Η
έννοια της «νόμιμης κυκλοφορίας προϊόντων» στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 764/2008
περί αμοιβαίας αναγνώρισης COM
952/2013 (Μάθημα 4) 8 Αυγούστου 2019
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΗΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Έγγραφο καθοδήγησης. Η έννοια της «νόμιμης κυκλοφορίας προϊόντων»
στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 764/2008 περί αμοιβαίας αναγνώρισης............................................. 3
1........... Εισαγωγή....................................................................................................................... 3
2........... Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης............................................................................... 3
3........... Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 764/2008 περί αμοιβαίας
αναγνώρισης.................................. 4
4........... Η έννοια της νόμιμης κυκλοφορίας................................................................................ 5
5........... Υποχρεώσεις που απορρέουν από τον κανονισμό περί αμοιβαίας
αναγνώρισης............. 6
6........... Αποδεικτικά μέσα.......................................................................................................... 7
6.1........ Δικαιώματα και υποχρεώσεις......................................................................................... 7
6.2........ Μη ειδοποίηση του οικονομικού φορέα......................................................................... 8
7........... Ο ρόλος των σημείων επαφής για τα προϊόντα............................................................... 9
8........... Συμπεράσματα............................................................................................................. 10
EΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΗΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
Έγγραφο
καθοδήγησης. Η έννοια της «νόμιμης κυκλοφορίας» στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ.
764/2008 περί αμοιβαίας αναγνώρισης[1]
(Κείμενο που παρουσιάζει
ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Στις 15 Ιουνίου 2012, η
Επιτροπή εξέδωσε την πρώτη της έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού
(ΕΚ) αριθ. 764/2008 («κανονισμός περί αμοιβαίας αναγνώρισης»)[2] και πρότεινε
ότι η συμβουλευτική επιτροπή για την αμοιβαία αναγνώριση θα πρέπει να
παρακολουθεί στενά, μεταξύ άλλων, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι
οικονομικοί φορείς όταν προσπαθούν να αποδείξουν ότι ένα προϊόν κυκλοφορεί νομίμως σε ένα άλλο κράτος
μέλος.
Προκειμένου να
αντιμετωπιστεί αυτό το ζήτημα, το παρόν έγγραφο καθοδήγησης αποσκοπεί στην
παροχή εύχρηστης καθοδήγησης σχετικά με την έννοια της «νόμιμης κυκλοφορίας
προϊόντων» στον κανονισμό περί αμοιβαίας αναγνώρισης. Θα επικαιροποιείται ώστε
να αντανακλά την εμπειρία και τις πληροφορίες που παρέχονται από κράτη μέλη,
αρχές και επιχειρήσεις.
Η ελεύθερη κυκλοφορία των
εμπορευμάτων είναι μία από τις επιτυχίες του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Έχει
συμβάλει στην οικοδόμηση της εσωτερικής αγοράς, η οποία λειτουργεί προς όφελος
των ευρωπαίων πολιτών και επιχειρήσεων και αποτελεί τον πυρήνα των πολιτικών
της ΕΕ.
Οι αρμόδιες αρχές των κρατών
μελών μπορούν να δημιουργήσουν παράνομα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των
εμπορευμάτων όταν, ελλείψει εναρμονισμένης νομοθεσίας, εφαρμόζουν τεχνικούς
κανόνες που καθορίζουν απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν τα προϊόντα που
κυκλοφορούν νομίμως σε άλλα κράτη μέλη. Η εφαρμογή των εν λόγω κανόνων σε
προϊόντα που κυκλοφορούν νομίμως σε άλλο κράτος μέλος ενδέχεται να αντίκειται
στα άρθρα 34 και 36 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης
(ΣΛΕΕ), ακόμη και αν οι κανόνες αυτοί ισχύουν αδιακρίτως για όλα τα προϊόντα.
Η αρχή της αμοιβαίας
αναγνώρισης, η οποία πηγάζει από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής
Ένωσης[3], διαδραματίζει
σημαντικό ρόλο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και επιτρέπει την ελεύθερη
κυκλοφορία των προϊόντων ελλείψει ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης.
Το παρόν έγγραφο καθοδήγησης
καθιστά σαφές ότι, σύμφωνα με τον κανονισμό περί αμοιβαίας αναγνώρισης, το
κράτος μέλος προορισμού ενός προϊόντος[4] πρέπει να
επιτρέπει τη διάθεση στην αγορά του ενός προϊόντος το οποίο κυκλοφορεί νομίμως
σε άλλο κράτος μέλος ή σε κράτος της ΕΖΕΣ που αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της
συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο («η συμφωνία ΕΟΧ»)[5], εκτός αν έχουν
εκπληρωθεί οι διαδικαστικές απαιτήσεις άρνησης της αμοιβαίας αναγνώρισης που
ορίζονται στον κανονισμό.
Μια πλήρης ανάλυση σχετικά
με τους λόγους τους οποίους θα μπορούσαν να επικαλεστούν τα κράτη μέλη για να
δικαιολογήσουν τη λήψη εθνικών μέτρων που εμποδίζουν το διασυνοριακό εμπόριο
(οι εξαιρέσεις παρατίθενται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ) παρέχεται στον οδηγό της Επιτροπής
για την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία
των εμπορευμάτων.[6]
Ο κανονισμός περί αμοιβαίας
αναγνώρισης, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ τον Μάιο του 2009, αποσκοπεί στην εφαρμογή
της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης. Ο εν λόγω κανονισμός, ο οποίος εφαρμόζεται
μόνο σε προϊόντα ή σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προϊόντων που δεν υπόκεινται
σε μέτρα εναρμόνισης σε επίπεδο ΕΕ, καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις
των αρμόδιων εθνικών αρχών, καθώς και των επιχειρήσεων που επιθυμούν να
πωλήσουν σε ένα κράτος μέλος προϊόντα τα οποία κυκλοφορούν νομίμως στην αγορά
άλλου κράτους μέλους, όταν οι αρχές σκοπεύουν να λάβουν περιοριστικά μέτρα για
αυτά τα προϊόντα βάσει εθνικών τεχνικών κανόνων. Ειδικότερα, ο κανονισμός περί
αμοιβαίας αναγνώρισης επικεντρώνεται στο βάρος της απόδειξης, καθορίζοντας τις
διαδικαστικές απαιτήσεις που πρέπει να τηρούνται σε περίπτωση άρνησης της
αμοιβαίας αναγνώρισης.
Ο κανονισμός περί αμοιβαίας
αναγνώρισης εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη, καθώς και στα κράτη της ΕΖΕΣ που
αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο
(ΕΟΧ). Αν και η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης εφαρμόζεται και στις σχέσεις
ΕΕ-Τουρκίας[7],
ο ίδιος ο κανονισμός περί αμοιβαίας αναγνώρισης δεν εφαρμόζεται.[8]
Ο κανονισμός περί αμοιβαίας
αναγνώρισης καθορίζει τους κανόνες και τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούν
οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους όταν λαμβάνουν ή προτίθενται να λάβουν
μια απόφαση, σύμφωνα με τους εθνικούς τεχνικούς κανόνες, η οποία ενδεχομένως
παρεμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία ενός προϊόντος που κυκλοφορεί νομίμως στην
αγορά άλλου κράτους μέλους και το οποίο υπάγεται στο άρθρο 34 ΣΛΕΕ.
Ο κανονισμός περί αμοιβαίας
αναγνώρισης δεν ορίζει την έννοια της «νόμιμης κυκλοφορίας προϊόντων» για τα
προϊόντα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του, δηλαδή δεν υπόκεινται σε
εναρμόνιση. Επιπλέον, δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την εν
λόγω έννοια.
Ωστόσο, οι έννοιες της «διαθεσιμότητας» και της
«διάθεσης στην αγορά» ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008[9]. Έτσι, ως
«διαθεσιμότητα στην αγορά» νοείται κάθε προσφορά προϊόντος για διανομή,
κατανάλωση ή χρήση στην ενωσιακή αγορά στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας,
είτε έναντι αντιτίμου είτε δωρεάν[10], ενώ ως
«διάθεση στην αγορά» η πρώτη φορά κατά την οποία ένα προϊόν καθίσταται
διαθέσιμο στην ενωσιακή αγορά[11].
Για τα προϊόντα που
υπόκεινται στον κανονισμό περί αμοιβαίας αναγνώρισης, η Επιτροπή θεωρεί,
συνεπώς, ότι η έννοια της «κυκλοφορίας προϊόντων» σημαίνει κάθε προσφορά
προϊόντος για διανομή, κατανάλωση ή χρήση σε άλλο κράτος μέλος ή σε κράτος της
ΕΖΕΣ που αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ΕΟΧ, στο πλαίσιο εμπορικής
δραστηριότητας, είτε έναντι αντιτίμου είτε δωρεάν.
Αντίστοιχα, η Επιτροπή
θεωρεί ότι η έννοια της «νόμιμης κυκλοφορίας προϊόντων» σημαίνει ότι η
προσφορά, όπως αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, πρέπει να λαμβάνει χώρα:
–
σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με την
ισχύουσα εθνική νομοθεσία, ή
–
σε κράτος της ΕΖΕΣ που αποτελεί
συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ΕΟΧ, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία.
–
Στην περίπτωση των προϊόντων που
προορίζονται για τους καταναλωτές (ή ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν από αυτούς),
τα προϊόντα που κυκλοφορούν στην αγορά της ΕΕ υπόκεινται στις απαιτήσεις και
στα κριτήρια ασφάλειας που ορίζονται από την οδηγία για τη γενική ασφάλεια των
προϊόντων.[12]
–
Όσον αφορά τα προϊόντα που εισάγονται
από τρίτες χώρες, αυτά πρέπει να κυκλοφορούν νομίμως στην αγορά ενός κράτους
μέλους ή ενός κράτους της ΕΖΕΣ που αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας
ΕΟΧ, ώστε να απολαμβάνουν αμοιβαίας αναγνώρισης.
Ένας οικονομικός φορέας εισάγει σε ένα
κράτος μέλος της ΕΕ ή σε ένα κράτος της ΕΖΕΣ που αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος
της συμφωνίας ΕΟΧ προϊόντα από μια τρίτη χώρα. Από τη στιγμή που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία[13],
τα προϊόντα αυτά θεωρούνται κοινοτικά εμπορεύματα. Από εκείνη τη στιγμή, τα προϊόντα αυτά να μπορούν να κυκλοφορούν
στην αγορά ενός άλλου κράτους μέλους της ΕΕ ή ενός κράτους της ΕΖΕΣ που
αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ΕΟΧ, σύμφωνα με τους όρους του
κανονισμού περί αμοιβαίας αναγνώρισης.
Μια βασική αρχή του δικαίου της
ΕΕ είναι ότι ένα προϊόν που υπόκειται στον κανονισμό περί αμοιβαίας αναγνώρισης
απολαμβάνει το θεμελιώδες δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων,
το οποίο εγγυάται η ΣΛΕΕ, εφόσον το κράτος μέλος προορισμού δεν έχει λάβει
αντίθετη αιτιολογημένη απόφαση, βασισμένη σε τεχνικούς κανόνες που τηρούν την
αρχή της αναλογικότητας.[14]
Το θεμελιώδες δικαίωμα της
ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων δεν είναι απόλυτο δικαίωμα: η αμοιβαία
αναγνώριση εξαρτάται από το δικαίωμα που μπορεί να ασκεί το κράτος μέλος
προορισμού όσον αφορά την αξιολόγηση της ανάγκης εφαρμογής ενός τεχνικού
κανόνα, όπως ορίζεται στον κανονισμό περί αμοιβαίας αναγνώρισης.
Επομένως, ο κανονισμός περί
αμοιβαίας αναγνώρισης δίνει στους οικονομικούς φορείς τη δυνατότητα να παρέχουν
πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όσον αφορά τη
νόμιμη κυκλοφορία του προϊόντος σε άλλο κράτος μέλος ή σε κράτος της ΕΖΕΣ που
αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ΕΟΧ.
Όταν η αρμόδια αρχή του
κράτους μέλους προορισμού απαιτεί την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ενός προϊόντος
που κυκλοφορεί νομίμως σε άλλο κράτος μέλος ή σε κράτος της ΕΖΕΣ που αποτελεί
συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ΕΟΧ με τους τεχνικούς κανόνες του ίδιου του
κράτους, αυτό πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού περί
αμοιβαίας αναγνώρισης. Στο άρθρο 4 του κανονισμού, γίνεται αναφορά στη συλλογή
πληροφοριών σχετικά με το προϊόν. Σύμφωνα με αυτό το άρθρο, η αρχή μπορεί να
ζητά από τον οικονομικό φορέα, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας,
σχετικές πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά του προϊόντος ή/και σχετικές και
άμεσα διαθέσιμες πληροφορίες για τη νόμιμη εμπορία του προϊόντος σε άλλο κράτος
μέλος.
Ο κανονισμός περί αμοιβαίας
αναγνώρισης δεν προσδιορίζει τα αποδεικτικά μέσα που μπορούν να χρησιμοποιήσουν
οι οικονομικοί φορείς για να αποδείξουν ότι ένα προϊόν έχει κυκλοφορήσει
νομίμως σε άλλο κράτος μέλος ή σε κράτος της ΕΖΕΣ που αποτελεί συμβαλλόμενο
μέρος της συμφωνίας ΕΟΧ. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η δημιουργία πρόσθετου
διοικητικού φόρτου και δεν επιβάλλεται κανένας περιορισμός ως προς τα
αποδεικτικά μέσα που μπορεί να παρουσιάσει ένας οικονομικός φορέας στις αρχές
του κράτους μέλους προορισμού ως μέρος των πληροφοριών που αναφέρονται στο
άρθρο 4 στοιχείο β).
Πρέπει επίσης να σημειωθεί
ότι τα κράτη μέλη ακολουθούν πολύ διαφορετικά συστήματα όσον αφορά τη διάθεση
των προϊόντων στην αγορά και τον έλεγχο αυτής της δραστηριότητας μέσω
μηχανισμών δράσης εκ των προτέρων (διαδικασίες προηγούμενης έγκρισης) ή εκ των
υστέρων (εποπτεία της αγοράς) στις περισσότερες περιπτώσεις, ένα προϊόν μπορεί
να κυκλοφορήσει νομίμως χωρίς να χρειάζεται προηγούμενη έγκριση.
Ως
εκ τούτου, οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο,
όπως τιμολόγιο προϊόντος, ετικέτα προϊόντος, κατάλογος με ένδειξη ημερομηνίας,
αρχεία σχετικά με πωλήσεις ή φορολογικά αρχεία, εγγραφές, άδειες, κοινοποιήσεις
από/προς τις αρχές, πιστοποιήσεις, αποσπάσματα δημόσιων μητρώων κ.λπ., θα πρέπει να θεωρείται κατάλληλο ως
απόδειξη της πραγματικής κυκλοφορίας του προϊόντος σε άλλο κράτος μέλος ή σε
κράτος της ΕΖΕΣ που αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ΕΟΧ.
Βάσει του άρθρου 4 στοιχείο
β) του κανονισμού περί αμοιβαίας αναγνώρισης, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους
προορισμού μπορεί να ζητήσει από τον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα σχετικές
πληροφορίες σχετικά με την προηγούμενη νόμιμη εμπορία του προϊόντος σε άλλο
κράτος μέλος ή σε κράτος της ΕΖΕΣ που αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας
ΕΟΧ.
Ειδικότερα:
–
Εάν ο οικονομικός φορέας διαθέτει αποδεικτικό
της συμμόρφωσης προς την εθνική νομοθεσία του άλλου κράτους μέλους ή του
κράτους της ΕΖΕΣ που αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ΕΟΧ στο οποίο
κυκλοφορεί πραγματικά το προϊόν (όπως γραπτή επιβεβαίωση από την αρμόδια αρχή
του κράτους μέλους προέλευσης[15]), η Επιτροπή
θεωρεί ότι θα ήταν χρήσιμο το αποδεικτικό αυτό να διαβιβάζεται στην αρμόδια
αρχή του κράτους μέλους προορισμού.
–
Θα ήταν επίσης χρήσιμο ο οικονομικός
φορέας να προσκομίζει τις παραπομπές στις νομοθετικές διατάξεις που ισχύουν στο
άλλο κράτος μέλος ή στο κράτος της ΕΖΕΣ που αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της
συμφωνίας ΕΟΧ. Εάν, ωστόσο, αυτό δεν είναι δυνατόν, η αρμόδια αρχή του κράτους
μέλους προορισμού θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να λάβει αυτές τις
πληροφορίες απευθείας από τις αρχές των εν λόγω κρατών μέσω του σημείου επαφής
για τα προϊόντα (βλ. ενότητα 7 παρακάτω).
Η αρμόδια αρχή του κράτους
μέλους προορισμού μπορεί να ζητήσει μετάφραση των εγγράφων που παρέχονται από
τον οικονομικό φορέα, εφόσον αυτή είναι απαραίτητη. Πάντως, θα ήταν υπερβολικό
να απαιτεί ένα κράτος μέλος μετάφραση επίσημη ή επικυρωμένη από προξενική ή
διοικητική αρχή, ή να επιβάλλει υπερβολικά σύντομη προθεσμία για την προσκόμιση
αυτής της μετάφρασης[16], εκτός εάν
συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι η αρμόδια αρχή
του κράτους μέλους προορισμού πρέπει να προσδιορίζει τα μέρη των εγγράφων για
τα οποία είναι απαραίτητη η μετάφραση. Η αρμόδια αρχή θα πρέπει επίσης να
αποφεύγει να ζητά μετάφραση όταν τα εν λόγω έγγραφα είναι διαθέσιμα σε άλλη
γλώσσα την οποία μπορεί να κατανοήσει.
Η Επιτροπή εκτιμά ότι η
υποβολή αιτήματος για πληροφορίες εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του κράτους
μέλους προορισμού (ή/και η εξέταση του προϊόντος από την αρμόδια αρχή) δεν
μπορεί να προκαλέσει την αναστολή της κυκλοφορίας ενός προϊόντος στο κράτος
μέλος προορισμού επ' αόριστον ή για μεγάλο χρονικό διάστημα, έως ότου ληφθεί
αιτιολογημένη απόφαση σχετικά με την εν λόγω κυκλοφορία από την αρμόδια αρχή[17], εκτός από την
περίπτωση θέσπισης μέτρων έκτακτης ανάγκης μετά από προειδοποίηση, σύμφωνα με
την οδηγία 2001/95/ΕΚ[18] ή τον
κανονισμό 178/2002.[19] Ως εκ τούτου,
όπως ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 του κανονισμού περί αμοιβαίας
αναγνώρισης:
«Εάν η αρμόδια αρχή δεν
κοινοποιήσει στον οικονομικό φορέα την αναφερόμενη στο άρθρο 2 παράγραφος 1
απόφαση εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος
άρθρου, το προϊόν θεωρείται ότι κυκλοφορεί νομίμως στο εν λόγω κράτος μέλος
όσον αφορά την εφαρμογή του τεχνικού κανόνα του που αναφέρεται στην παράγραφο 1
του παρόντος άρθρου.».
Πρωταρχικός σκοπός των
σημείων επαφής για τα προϊόντα (ΣΕΠ) είναι να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με
τους τεχνικούς κανόνες που ισχύουν για τα προϊόντα στους οικονομικούς φορείς
και τις αρμόδιες αρχές σε άλλα κράτη μέλη ή σε κράτη της ΕΖΕΣ που αποτελούν
συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας ΕΟΧ, καθώς και να παρέχουν τα στοιχεία επικοινωνίας
των εν λόγω αρχών. Με αυτόν τον τρόπο, ο κανονισμός περί αμοιβαίας αναγνώρισης
αποσκοπεί στην καταπολέμηση των δυσκολιών που παρεμποδίζουν τον διάλογο μεταξύ
των εθνικών διοικήσεων στον μη εναρμονισμένο τομέα. Με τη δημιουργία των ΣΕΠ,
απλοποιήθηκαν σημαντικά οι επαφές μεταξύ των εθνικών αρχών όσον αφορά τον μη
εναρμονισμένο τομέα προϊόντων εντός της ΕΕ.
Οι επαφές μεταξύ των εθνικών
διοικήσεων είναι συχνά αναγκαίες και για τη λήψη περισσότερων πληροφοριών
σχετικά με το προϊόν και τους τεχνικούς κανόνες που ισχύουν σε ένα άλλο κράτος
μέλος ή σε ένα κράτος της ΕΖΕΣ που αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας
ΕΟΧ, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον το προϊόν αυτό κυκλοφορεί νομίμως στο
εν λόγω κράτος. Έτσι, χάρη στις δραστηριότητες πληροφόρησης των ΣΕΠ, μειώνεται
ο φόρτος εργασίας τόσο για τους μεμονωμένους οικονομικούς φορείς όσο και για
τις εθνικές αρχές.
Ο κανονισμός περί αμοιβαίας
αναγνώρισης καθορίζει μια σειρά από καθήκοντα για τα ΣΕΠ όσον αφορά την παροχή
πληροφοριών κατόπιν αιτήματος των οικονομικών φορέων ή των αρμόδιων αρχών σε
άλλα κράτη μέλη ή σε κράτη της ΕΖΕΣ που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη της
συμφωνίας ΕΟΧ. Ειδικότερα, το άρθρο 10 παράγραφος 3 του κανονισμού ορίζει ότι:
«Ένα σημείο επαφής για τα
προϊόντα στο κράτος μέλος στο οποίο ο ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας έχει
νομίμως διαθέσει το συγκεκριμένο προϊόν στην αγορά μπορεί να παρέχει οιαδήποτε
σχετική πληροφορία ή παρατήρηση στον οικονομικό φορέα ή την αρμόδια αρχή όπως
αναφέρεται στο άρθρο 6.».
Κατ' αυτόν τον τρόπο, χωρίς
να επιβάλλει καμία υποχρέωση στα ΣΕΠ, ο κανονισμός περί αμοιβαίας αναγνώρισης
τους ανοίγει το δρόμο προκειμένου να βοηθήσουν τους οικονομικούς φορείς ή τις
αρχές ενός άλλου κράτους μέλους ή ενός κράτους της ΕΖΕΣ που αποτελεί
συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ΕΟΧ, παρέχοντάς τους σχετικές πληροφορίες, εάν
είναι διαθέσιμες, σε ό,τι αφορά τη νόμιμη κυκλοφορία ενός προϊόντος.
Περίπτωση 1: Διοικητική συνεργασία
Ένας
οικονομικός φορέας έχει διαθέσει ένα προϊόν στην αγορά ενός κράτους μέλους ή
ενός κράτους της ΕΖΕΣ που αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ΕΟΧ, στο
οποίο δεν υπάρχουν ειδικές υποχρεώσεις όσον αφορά την κυκλοφορία, και τώρα
προσπαθεί να το εισαγάγει και σε ένα άλλο κράτος μέλος. Λόγω της διαφαινόμενης
έλλειψης ασφάλειας του προϊόντος, οι αρχές της χώρας προορισμού θα ήθελαν να
εξακριβώσουν αν έχουν ακολουθηθεί νομικές διαδικασίες ή δραστηριότητες
εποπτείας της αγοράς στο κράτος όπου κυκλοφόρησε αρχικά το προϊόν.
Σε
αυτήν την περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους ή του κράτους της
ΕΖΕΣ που αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ΕΟΧ στο οποίο προσπαθεί να
εισαγάγει το προϊόν του ο οικονομικός φορέας θα πρέπει να έρθουν σε επαφή με το
ΣΕΠ του κράτους προέλευσης, είτε απευθείας είτε μέσω του δικού τους ΣΕΠ. Το
ΣΕΠ, με τη σειρά του, θα τους παρέχει τα στοιχεία επικοινωνίας των σχετικών
αρχών ή/και θα προωθήσει το αίτημα στις εν λόγω αρχές.
Η διοικητική συνεργασία δίνει στις
δημόσιες αρχές τη δυνατότητα να εντοπίζουν τους ομολόγους τους φορείς σε άλλα
κράτη μέλη, ούτως ώστε να μπορούν εύκολα να λαμβάνουν πληροφορίες και να
αναπτύσσουν διάλογο με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών.
Περίπτωση 2: Δυσανάλογες απαιτήσεις
Για
να αναγνωρίσουν ότι ορισμένα είδη προϊόντων «κυκλοφορούν νομίμως» σε άλλα κράτη
μέλη, οι αρχές του κράτους μέλους Α δέχονται μόνο επίσημες πιστοποιήσεις
οι οποίες έχουν εκδοθεί από τις διοικητικές αρχές του κράτους μέλους
προέλευσης. Δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη έγγραφα άλλου τύπου, καθώς θεωρούν ότι
είναι «εύκολα παραποιήσιμα».
Για
προϊόντα που κυκλοφορούν σε κράτη μέλη όπου υπάρχουν ανάλογες πιστοποιήσεις, η
απαίτηση αυτή δεν δημιουργεί κάποιο πρόβλημα, καθώς οι εν λόγω πιστοποιήσεις θα
επιβεβαιώσουν αμέσως ότι τα προϊόντα αυτά «κυκλοφορούν νομίμως» στα εν λόγω
κράτη. Αντίθετα, για προϊόντα που κυκλοφορούν σε κράτη μέλη τα οποία δεν εκδίδουν
παρόμοιες πιστοποιήσεις (επειδή, για παράδειγμα, βασίζονται αποκλειστικά σε
μηχανισμούς εποπτείας της αγοράς), η προϋπόθεση αυτή συνιστά ανυπέρβλητο
εμπόδιο.
Επομένως,
ένας τέτοιος όρος είναι δυσανάλογος
και αποτελεί μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος με ποσοτικούς περιορισμούς και, ως
εκ τούτου, συνιστά παράβαση του άρθρου 34 ΣΛΕΕ.
Περίπτωση 3: Διαδικασίες προηγούμενης έγκρισης
Ορισμένοι
οικονομικοί φορείς πιστεύουν ότι, εφόσον ένα προϊόν έχει ήδη κυκλοφορήσει
νομίμως σε ένα κράτος μέλος, δεν χρειάζεται έγκριση στο κράτος μέλος
προορισμού. Αυτό δεν ισχύει πάντοτε.
Πράγματι,
ενδέχεται να υπάρχουν σχετικές
διαδικασίες που εφαρμόζονται σε εθνικό επίπεδο στο κράτος μέλος προορισμού,
οι οποίες, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι συνιστούν περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας
των εμπορευμάτων, μπορούν να δικαιολογηθούν εφόσον εξυπηρετούν σκοπό δημόσιου
συμφέροντος ο οποίος αναγνωρίζεται από το δίκαιο της ΕΕ και εφόσον τηρούν την
αρχή της αναλογικότητας.
Ο κανονισμός περί αμοιβαίας
αναγνώρισης έχει καταρτιστεί έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της
αμοιβαίας αναγνώρισης εντός της εσωτερικής αγοράς, καθώς και στα κράτη της ΕΖΕΣ
που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας ΕΟΧ, ιδίως μέσω της έναρξης
διαδικασίας διαλόγου στις περιπτώσεις όπου παρεμποδίζεται η πρόσβαση στην
αγορά.
Στις συζητήσεις σχετικά με
την έννοια της «νόμιμης κυκλοφορίας», τα περισσότερα προβλήματα προκύπτουν είτε
από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι οικονομικοί φορείς κατά την έναρξη
αυτού του διαλόγου, κατά την προσπάθειά τους να βρουν επαρκή αποδεικτικά μέσα,
είτε αφού ο διάλογος έχει ήδη ξεκινήσει, εξαιτίας των πρόσθετων απαιτήσεων που
θέτουν οι αρχές αφού έχουν ήδη υποβληθεί κάποια έγγραφα. Σε ό,τι αφορά τα
επαρκή αποδεικτικά μέσα, το πρόβλημα εντοπίζεται ως επί το πλείστον στην
πληροφόρηση, καθώς οι οικονομικοί φορείς δεν έχουν πάντοτε επίγνωση του
γεγονότος ότι μπορούν να βασίζονται σε οποιοδήποτε σχεδόν έγγραφο που παράγεται
κατά τις συνήθεις εμπορικές τους δραστηριότητες σε ένα άλλο κράτος μέλος ή σε
ένα κράτος της ΕΖΕΣ που αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ΕΟΧ,
προκειμένου να αποδείξουν ότι τα προϊόντα τους έχουν κυκλοφορήσει νομίμως στο
εν λόγω κράτος.
Σε ό,τι αφορά τις πρόσθετες
απαιτήσεις, κατά την εξέταση και αξιολόγηση ενός προϊόντος, ιδίως ως προς το
θέμα της νόμιμης κυκλοφορίας του σε άλλο κράτος μέλος, οι αρχές θα πρέπει να
γνωρίζουν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού και την πάγια νομολογία του
Δικαστηρίου της ΕΕ, το κράτος μέλος ή το κράτος της ΕΖΕΣ που αποτελεί
συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ΕΟΧ πρέπει να αποδείξει ότι το μέτρο (ή η
απαίτηση) είναι αναγκαίο και, κατά περίπτωση, ότι η διάθεση του εν λόγω
προϊόντος στην αγορά δημιουργεί κίνδυνο, καθώς και ότι το μέτρο (ή η απαίτηση)
συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας. Εν κατακλείδι, το εν λόγω κράτος φέρει
το βάρος της απόδειξης ότι ο δεδηλωμένος στόχος του μέτρου ή της απαίτησης δεν
μπορεί να επιτευχθεί με άλλο μέσο το οποίο θα είχε λιγότερο περιοριστικό
αποτέλεσμα στο εμπόριο.
[1] Το παρόν έγγραφο δεν έχει νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα.
Ούτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ούτε όσοι ενεργούν εξ ονόματός της φέρουν ευθύνη για
τον τρόπο με τον οποίο ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν οι πληροφορίες που
περιέχονται στην παρούσα έκδοση ή για τα λάθη που μπορεί να υπάρχουν σε αυτήν,
παρά την προσεκτική προετοιμασία και τον ενδελεχή έλεγχό της. Την τελική ευθύνη
για την ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ έχει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
[2] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 764/2008 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τη θέσπιση
διαδικασιών σχετικά με την εφαρμογή ορισμένων εθνικών τεχνικών κανόνων στα
προϊόντα που κυκλοφορούν νομίμως στην αγορά άλλου κράτους μέλους και για την
κατάργηση της απόφασης αριθ. 3052/95/ΕΚ, (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 21 έως
29).
[3] Η αρχή αυτή προέρχεται από την απόφαση «Cassis de
Dijon» της 20ης Φεβρουαρίου 1979 (Rewe-Zentral
AG κατά Bundesmonopolverwaltung für Branntwein), Υπόθεση 120/78, Συλλογή
της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1979, σ. 649. Από το 1980, η Επιτροπή διατύπωσε
ορισμένους προσανατολισμούς όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας
αναγνώρισης που απορρέει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως στην
ανακοίνωση της Επιτροπής για τις συνέπειες που έχει στην απόφαση που εξέδωσε το
Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 20 Φεβρουαρίου 1979, για την υπόθεση
120/78 (Cassis de Dijon) (ΕΕ C 256 της 3.10.1980).
[4] Για τους σκοπούς του παρόντος εγγράφου καθοδήγησης, ως
προϊόν ορίζεται ένα κινητό αγαθό που μπορεί, αφ' εαυτού, να αποτελέσει
αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών: Απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Οκτωβρίου
1999, Peter Jägerskiöld κατά Torolf
Gustafsson, Υπόθεση C-97/98, Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999,
σ. I-7319. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, αντικείμενα διακινούμενα
πέραν των συνόρων με σκοπό την πραγματοποίηση εμπορικής συναλλαγής υπόκεινται
στο άρθρο 34 ΣΛΕΕ, ανεξάρτητα από τη φύση της συναλλαγής αυτής: βλέπε
συγκεκριμένα την αιτιολογική σκέψη 20 της απόφασης του Δικαστηρίου της 28ης
Μαρτίου 1995, The Queen κατά Secretary of
State for Home Department, ex parte: Evans Medical Ltd και Macfarlan Smith Ltd,
Υπόθεση C-324/93, Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1995, σ. I-563.
[5] Κατά το χρόνο σύνταξης του παρόντος εγγράφου, τα κράτη
της ΕΖΕΣ που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό
Οικονομικό Χώρο είναι η Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και η Νορβηγία. Ως εκ τούτου,
ο Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος (ΕΟΧ) περιλαμβάνει τα κράτη μέλη της ΕΕ συν τις
τρεις αυτές χώρες. Ο κανονισμός περί αμοιβαίας αναγνώρισης ενσωματώθηκε στη
συμφωνία ΕΟΧ με την απόφαση της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ αριθ. 126/2012, της
13ης Ιουλίου 2012, για τροποποίηση του παραρτήματος II (Τεχνικοί κανόνες,
πρότυπα, δοκιμές και πιστοποίηση) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (ΕΕ L 309 της
8.11.2012, σ. 4 έως 5). Ισχύουν ορισμένες ειδικές προσαρμογές: ο κανονισμός ισχύει
μόνο για προϊόντα που υπάγονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 της συμφωνίας και δεν
ισχύει για το Λιχτενστάιν σε ό,τι αφορά προϊόντα που υπάγονται στο παράρτημα Ι,
στα κεφάλαια ΧΙΙ και ΧΧVII του παραρτήματος ΙΙ και στο πρωτόκολλο 47 της
συμφωνίας, στις περιπτώσεις όπου η εφαρμογή της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής
Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τις συναλλαγές γεωργικών
προϊόντων επεκτείνεται στο Λιχτενστάιν. Ωστόσο, η απόφαση τέθηκε σε ισχύ μόλις
την 1.4.2013, λόγω καθυστερήσεων ως προς την κοινοποίηση της «εκπλήρωσης των
συνταγματικών απαιτήσεων» από τη Νορβηγία και την Ισλανδία. Ως εκ τούτου, κάθε
αναφορά του παρόντος εγγράφου καθοδήγησης σε «κράτη μέλη» θα πρέπει να νοείται
ότι καλύπτει και τις τρεις αυτές χώρες.
[6] Έγγραφο διαθέσιμο στην
ηλεκτρονική διεύθυνση: http://ec.europa.eu/enterprise/policies/single-market-goods/files/goods/docs/art34-36/new_guide_en.pdf.
Το άρθρο 36 ΣΛΕΕ εξετάζεται από τη σ. 28 και μετά.
[7] Η υποχρέωση εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας
αναγνώρισης σε προϊόντα που κατασκευάζονται ή/και κυκλοφορούν νομίμως στην
Τουρκία βασίζεται στα άρθρα 5 έως 7 της απόφασης 1/95 του συμβουλίου σύνδεσης
ΕΚ-Τουρκίας, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την εφαρμογή της οριστικής φάσης της
τελωνειακής ένωσης (ΕΕ L 35 της 13ης Φεβρουαρίου 1996), τα οποία προβλέπουν την
κατάργηση των μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος με ποσοτικούς περιορισμούς μεταξύ
της ΕΕ και της Τουρκίας. Σύμφωνα με το άρθρο 66 της απόφασης 1/95, η ερμηνεία
των άρθρων 5 έως 7 πρέπει, για τους σκοπούς της εκτέλεσης και την εφαρμογή τους
έναντι των προϊόντων που καλύπτονται από την τελωνειακή ένωση, να γίνεται
σύμφωνα με τη συναφή νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς,
οι αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου για θέματα που αφορούν
τα άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ, και ιδίως η υπόθεση «Cassis de Dijon», ισχύουν και για
την Τουρκία.
[8] Βλ. παραπάνω. Ωστόσο, η Τουρκία έχει θεσπίσει ένα
εθνικό κανονισμό σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση στον μη εναρμονισμένο
τομέα, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2013.
[9] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό
των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των
προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93,
ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30 έως 47).
[10] Άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008.
[11] Άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008.
[12] Οδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 2001, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων, ΕΕ L
11 της 15.1.2002, σ. 4 έως 17.
[13] Το άρθρο 79 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του
Συμβουλίου περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα ορίζει ότι «Η θέση σε
ελεύθερη κυκλοφορία προσδίδει τελωνειακό χαρακτήρα κοινοτικού εμπορεύματος σε
κάθε μη κοινοτικό εμπόρευμα. Η πράξη αυτή συνεπάγεται την εφαρμογή μέτρων
εμπορικής πολιτικής, τη διεκπεραίωση των λοιπών διατυπώσεων που προβλέπονται
για την εισαγωγή εμπορεύματος, καθώς και την επιβολή των νομίμως οφειλόμενων
δασμών.».
[14] Η οδηγία για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων επιτρέπει
στα κράτη μέλη να λαμβάνουν επείγοντα περιοριστικά μέτρα για τα προϊόντα που
είναι επικίνδυνα ή που μπορούν να είναι επικίνδυνα, σύμφωνα με τα άρθρα 8, 11 ή
12 και 18 της οδηγίας.
[15] Το αποδεικτικό από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους
στο οποίο παράγεται ή/και κυκλοφορεί νόμιμα το προϊόν ΕΟΧ αποτελεί μια μόνο από
πολλές δυνατότητες: δεν μπορεί να απαιτείται υποχρεωτικά από την αρμόδια αρχή
του κράτους μέλους προορισμού. Βλ. την αιτιολογική σκέψη 63 της απόφασης του
Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2003 (ATRAL
κατά Βελγικού Δημοσίου, υπόθεση C-14/02) όπου το δικαστήριο διευκρίνισε ότι
το να τεθεί ως προϋπόθεση η πιστοποίηση της συμφωνίας των προϊόντων ΕΟΧ προς
κανόνες ή τεχνικές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν επίπεδο προστασίας ισοδύναμο προς
εκείνο που επιβάλλεται στο κράτος μέλος προορισμού αντιβαίνει προς το άρθρο 34
ΣΛΕΕ.
[16] Βλέπε, σχετικά, την απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης
Ιουνίου 1987, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, Υπόθεση 154/85, Συλλογή της
Νομολογίας του Δικαστηρίου 1987, σ. 2717.
[17] Στην εξαιρετική περίπτωση που ισχύει διαδικασία
προηγούμενης έγκρισης, η κυκλοφορία του προϊόντος δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί
παρά μόνο μετά τη χορήγηση της έγκρισης. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως
εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού περί αμοιβαίας αναγνώρισης,
«Η απαίτηση προηγούμενης έγκρισης για να τεθεί ένα προϊόν στην αγορά δεν θα
πρέπει, αφ’ εαυτής, να συνιστά τεχνικό κανόνα και, επομένως, η απόφαση
εξαίρεσης ή απόσυρσης ενός προϊόντος από την αγορά επειδή δεν διαθέτει έγκυρη
προηγούμενη έγκριση δεν θα πρέπει να συνιστά απόφαση στην οποία εφαρμόζεται ο
παρών κανονισμός.».
[18] Βλ. υποσημείωση 13.
[19] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό
των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση
της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό
διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων
ΝΕΑ Βιβλία για
Ε Ξ Ε Τ Α Σ Ε Ι Σ
Πιστοποιημένων Εκτελωνιστών
Σύμφωνα με τον Ενωσιακό Τελωνειακό Κώδικα
Ενδιαφέρουσες Ιστοσελίδες
https://sxoli-ekteloniston.blogspot .com
https://ektelonistivivlia.blogspot.com
https://gnomesmetaforas.blogspot
.com
https://logotexnia-ekteloniston.blogspot
.com
www.bookstars.gr
Στο δεύτερο blog βιβλία και
της Διαμεταφοράς
|
Κάντε κλικ στην ετικέτα να δείτε τα βιβλία μας
|
Ρωτήστε μας Τελωνειακά θέματα στο:
Να σας απαντήσουμε
|
Εκτύπωση
πολυσέλιδων Νόμων, Κανονισμών κλπ
Ιστοσελίδα
= PrePrint.gr
Με μικρό
κόστος
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου