταφορά των εμπορευμάτων αυτών, δηλαδή είναι αναγκαία για την εν λόγω μεταφορά. Από τα σύμφυτα με την πραγματική μεταφορά έξοδα διακρίνονται τα έξοδα που αφορούν πράξεις οι οποίες ναι μεν συνδέονται με την πραγματική εκτέλεση της μεταφοράς, πλην όμως δεν είναι αναγκαίες. Η άποψη αυτή επιρρωννύεται από τη Συλλογή κειμένων για τη δασμολογητέα αξία, την οποία επεξεργάστηκε η επιτροπή τελωνειακού κώδικα (TAXUD/800/2002-[ΕL]), κατά την οποία τέλος ύψους 5 % των εξόδων μεταφοράς το οποίο εισπράττει η αεροπορική εταιρία που προέβη στη μεταφορά, για τις υπηρεσίες που παρέσχε αναφορικά με την είσπραξη των εξόδων από τον παραλήπτη, δεν καλύπτεται από το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του τελωνειακού κώδικα.

16      Εντούτοις, οσάκις ο εισαγωγέας προσφεύγει στις υπηρεσίες ενδιάμεσου προσώπου που διαμεσολαβεί, προκειμένου να λάβει χώρα η πραγματική μεταφορά, και το οποίο στο πλαίσιο αυτό χρεώνει αμοιβή, θα μπορούσε να υποστηριχθεί, κατά το αιτούν δικαστήριο, ότι ο προφανής σύνδεσμος με την πραγματική μεταφορά συνεπάγεται ότι όλα αυτά τα ποσά που χρεώνονται στον αγοραστή αποτελούν έξοδα μεταφοράς, οπότε θα πρέπει να προστεθούν στην τιμή αγοράς των εισαγόμενων εμπορευμάτων.

17      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά περαιτέρω ότι, προκειμένου να καθοριστεί εάν το ποσό που ο πάροχος υπηρεσιών χρεώνει στον αγοραστή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, πρέπει να γίνεται διάκριση ανάλογα με τη σύμβαση που συνήφθη από τον εισαγωγέα. Επομένως, στο πλαίσιο συμβάσεως μεταφοράς εμπορευμάτων κατά την έννοια του άρθρου 8:20 του αστικού κώδικα, ο πάροχος αυτός υπηρεσιών μπορεί να αναλαμβάνει έναντι του αγοραστή τη δέσμευση να μεταφέρει τα εμπορεύματα στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, χωρίς ο αγοραστής να γνωρίζει εάν η μεταφορά αυτή θα πραγματοποιηθεί από τον εν λόγω πάροχο ή από άλλον επιχειρηματία. Στην περίπτωση αυτή, κατά το αιτούν δικαστήριο, το σύνολο των ποσών που χρέωσε στον αγοραστή ο πάροχος υπηρεσιών θα έπρεπε να χαρακτηρισθούν ως έξοδα μεταφοράς και να προστεθούν στην τιμή αγοράς των εισαγόμενων εμπορευμάτων. Αντιθέτως, σε περίπτωση που πρόκειται για σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς κατά την έννοια του άρθρου 8:60 του αστικού κώδικα, κατά την οποία ο πάροχος υπηρεσιών αναλαμβάνει τη δέσμευση να διαμεσολαβήσει ή να οργανώσει τη μεταφορά, η αμοιβή την οποία χρεώνει για τη δραστηριότητά του θα μπορούσε να μην εμπίπτει στα «έξοδα μεταφοράς» κατά την έννοια του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σημείο i, του τελωνειακού κώδικα.

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σημείο i, του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ως “έξοδα μεταφοράς” νοούνται τα ποσά που χρέωσαν οι πραγματικοί μεταφορείς των εισαγόμενων εμπορευμάτων, ακόμη και στην περίπτωση που οι μεταφορείς αυτοί δεν χρέωσαν τα εν λόγω ποσά ευθέως στον αγοραστή των εισαγόμενων εμπορευμάτων, αλλά σε άλλη επιχείρηση η οποία συνήψε με πραγματικούς μεταφορείς τις συμβάσεις μεταφοράς για λογαριασμό του αγοραστή των εισαγόμενων εμπορευμάτων και η οποία χρέωσε σε αυτόν τον αγοραστή μεγαλύτερα ποσά λόγω της παρεμβάσεώς της για την εκτέλεση της μεταφοράς;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

19      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σημείο i, του τελωνειακού κώδικα μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι στα «έξοδα μεταφοράς», κατά την εν λόγω διάταξη, περιλαμβάνεται η πρόσθετη επιβάρυνση την οποία ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς χρεώνει στον εισαγωγέα και η οποία αντιστοιχεί στο περιθώριο κέρδους και τα έξοδα του εν λόγω παραγγελιοδόχου για την εκ μέρους του οργάνωση της μεταφοράς των εισαγόμενων εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.

20      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι ο τελωνειακός κώδικας δεν ορίζει την έννοια των «εξόδων μεταφοράς» ούτε παραπέμπει στο δίκαιο των κρατών μελών όσον αφορά τον προσδιορισμό της σημασίας και του περιεχομένου της έννοιας αυτής.

21      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από τις επιταγές τόσο της ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι το γράμμα διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της εννοίας και του περιεχομένου της πρέπει κανονικά να ερμηνεύεται, σε ολόκληρη την Ένωση, κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο, με βάση το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή και τον σκοπό που επιδιώκει η οικεία κανονιστική ρύθμιση (αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, Deckmyn και Vrijheidsfonds, C‑201/13, EU:C:2014:2132, σκέψη 14, καθώς και της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Χριστοδούλου κ.λπ., C‑116/12, EU:C:2013:825, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

22      Επομένως, ο όρος «έξοδα μεταφοράς» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο ε, σημείο i, του τελωνειακού κώδικα πρέπει, αφενός, να θεωρείται ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, να ερμηνεύεται λαμβανομένων υπόψη του σκοπού της συγκεκριμένης ρυθμίσεως και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο αυτό.

23      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι με την απόφαση της 6ης Ιουνίου 1990, Unifert (C‑11/89, EU:C:1990:237), το Δικαστήριο ερμήνευσε την έννοια αυτή που περιλαμβανόταν στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σημείο i, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1224/80 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 1980, περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, σ. 218), το περιεχόμενο του οποίου επαναλήφθηκε στο άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σημείο i, του τελωνειακού κώδικα.

24      Στη σκέψη 30 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι «η φράση “έξοδα μεταφοράς” πρέπει να ερμηνευθεί ως καλύπτουσα όλα τα έξοδα, κύρια ή παρεπόμενα, που συνδέονται με τη μετακίνηση των εμπορευμάτων προς το τελωνειακό έδαφος της [Ένωσης]». Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι «τα έξοδα σταλίας, που συνίστανται σε αποζημίωση υπέρ του εφοπλιστή προβλεπόμενη στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς και προορίζονται να αντισταθμίσουν την καθυστέρηση στη φόρτωση του πλοίου, εμπίπτουν στην έννοια των “εξόδων μεταφοράς”».

25      Όπως υποστηρίζουν η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφενός, από τη σκέψη 30 της αποφάσεως της 6ης Ιουνίου 1990, Unifert (C‑11/89, EU:C:1990:237), και, ειδικότερα, από τη χρήση από το Δικαστήριο των όρων «όλα» και «κύρια ή παρεπόμενα» προκύπτει ότι η έννοια των «εξόδων μεταφοράς» πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ευρύ. Αφετέρου, το καθοριστικό κριτήριο προκειμένου ορισμένα έξοδα να μπορούν να θεωρηθούν ως «έξοδα μεταφοράς», κατά την έννοια του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σημείο i, του τελωνειακού κώδικα, είναι να συνδέονται με τη μετακίνηση εμπορευμάτων προς το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, ανεξάρτητα από το εάν τα εν λόγω έξοδα είναι σύμφυτα με ή αναγκαία για την πραγματική μεταφορά των εν λόγω εμπορευμάτων.

26      Επομένως, τα «έξοδα μεταφοράς» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως δεν περιορίζονται κατ’ ανάγκην στα ποσά που χρεώνουν οι μεταφορείς οι οποίοι πραγματοποιούν οι ίδιοι τη μεταφορά των εισαγομένων εμπορευμάτων. Τα ποσά που χρεώνουν άλλοι πάροχοι υπηρεσιών, όπως ένας παραγγελιοδόχος μεταφοράς, μπορούν να συνιστούν τέτοια έξοδα, εάν συνδέονται με τη μετακίνηση των εμπορευμάτων προς το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.

27      Στο μέτρο που στην υπόθεση της κύριας δίκης η πρόσθετη επιβάρυνση που χρεώνει ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς στη The Shirtmakers αντιστοιχεί σε έξοδα στα οποία ο εν λόγω παραγγελιοδόχος υποβλήθηκε για την οργάνωση της μεταφοράς των εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης καθώς και στο περιθώριο κέρδους του, η πρόσθετη αυτή επιβάρυνση πρέπει να θεωρηθεί ως συνδεόμενη με τη μετακίνηση των εμπορευμάτων αυτών προς το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης. Επομένως, τα έξοδα αυτά συνιστούν έξοδα μεταφοράς κατά την έννοια του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σημείο i, του τελωνειακού κώδικα.

28      Τέλος, η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με τους σκοπούς που επιδιώκονται από τη νομοθεσία της Ένωσης περί τελωνειακής εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η νομοθεσία αυτή αποσκοπεί στη διαμόρφωση ενός συστήματος δίκαιου, ομοιόμορφου και ουδέτερου, το οποίο να αποκλείει τη χρησιμοποίηση αυθαίρετων ή πλασματικών δασμολογητέων αξιών. Επομένως, η δασμολογητέα αξία πρέπει να αντανακλά την πραγματική οικονομική αξία εισαγόμενου εμπορεύματος και να λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία του εμπορεύματος αυτού που έχουν οικονομική αξία (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2009, Mitsui & Co. Deutschland, C‑256/07, EU:C:2009:167, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Εξάλλου, αντιθέτως προς ό,τι φαίνεται να υπονοεί το αιτούν δικαστήριο, η έννοια των «εξόδων μεταφοράς» κατά το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σημείο i, του τελωνειακού κώδικα δεν μπορεί να εξαρτάται από την κατηγορία συμβάσεων, όπως αυτή ορίζεται από το εθνικό δίκαιο, στην οποία ανήκει η επίμαχη σύμβαση που συνήφθη μεταξύ του εισαγωγέα και του παραγγελιοδόχου μεταφοράς, στο μέτρο που η έννοια αυτή συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης.

30      Επιπροσθέτως, το συμπέρασμα αριθ. 8 της συλλογής κειμένων για τη δασμολογητέα αξία (TAXUD/800/2002-[ΕL]), στο οποίο παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο, δεν δύναται να ανατρέψει τη διαπίστωση που περιλαμβάνεται στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η κατάσταση στην οποία αναφέρεται το συμπέρασμα αυτό αφορά μια ειδική μορφή παροχής, ήτοι την είσπραξη μεταφορικών τελών, περί της οποίας δεν πρόκειται στην υπόθεση της κύριας δίκης.

31      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σημείο i, του τελωνειακού κώδικα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι στα «έξοδα μεταφοράς», κατά την εν λόγω διάταξη, περιλαμβάνεται η πρόσθετη επιβάρυνση την οποία ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς χρεώνει στον εισαγωγέα και η οποία αντιστοιχεί στο περιθώριο κέρδους και τα έξοδα του εν λόγω παραγγελιοδόχου για την εκ μέρους του οργάνωση της μεταφοράς των εισαγόμενων εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

32      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σημείο i, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι στα «έξοδα μεταφοράς», κατά την εν λόγω διάταξη, περιλαμβάνεται η πρόσθετη επιβάρυνση την οποία ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς χρεώνει στον εισαγωγέα και η οποία αντιστοιχεί στο περιθώριο κέρδους και τα έξοδα του εν λόγω παραγγελιοδόχου για την εκ μέρους του οργάνωση της μεταφοράς των εισαγόμενων εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


Κάντε κλικ στην ετικέτα να δείτε τα βιβλία μας

ΝΕΑ Βιβλία για
Ε Ξ Ε Τ Α Σ Ε Ι Σ
Πιστοποιημένων Εκτελωνιστών
Με Βάση τον Ενωσιακό Τελωνειακό Κώδικα



Εκτύπωση πολυσέλιδων Νόμων, Κανονισμών κλπ
Ιστοσελίδα = PrePrint.gr
Με μικρό κόστος

E-mail = ggioggaras@Gmail.com

Ρωτήστε μας Τελωνειακά θέματα στο:
Να σας απαντήσουμε

Απορίες στα ξενόγλωσσα
Τιμολόγια, Φορτωτικές, Πιστοποιητικά, Διατακτικές
Λεξικό
Μεταφοράς, Τελωνείου, Ναυτιλίας, Logistics

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου