Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Επιστροφή αχρεωστήτως εισπραχθέντων, Τελωνειακή οφειλή (Απόσπασμα Ερωτήσεις Απαντήσεις στις τελωνειακές συναλλαγές με το ICISnet) (Μάθημα 3) 8 Δεκεμβρίου 2016


Επιστροφή αχρεωστήτως εισπραχθέντων, Τελωνειακή οφειλή (Απόσπασμα Ερωτήσεις Απαντήσεις στις τελωνειακές συναλλαγές με το ICISnet) (Μάθημα 3) 8 Δεκεμβρίου 2016

 

1.     Οι διατάξεις του Καν.(ΕΟΚ) αρ.2913/92 (άρθρα 235-242).
2.     Οι διατάξεις του Καν.(ΕΟΚ) αρ.2454/93 (άρθρα 877-909).
3.     Οι διατάξεις του Ν.2960/01 (άρθρο 32).
Ο πιο ενδεδειγμένος ορισμός είναι αυτός ο οποίος προκύπτει από τις σχετικές κοινοτικές διατάξεις, ήτοι όταν κατά τη στιγμή της καταβολής τους από τον οφειλέτη αυτών, το ποσό τους δεν οφειλόταν νομίμως.
Η διαπίστωση του αχρεώστητου της καταβολής γίνεται είτε από το πρόσωπο που κατέβαλλε τις εν λόγω δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις, είτε από την Τελωνειακή Υπηρεσία.
Ναι. Η αχρεώστητη καταβολή δύναται να αναγνωριστεί και να βεβαιωθεί με απόφαση του αρμόδιου Διοικ. Δικαστηρίου (Διοικ. Πρωτοδικείο, Εφετείο, Σ.τ.Ε., Δικαστήρια των Ευρ. Κοινοτήτων), μετά από άσκηση των προβλεπόμενων ενδίκων μέσων από πλευράς του αιτούντα για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.
Η αίτηση για επιστροφή αχρεωστήτως εισπραχθέντων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων μπορεί να υποβληθεί από τον δικαιούχο (το πρόσωπο που έχει καταβάλλει αυτές) ή τον νόμιμο αντιπρόσωπο του.

Μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριών (3) ετών 
από την ημερομηνία βεβαίωσης των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών, ο αιτών-δικαιούχος αυτών, δύναται να υποβάλλει σχετική προς τούτο αίτηση για επιστροφή αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή, επισυνάπτοντας τα απαιτούμενα δικαιολογητικά.

Εάν η διαπίστωση της αχρεώστητης είσπραξης έγινε από την Τελωνειακή Υπηρεσία, καλείται από αυτή ο δικαιούχος να υποβάλλει σ’ αυτήν σχετική αίτηση περί επιστροφής με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, μέσα στην ως άνω προθεσμία.

Εάν πρωτόδικη δικαστική απόφαση αρμόδιου Δοικητικού Δικαστηρίου αναγνωρίζει ή βεβαιώνει αχρεώστητη είσπραξη, (καθόσον υπάρχει σ’ αυτήν σχετική αναφορά περί αχρεώστητης καταβολής) ο δικαιούχος πρέπει μέσα σε ένα (1) έτος, από τη δημοσίευση της παραπάνω απόφασης, να υποβάλει σχετική αίτηση περί επιστροφής στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, είτε η εν λόγω απόφαση διατάσσει την επιστροφή είτε όχι.
Εάν η εν λόγω δικαστική απόφαση καταστεί τελεσίδικη 
o    μέσω έκδοσης εφετειακής απόφασης, όπου η τελευταία διατάσσει επιπλέον και την επιστροφή,  τότε η ανωτέρω αίτηση δύναται να υποβληθεί εντός πέντε (5) ετών από την δημοσίευση της εν λόγω εφετειακής απόφασης.
Ωστόσο, προϋπόθεση αποτελεί η προβολή, με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής, πέραν του αιτήματος της ακύρωσης της διοικητικής πράξης του τελωνείου -με την οποία είχε πραγματοποιηθεί η είσπραξη- και το αίτημα περί επιστροφής των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών.

Εφόσον δεν υφίσταται τέτοιο αίτημα, τότε η ανωτέρω αίτηση δύναται να υποβληθεί εντός ενός (1) έτους από την δημοσίευση της εν λόγω εφετειακής απόφασης.
o    μέσω έκδοσης εφετειακής απόφασης, όπου η τελευταία δεν διατάσσει την επιστροφή αλλά απλά επικυρώνει την πρωτόδικη, τότε η ανωτέρω αίτηση δύναται να υποβληθεί εντός ενός (1) έτους από την δημοσίευση της εν λόγω εφετειακής απόφασης.
o    λόγω μη άσκησης εφέσεως (παρέλευση προθεσμίας, μη ικανό ποσό οφειλής για άσκηση εφέσεως) και, ως εκ τούτου, η πρωτόδικη απόφαση καταστεί τελεσίδικη, τότε η ανωτέρω αίτηση δύναται να υποβληθεί εντός πέντε (5) ετών από την δημοσίευση της πρωτόδικης απόφασης.
Ωστόσο, προϋπόθεση αποτελεί η προβολή, με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής, πέραν του αιτήματος της ακύρωσης της διοικητικής πράξης του τελωνείου -με την οποία είχε πραγματοποιηθεί η είσπραξη και το αίτημα περί επιστροφής των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών.

Εφόσον δεν υφίσταται τέτοιο αίτημα, τότε η ανωτέρω αίτηση δύναται να υποβληθεί εντός ενός (1) έτους από την δημοσίευση της εν λόγω πρωτόδικης απόφασης.

Εάν εφετειακή δικαστική απόφαση αρμόδιου Δοικητικού Δικαστηρίου αναγνωρίζει ή βεβαιώνει αχρεώστητη είσπραξη, (καθόσον υπάρχει σ’ αυτήν σχετική αναφορά περί αχρεώστητης καταβολής), ο δικαιούχος πρέπει μέσα σε πέντε (5) έτη, από τη δημοσίευση της παραπάνω απόφασης, να υποβάλει σχετική αίτηση περί επιστροφής στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, είτε η εν λόγω απόφαση διατάσσει την επιστροφή είτε όχι.

Ωστόσο, προϋπόθεση αποτελεί η προβολή, με το ένδικο μέσο της έφεσης, πέραν του αιτήματος της ακύρωσης της διοικητικής πράξης του τελωνείου -με την οποία είχε πραγματοποιηθεί η είσπραξη- και το αίτημα περί επιστροφής των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών.

Εφόσον δεν υφίσταται τέτοιο αίτημα, τότε η ανωτέρω αίτηση δύναται να υποβληθεί εντός ενός (1) έτους από την δημοσίευση της εν λόγω εφετειακής απόφασης.

Εάν η πρωτόδικη δικαστική απόφαση αρμόδιου Δοικητικού Δικαστηρίου δεν αναγνωρίζει ούτε βεβαιώνει αχρεώστητη είσπραξη, (καθόσον η ασκηθείσα προσφυγή περιέχει μόνο αίτημα ακυρώσεως της πράξεως όχι δε και επιστροφή καταβληθέντων), αλλά απλώς ακυρώνει τη διοικητική πράξη του τελωνείου με την οποία είχε πραγματοποιηθεί η είσπραξη (και δια τούτο αποτελεί τον επιγενόμενο λόγο ένεκα του οποίου η καταβολή των σχετικών ποσών έπαυσε να είναι νόμιμη και κατέστη αχρεώστητη) χωρίς να διατάσσει την επιστροφή (ανυπαρξία σχετικού αιτήματος επί της προσφυγής), τότε η ανωτέρω αίτηση δύναται να υποβληθεί εντός τριών (3) ετών από την δημοσίευση της παραπάνω απόφασης.

Εάν η εν λόγω δικαστική απόφαση καταστεί τελεσίδικη 
o    μέσω έκδοσης εφετειακής απόφασης και η τελευταία διατάσσει επιπλέον και την επιστροφή,  τότε η ανωτέρω αίτηση δύναται να υποβληθεί εντός πέντε (5) ετών από την δημοσίευση της παραπάνω εφετειακής απόφασης, διότι η δικαστική εντολή περί επιστροφής αποτελεί έμμεση αναγνώριση ή βεβαίωση της αχρεώστητης είσπραξης. 
o    μέσω έκδοσης εφετειακής απόφασης, όπου η τελευταία δεν διατάσσει την επιστροφή αλλά απλώς επικυρώνει την πρωτόδικη απόφαση, τότε η ανωτέρω αίτηση εξακολουθεί να δύναται να υποβληθεί εντός τριών (3) ετών από την δημοσίευση της εν λόγω εφετειακής απόφασης, 
o    λόγω μη άσκησης εφέσεως (παρέλευση προθεσμίας, μη ικανό ποσό οφειλής για άσκηση εφέσεως) και, ως εκ τούτου, η πρωτόδικη απόφαση καταστεί τελεσίδικη, τότε η ανωτέρω αίτηση εξακολουθεί να δύναται να υποβληθεί εντός τριών (3) ετών από την δημοσίευση της πρωτόδικης απόφασης.
Εάν η εφετειακή δικαστική απόφαση αρμόδιου Δοικητικού Δικαστηρίου δεν αναγνωρίζει ούτε βεβαιώνει αχρεώστητη είσπραξη, (καθόσον η ασκηθείσα έφεση περιέχει μόνο αίτημα ακυρώσεως της πράξεως όχι δε και επιστροφή καταβληθέντων), αλλά απλώς ακυρώνει τη διοικητική πράξη του τελωνείου με την οποία είχε πραγματοποιηθεί η είσπραξη (και δια τούτο αποτελεί τον επιγενόμενο λόγο ένεκα του οποίου η καταβολή των σχετικών ποσών έπαυσε να είναι νόμιμη και κατέστη αχρεώστητη), μέσω της ακύρωσης της πρωτόδικης απόφασης (η οποία αρχικά απέρριψε σχετική προσφυγή του ενδιαφερόμενου την ακύρωση της διοικητικής πράξης του τελωνείου), χωρίς όμως να διατάσσει την επιστροφή (ανυπαρξία σχετικού αιτήματος επί της προσφυγής), τότε η ανωτέρω αίτηση δύναται να υποβληθεί εντός τριών (3) ετών από την δημοσίευση της παραπάνω απόφασης.

ΣημείωσηΤελεσίδικη απόφαση Διοικ. Δικαστηρίου θεωρείται η εφετειακή που εκδίδεται από το Διοικ. Εφετείο, αλλά και η πρωτόδικος-οριστική που εκδίδεται σε πρώτο βαθμό από το Διοικ. Πρωτοδικείο, εφόσον η τελευταία δεν δύναται να εφεσιβληθεί, ή παρέλθουν οι χρονικές προθεσμίες για υποβολή σχετικής έφεσης από το δημόσιο κατά αυτής.
Οι διατάξεις που διέπουν την αναστολή ή διακοπή των προθεσμιών αυτών είναι οι διατάξεις του Κώδικα Δημόσιου Λογιστικού. (άρθρα 90, 91, 92, και 93 του Ν.2362/95).
Τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν την αίτηση για επιστροφή αχρεωστήτως εισπραχθέντων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων είναι τα αντίγραφα των οικείων τελωνειακών εγγράφων και τα οικεία πρωτότυπα αποδεικτικά εισπράξεως, τα οποία θα επισυναφθούν από την Τελωνειακή Αρχή στην σχετική απόφαση της περί επιστροφής αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών.
Η εκτός των ανωτέρω προθεσμιών υποβολή της αίτησης για επιστροφή αχρεωστήτως εισπραχθέντων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων από τον δικαιούχο ή τον αντιπρόσωπο αυτού συνεπάγεται την παραγραφή της απαίτησης για επιστροφή των εν λόγω ποσών. 
Η επιστροφή των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών πραγματοποιείται άτοκα.

Έντοκη επιστροφή επιτρέπεται εάν και εφόσον η σχετική αίτηση περί επιστροφής υποβληθεί μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία έξι (6) μηνών, που αρχίζει από την πρώτη του επόμενου μήνα κατά τον οποίο κοινοποιήθηκε στην Τελωνειακή Αρχή η απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου, και εφόσον η επιστροφή δεν εκτελέστηκε στην προθεσμία αυτή με υπαιτιότητα της αρμόδιας τελωνειακής αρχής. Εφόσον η μη εκτέλεση της επιστροφής οφείλεται σε υπαιτιότητα του ενδιαφερομένου, το έντοκο της επιστροφής λογίζεται από την λήξη του ανωτέρω εξαμήνου έως και τον χρόνο έκδοσης της σχετικής απόφασης επιστροφής (εξυπακούεται ότι αυτή πραγματοποιήθηκε μετά τη λήξη του εν λόγω εξαμήνου και ότι αυτή κοινοποιήθηκε στον ενδιαφερόμενο, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί επιδόσεων).

Η μη υποβολή αίτησης επιστροφής στην ανωτέρω προθεσμία συνεπάγεται την παραγραφή του δικαιώματος έντοκης επιστροφής.

Ο τόκος υπολογίζεται 
με βάση το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας.
Η επιστροφή πραγματοποιείται με έκδοση σχετικής προς τούτο απόφασης της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής (Τελωνείο ή Τελωνειακή Περιφέρεια)
Ναι. Είναι το ποσό των τριών (3) €, κατά πράξη, για επιβαρύνσεις που εισπράχθηκαν αχρεώστητα.
Ναι. Η χρηματική αυτή απαίτηση που απορρέει από την εν λόγω αυτή απόφαση της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής παραγράφεται μετά την παρέλευση προθεσμίας ενός (1) έτους από την κοινοποίηση της απόφασης αυτής στον δικαιούχο ή τον αντιπρόσωπο αυτού.

Είναι οι διατάξεις των άρθρων 13 έως 21 του Ν.2648/98 όπως τροποποιήθηκε με τους νόμους Ν.2753/99 (άρθρο 17), Ν.2873/00 (άρθρο11), Ν.2954/01(άρθρα 11), N. 3193/03 (άρθρο 14), Ν.3296/04 (άρθρο 29), Ν.3522/06, Ν.3842/10 και ισχύει.
Η διευκόλυνση τμηματικής καταβολής δύναται να χορηγηθεί εφόσον συντρέχει πραγματική αδυναμία για την εντός των νομίμων προθεσμιών άμεση καταβολή του συνόλου των οφειλών. 
Αφορά δηλαδή τις ληξιπρόθεσμες κατά Κ.Ε.Δ.Ε. οφειλές που, για λόγους οικονομικής αδυναμίας, δεν μπόρεσε ο οφειλέτης αυτών να τις καταβάλει εμπρόθεσμα.
Η διευκόλυνση τμηματικής καταβολής δεν επιδρά στην υπερημερία του οφειλέτη και στην επιβάρυνση της οφειλής με Προσαυξήσεις Εκπρόθεσμης Καταβολής (Π.Ε.Κ.), ούτε στην καταβολή ολόκληρου ή μέρους της οφειλής, όταν αυτή προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις, για την διενέργεια ορισμένων πράξεων. 
o    Ο Προϊστάμενος του Τελωνείου για βασικές οφειλές έως 300.000 €.
o    Επιτροπή που αποτελείται από τον προϊστάμενο του Τελωνείου τον νόμιμο αναπληρωτή του και τον Προϊστάμενο του Δικαστικού Τμήματος ή του αντίστοιχου γραφείου, για βασικές οφειλές πάνω από 300.000 € και μέχρι του ποσού των 800.000 €. 
o    Ο Υπουργός Οικονομικών, μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής Παροχής Διευκολύνσεων, για βασικές οφειλές από 800.001 € και άνω.
Βασική οφειλή θεωρείται η ληξιπρόθεσμη ή μη οφειλή χωρίς τις Π.Ε.Κ. που έχουν υπολογισθεί βάσει αυτής έως εκείνη τη στιγμή που υποβάλλεται η αίτηση για παροχή διευκόλυνσης καταβολής.
Αρμόδια όργανα για επανεξέταση αιτήματος αύξησης του αριθμού των δόσεων της πρώτης διευκόλυνσης, λόγω οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη, είναι: 
o    η επιτροπή της (Β) περίπτωσης για βασική βεβαιωμένη οφειλή μέχρι του ποσού των 300.000 € και
o    ο Υπουργός Οικονομικών, μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής Παροχής Διευκολύνσεων, για βασική βεβαιωμένη οφειλή άνω των 300.000 €. 
Σημειώνεται ότι εκτός από την ανωτέρω αρμοδιότητα της, η Γνωμοδοτική Επιτροπή Παροχής Διευκολύνσεων γνωμοδοτεί επίσης και για την απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ληξιπρόθεσμων χρεών κατά τις διατάξεις της παραγράφου 4, του άρθρου 6, του Ν.Δ.356/74 (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως αυτό ισχύει κάθε φορά.

Ωστόσο για ποσά έως και 3.000 € η ανωτέρω, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 4, του άρθρου 6, του Ν.Δ.356/74 (Κ.Ε.Δ.Ε.), δυνατότητα παρέχεται στον Προϊστάμενο του αρμόδιου Τελωνείου.
Οι αιτήσεις υποβάλλονται στις τελωνειακές αρχές που είναι αρμόδιες για την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών, για τις οποίες και ζητείται η τμηματική καταβολή τους, και στη συνέχεια διαβιβάζονται στην Γνωμοδοτική Επιτροπή Παροχής Διευκολύνσεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην αριθ.πρωτ. 1033972/2420/0016/3-4-06 Ε.Δ.Υ.Ο. (σχετική και η αρ.πρωτ.Φ.477/218/ Δ0019/23-6-06 Ε.Δ.Υ.Ο.).
Τα κριτήρια είναι:
o    Οικονομική αδυναμία. 
o    Διασφάλιση οφειλής.
o    Προέλευση οφειλής.
o    Συμπεριφορά οφειλέτη.
o    Αιτία για την οποία ζητείται η διευκόλυνση.
o    Κρίση (αιτιολόγηση) προϊσταμένου.
Για κάθε κριτήριο αντιστοιχούν δεδομένοι συντελεστές βαρύτητας, το εύρος των οποίων κυμαίνεται, ανάλογα με το κριτήριο, από 0 μέχρι και 5.
Το άθροισμα των συντελεστών βαρύτητας διαμορφώνει τον αριθμό δόσεων της διευκόλυνσης με τον περιορισμό ότι κάθε μηνιαία δόση δεν θα είναι μικρότερη των 146,74 €.
Η διευκόλυνση τμηματικής καταβολής χορηγείται για τη ληξιπρόθεσμη βασική οφειλή.
Στην απόφαση της διευκόλυνσης αναγράφονται και οι Προσαυξήσεις Εκπρόθεσμης Καταβολής που αναλογούν σε κάθε δόση της διευκόλυνσης μέχρι την ημερομηνία καταβολής της, η δε διαφορά που μπορεί να υπάρχει του υπολογισθέντος ποσού της προσαύξησης μειώνει ή αυξάνει ανάλογα το ποσό της τελευταίας δόσης.
Ειδικά στις αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας & Οικονομικών μπορεί να αναγράφεται μόνον ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων της ληξιπρόθεσμης βασικής οφειλής, ενώ η διαμόρφωση αυτών με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής γίνεται από την Τελωνειακή Αρχή.
Για την ίδια οφειλή επιτρέπεται η χορήγηση μέχρι τριών διευκολύνσεων κατ’ ανώτατο όριο ανεξάρτητα αν η αίτηση υποβάλλεται από τον οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο και οι δόσεις καθορίζονται ως εξής:
o    ο αριθμός των δόσεων της πρώτης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής καθορίζεται με βάση το άθροισμα των συντελεστών αξιολόγησης των κριτηρίων χορήγησης.
o    η δεύτερη διευκόλυνση μπορεί να χορηγηθεί μετά την απώλεια της πρώτης και ο αριθμός των δόσεων αυτής καθορίζεται με την ίδια ως άνω διαδικασία, με τον περιορισμό ότι η πρώτη δόση αυτής θα είναι τουλάχιστον ίση με το 15% της οφειλής για την οποία ζητήθηκε η δεύτερη διευκόλυνση,
o    η τρίτη διευκόλυνση μπορεί να χορηγηθεί μετά την απώλεια της δεύτερης, εφόσον όμως κατατεθεί εγγύηση με την οποία θα διασφαλίζεται η πληρωμή των δόσεων αυτής, οι οποίες δεν μπορεί να υπερβαίνουν τον εναπομείναντα αριθμό των δόσεων της δεύτερης διευκόλυνσης και με τον περιορισμό ότι η πρώτη δόση αυτής θα είναι τουλάχιστον ίση με ποσοστό 20% της οφειλής για την οποία ζητήθηκε η τρίτη διευκόλυνση.
Ο οφειλέτης, ο οποίος αδυνατεί αντικειμενικά να ανταποκριθεί στις δόσεις της πρώτης διευκόλυνσης που του χορηγήθηκε, μπορεί να υποβάλει άπαξ αίτηση επανεξέτασης για αύξηση του αριθμού των δόσεων αυτής. Η αίτηση θα πρέπει να υποβληθεί μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία της τελευταίας εμπρόθεσμης καταβολής δόσης της διευκόλυνσης, της οποίας ζητείται η επανεξέταση και συνοδεύεται από τα στοιχεία με τα οποία αποδεικνύεται η αντικειμενική αδυναμία συμμόρφωσης του οφειλέτη στη διευκόλυνση αυτή.

Ο αριθμός των δόσεων της πρώτης διευκόλυνσης, της οποίας ζητήθηκε η επανεξέταση, μπορεί, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του αρμόδιου οργάνου, να αυξηθεί μέχρι το τριπλάσιο, κατ’ ανώτατο όριο, του αθροίσματος των συντελεστών αξιολόγησης των προβλεπόμενων κριτηρίων, αλλά ο συνολικός αριθμός των δόσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 48.

Υποβολή δεύτερης αίτησης επανεξέτασης πρώτης διευκόλυνσης συγκεκριμένης οφειλής απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Επίσης απορρίπτεται, ως απαράδεκτη, αίτηση επανεξέτασης δεύτερης ή τρίτης διευκόλυνσης.
Ο οφειλέτης χάνει το ευεργέτημα της διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής, εφόσον δεν πληρώσει τρεις συνεχόμενες μηνιαίες δόσεις αυτής.
Η δυνατότητα αυτή που θεσμοθετήθηκε με τον Ν.3193/04, καταργήθηκε από το άρθρο 29 του Ν.3296/04.
Όχι. Εάν απολεσθεί και η τρίτη διευκόλυνση, δεν επιτρέπεται επανεξέταση τέτοιου αιτήματος από οποιοδήποτε όργανο.
Τα ευεργετήματα του οφειλέτη από τη χορήγηση τμηματικής καταβολής και την συμμόρφωση του σ’ αυτήν είναι:
15.   ενημερότητα του οφειλέτη και των κατ’ οποιονδήποτε τρόπο συνυπόχρεων, περιλαμβανομένου και των εγγυητών, για τα χρέη προς το Δημόσιο. Χορήγηση σ’ αυτούς αποδεικτικού ενημερότητας για κάθε χρήση, με την προϋπόθεση ότι έχουν καταβληθεί όλες οι δόσεις της διευκόλυνσης μέχρι την ημερομηνία χορήγησης του αποδεικτικού και δεν υπάρχουν άλλες υποχρεώσεις του αιτούντος που εμποδίζουν τη χορήγηση του αποδεικτικού αυτού. 
16.   αναστολή της λήψης ή της εκτέλεσης κάθε μέτρου σε βάρος του υπόχρεου, με την επιφύλαξη του άρθρου 20, του Ν.2648/98, όπου αναφέρονται τα δικαιώματα του Δημοσίου μετά την χορήγηση του ευεργετήματος.
17.   αναστολή της εκτέλεσης του μέτρου της παρ.3, του άρθρου 22, του Ν.2523/97, περί αναστολής λειτουργίας ενός (1) μηνός κάθε γενικά επαγγελματικής εγκατάστασης επιτηδευματιών, στις περιπτώσεις οφειλών φυσικών προσώπων ή προσώπων της παρ.4 του άρθρου 2, του Ν.2238/94, για χρέη προς το Δημόσιο ληξιπρόθεσμων και απαιτητών πέραν του έτους και εφόσον το ύψος αυτών με τις νόμιμες προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής υπερβαίνει τα 29.347€.
18.   αναστολή της εκτέλεσης του μέτρου της παρ.1 του άρθρου 25, του Ν.1882/90 περί άσκησης ποινικής δίωξης για χρέη προς το Δημόσιο, για όσο χρόνο διαρκεί η ρύθμιση και ο οφειλέτης είναι συνεπής με τους όρους της ρύθμισης.
19.   οι οφειλέτες που έχουν υπαχθεί σε πρώτη διευκόλυνση τμηματικής καταβολής και είναι συνεπείς στην καταβολή των δόσεων αυτής, απαλλάσσονται:
20.   της καταβολής ποσοστού 30% των Προσαυξήσεων Εκπρόθεσμης Καταβολής που επιβαρύνουν τα ποσά των δόσεων της διευκόλυνσης από την ημερομηνία χορήγησης αυτής και μετά και
21.   της καταβολής του συνόλου των Προσαυξήσεων Εκπρόθεσμης Καταβολής που επιβαρύνουν την τελευταία δόση της διευκόλυνσης, εφόσον όμως αυτές δεν υπερβαίνουν το 40% των συνολικών Προσαυξήσεων Εκπρόθεσμης Καταβολής της αρχικής ληξιπρόθεσμης οφειλής. 
Επισημαίνεται ότι οι προσαυξήσεις, που υπολογίζονται για χρονικό διάστημα πριν την ημερομηνία χορήγησης της διευκόλυνσης, δεν μεταβάλλονται. Μειώνονται μόνο οι Προσαυξήσεις Εκπρόθεσμης Καταβολής από την ημερομηνία χορήγησης της διευκόλυνσης μέχρι την καταβολή της κάθε δόσης σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) (δηλαδή το ποσοστό 1% μηνιαίως διαμορφώνεται σε 0,7%).
Επίσης οι ίδιοι οφειλέτες απαλλάσσονται όλων των Προσαυξήσεων Εκπρόθεσμης Καταβολής που αναλογούν στην τελευταία δόση της διευκόλυνσης όπως αυτές διαμορφώνονται με βάση τα στοιχεία της βεβαίωσης την ημέρα καταβολής αυτής.
Τέλος, ο περιορισμός, που τίθεται στη διάταξη, να μην υπερβαίνει η απαλλαγή αυτή το ποσοστό του 40% των συνολικών προσαυξήσεων της οφειλής, εξετάζεται μόνο στην περίπτωση χορήγησης διευκόλυνσης μέχρι τρεις δόσεις, δεδομένου ότι δεν μπορεί να συμβαίνει σε διευκολύνσεις με περισσότερες δόσεις.
Ωστόσο προϋπόθεση για την ισχύ των παραπάνω είναι η εμπρόθεσμη καταβολή όλων των μηνιαίων δόσεων.
Εάν δεν καταβληθεί εμπρόθεσμα έστω και μία δόση, τότε το ευεργέτημα μειωμένης προσαύξησης χάνεται για τις υπόλοιπες δόσεις.
Για να αποκτήσει ο οφειλέτης τα ανωτέρω ευεργετήματα πρέπει να πληρώσει το σύνολο των οφειλών που εξαιρούνται της διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής, μαζί με την πρώτη δόση αυτής.
Αυτά είναι: 
o    Να επιβάλει κατασχέσεις και να εγγράψει υποθήκες σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, των συνυπόχρεων ή των εγγυητών, εφόσον το χρέος δεν είναι ασφαλισμένο. 
o    Να μην χορηγήσει αποδεικτικό ενημερότητας στα πρόσωπα της προηγούμενης περίπτωσης, για την διενέργεια ορισμένων πράξεων, όπως η μεταβίβαση ακινήτου, εφόσον το χρέος δεν είναι ασφαλισμένο.
o    Να δώσει εντολή παρακράτησης μέρους ή του συνόλου της χρηματικής απαίτησης του οφειλέτη κατά τρίτων προσώπων, για την είσπραξη της οποίας ζητείται το αποδεικτικό ενημερότητας. Τα ποσά αυτά μπορεί να καλύψουν δόση ή δόσεις της χορηγηθείσας διευκόλυνσης, εφόσον δεν πιστώνονται διαφορετικά. 
o    Να προβεί σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του Δημοσίου και μέχρι του ύψους των ληξιπρόθεσμων χρεών του, κατά άλλες διατάξεις του άρθρου 83, του Κ.Ε.Δ.Ε. .
Σημειώνεται ότι : 
o    Με την απόφαση παροχής διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής αναστέλλεται ο χρόνος παραγραφής των χρεών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 87 του Ν.2362/95 ‘’περί Δημόσιου Λογιστικού’’. 
o    Οι αναγκαστικές κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί εις χείρας τρίτων δεν αναστέλλονται και τα ποσά που εισπράττονται με τις κατασχέσεις αυτές λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων, εφόσον δεν πιστώνονται με άλλες οφειλές που δεν είχαν υπαχθεί στη διευκόλυνση ή δημιουργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε η διευκόλυνση..
o    Με τις διατάξεις του άρθρου του Ν.3888/2010 ρυθμίζονται ληξιπρόθεσμα χρέη που έχουν βεβαιωθεί μέχρι 30-9-2010 με απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής κατά ποσοστό ανάλογα με τον αριθμό των δόσεων της ρύθμισης.
Επισημαίνεται ότι για τα εν λόγω χρέη, για χρονικό διάστημα δύο ετών (από 1/10/2010 έως και 30-9-2010) δεν επιτρέπεται η χορήγηση διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής σύμφωνα με τα άρθρα 13 έως και 21 του Ν.2648/98.

Για χρέη που βεβαιώνονται ταμειακά μετά τις 30-9-2010 ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 13-21 του Ν.2648/98 ως προς τη χορήγηση διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής αυτών.
o    Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που συνδέονται με εμφάνιση συγκεκριμένων αιτίων όπως π.χ. σεισμοί, πλημμύρες, πυρκαγιές, κ.ά., εκδίδονται Αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών που ρυθμίζουν με ειδικό τρόπο ληξιπρόθεσμες κατά ΚΕΔΕ οφειλές για τμηματική καταβολή αυτών.

Γνωρίστε τα βιβλία μας στις Ετικέτες του BLOG

Εκτύπωση πολυσέλιδων Νόμων, Κανονισμών κλπ
Ιστοσελίδα = PrePrint.gr
Με μικρό κόστος

E-mail = ggioggaras@Gmail.com

Ρωτήστε μας Τελωνειακά θέματα στο:
Να σας απαντήσουμε


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου