Απόσβεση και γέννηση της τελωνειακής οφειλής σύμφωνα με τον Κοινοτικό Τελωνειακό Κώδικα (Μάθημα 3), 14 Νοεμβρίου 2015
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο
τμήμα)
της 2ας Απριλίου 2009 (*)
«Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας –
Άρθρα 202 και 233, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δ΄ – Γένεση της τελωνειακής οφειλής –
Παράτυπη εισαγωγή εμπορευμάτων – Κατάσχεση και δήμευση – Απόσβεση της
τελωνειακής οφειλής – Χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να πραγματοποιηθεί η
κατάσχεση»
Στην υπόθεση C‑459/07,
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως
προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Unabhängiger
Finanzsenat, Außenstelle Graz (Αυστρία), με απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2007,
η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Οκτωβρίου 2007, στο πλαίσιο της δίκης
Veli Elshani
κατά
Hauptzollamt Linz,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Rosas,
πρόεδρο τμήματος, J. Klučka, U. Lõhmus (εισηγητή), P. Lindh και A. Arabadjiev,
δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi
γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος
διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία
και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Σεπτεμβρίου 2008,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις
που υπέβαλαν:
– η
Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,
– η
Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Weis Fogh,
– η
Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Dowgielewicz,
– η
Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Heliskoski,
– η
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον S. Schønberg
και την M. Šimerdová, επικουρούμενους από τον M. Núñez-Müller, Rechtsanwalt,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα
που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Νοεμβρίου 2008,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η
αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 202 και
233, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δ΄, του κανονισμού (EΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου,
της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L
302, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EΚ) 2700/2000 του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2000 (ΕΕ L 311,
σ. 17, στο εξής: τελωνειακός κώδικας).
2 Η
αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του V. Elshani και
του Hauptzollamt Linz (κεντρικό τελωνείο του Linz, στο εξής: Hauptzollamt),
σχετικά με τη γένεση και την απόσβεση τελωνειακής οφειλής.
Το νομικό πλαίσιο
3 Το
άρθρο 4 του τελωνειακού κώδικα προβλέπει:
«Κατά την έννοια του παρόντος
κώδικα, νοούνται ως:
[...]
19) Προσκόμιση
εμπορευμάτων στο τελωνείο: η ενημέρωση των τελωνειακών αρχών σύμφωνα με τις
διαδικασίες που προβλέπονται για την προσκόμιση των εμπορευμάτων στο τελωνείο ή
σε οποιοδήποτε άλλο μέρος έχει καθοριστεί ή εγκριθεί από τις τελωνειακές αρχές.
[...]»
4 Κατά
το άρθρο 38 του τελωνειακού κώδικα:
«1. Τα
εμπορεύματα που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας πρέπει να
προσκομίζονται χωρίς καθυστέρηση από το πρόσωπο που πραγματοποίησε την είσοδο
αυτή, χρησιμοποιώντας κατά περίπτωση, την οδό που καθορίζει η τελωνειακή αρχή
και σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από την αρχή αυτή:
α) είτε
στο τελωνείο που καθορίζει η τελωνειακή αρχή ή σε οποιοδήποτε άλλο χώρο που
καθορίζει ή εγκρίνει η αρχή αυτή·
[…]
2. Κάθε
πρόσωπο που αναλαμβάνει τη μεταφορά των εμπορευμάτων από τη στιγμή που τα
τελευταία έχουν εισέλθει στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, ιδίως μετά από
μεταφόρτωση, καθίσταται υπεύθυνο για την εκτέλεση των υποχρεώσεων που
αναφέρονται στην παράγραφο 1.
[…]»
5 Το
άρθρο 40 του τελωνειακού κώδικα ορίζει:
«Τα εμπορεύματα που, κατ’ εφαρμογή
του άρθρου 38, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, φθάνουν στο τελωνείο ή σε οποιοδήποτε
άλλο χώρο που καθορίζεται ή εγκρίνεται από την τελωνειακή αρχή πρέπει να
προσκομίζονται στο τελωνείο από το πρόσωπο που εισήγαγε τα εμπορεύματα στο
τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας ή, κατά περίπτωση, από το πρόσωπο που
αναλαμβάνει τη μεταφορά των εμπορευμάτων μετά την είσοδο αυτή.»
6 Το
άρθρο 202 του τελωνειακού κώδικα έχει ως εξής:
«1. Τελωνειακή
οφειλή κατά την εισαγωγή γεννάται:
α) από
την παράτυπη εισαγωγή στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, εμπορεύματος
υποκείμενου σε εισαγωγικούς δασμούς
[…]
Κατά την έννοια του παρόντος άρθρου,
θεωρείται ως “παράτυπη εισαγωγή” κάθε εισαγωγή κατά παράβαση των διατάξεων των
άρθρων 38 έως 41 και του άρθρου 177, δεύτερη περίπτωση.
2. Η
τελωνειακή οφειλή γεννάται τη στιγμή της παράτυπης εισαγωγής.
3. Οφειλέτες
είναι:
– το
πρόσωπο που ενήργησε την παράτυπη εισαγωγή,
– [...]».
7 Το
άρθρο 203 του τελωνειακού κώδικα προβλέπει:
«1. Τελωνειακή
οφειλή κατά την εισαγωγή γεννάται:
– από
την [απομάκρυνση] υποκείμενου σε εισαγωγικούς δασμούς εμπορεύματος από την
τελωνειακή επιτήρηση.
2. Η
τελωνειακή οφειλή γεννάται τη στιγμή κατά την οποία το εμπόρευμα
[απομακρύνεται] από την τελωνειακή επιτήρηση.
[…]»
8 Κατά
το άρθρο 233 του τελωνειακού κώδικα:
«Με την επιφύλαξη των διατάξεων που
ισχύουν σχετικά με την παραγραφή της τελωνειακής οφειλής καθώς και σχετικά με
την μη ανάκτηση του ποσού της τελωνειακής οφειλής σε περίπτωση δικαστικά
διαπιστωμένης αφερεγγυότητας του οφειλέτη, η απόσβεση της τελωνειακής οφειλής
επέρχεται:
α) με
την καταβολή του ποσού των δασμών,
β) με
τη διαγραφή του ποσού των δασμών,
γ) προκειμένου
για εμπορεύματα που έχουν διασαφηνηθεί για τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την
υποχρέωση καταβολής δασμών:
– όταν
η τελωνειακή διασάφηση ακυρωθεί,
– όταν
τα εμπορεύματα, πριν δοθεί άδεια παραλαβής, κατασχεθούν και συγχρόνως ή στη
συνέχεια δημευθούν, είτε καταστραφούν με εντολή των τελωνειακών αρχών, είτε
καταστραφούν ή εγκαταλειφθούν σύμφωνα με το άρθρο 182, είτε καταστραφούν ή
χαθούν ανεπανόρθωτα από λόγο οφειλόμενο στην ίδια τη φύση των εμπορευμάτων ή
λόγω τυχαίου γεγονότος ή ανωτέρας βίας,
δ) εφόσον
τα εμπορεύματα για τα οποία γεννάται τελωνειακή οφειλή σύμφωνα με το άρθρο 202
κατασχεθούν κατά την παράτυπη εισαγωγή τους και συγχρόνως ή στη συνέχεια
δημευθούν.
Σε περίπτωση κατάσχεσης και
δήμευσης, η τελωνειακή οφειλή, λογίζεται πάντως, για την εφαρμογή της
εφαρμοστέας στις τελωνειακές παραβάσεις ποινικής νομοθεσίας, ως μη αποσβεσθείσα
όταν η ποινική νομοθεσία ενός κράτους μέλους προβλέπει ότι οι τελωνειακοί
δασμοί χρησιμεύουν ως βάση για τον καθορισμό κυρώσεων ή ότι η ύπαρξη
τελωνειακής οφειλής χρησιμεύει ως βάση για την ποινική δίωξη.»
9 Όσον
αφορά την είσοδο εμπορευμάτων στην Κοινότητα, το άρθρο 163 του κανονισμού (EΟΚ)
2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων
διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 (ΕΕ L 253, σ. 1), όπως
τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EΚ) 2787/2000 της Επιτροπής, της 15ης
Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ L 330, σ. 1), ορίζει:
«1. Για
την εφαρμογή του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄ και του άρθρου 33,
στοιχείο α΄, του [τελωνειακού] κώδικα, ως τόπος εισόδου στο τελωνειακό έδαφος
της Κοινότητας νοείται:
[...]
γ) για
τα εμπορεύματα που μεταφέρονται σιδηροδρομικώς, δι’ εσωτερικής πλωτής οδού ή
οδικώς, ο τόπος του πρώτου τελωνείου·
[...]».
Η διαφορά της κύριας δίκης
και τα προδικαστικά ερωτήματα
10 Από
την υποβληθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία προκύπτει ότι η αστυνομία του Land
Oberösterreich προέβη σε παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων στην περιφέρεια
του Eferding, όσον αφορά λαθραία διακίνηση τσιγάρων. Οι υποψίες επικεντρώθηκαν
στον V. Elshani και τον αδελφό του, οι οποίοι θεωρήθηκαν ύποπτοι για λαθραία
εισαγωγή τσιγάρων από το Κόσοβο στην Αυστρία με δύο τουριστικά λεωφορεία.
11 Κατόπιν
της παρακολουθήσεως των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, ο V. Elshani εντοπίστηκε
πλησίον της πόλεως Wels (Αυστρία) σε ένα από τα λεωφορεία αυτά, στον κεντρικό
διάδρομο του οποίου είχε κρύψει 150 κούτες τσιγάρων. Το λεωφορείο δεν είχε
φθάσει ακόμη στον προορισμό του, το Eferding. Τα τσιγάρα κατασχέθηκαν από τις
αυστριακές τελωνειακές αρχές και, εν συνεχεία, δημεύθηκαν και καταστράφηκαν υπό
επίσημο έλεγχο.
12 Ο
προσφεύγων της κύριας δίκης ευθύνεται για τη γεννηθείσα κατά την περίοδο μεταξύ
19 και 21 Μαΐου 2001 τελωνειακή οφειλή. Η ακριβής ημερομηνία πρέπει να
καθοριστεί σε συνάρτηση με το χρονικό σημείο κατά το οποίο οι κούτες αυτές,
κατά τη διαδρομή από το Κόσοβο, μέσω Αλβανίας, προς το Πρίντεζι (Ιταλία) και
κατόπιν προς την Αυστρία, εισήχθησαν παρατύπως στο τελωνειακό έδαφος της
Κοινότητας.
13 Με
απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2002, το Hauptzollamt ζήτησε από τον προσφεύγοντα
της κύριας δίκης την καταβολή εισαγωγικών δασμών για τις εν λόγω κούτες
τσιγάρων, ύψους 961,46 ευρώ.
14 Ο
προσφεύγων της κύριας δίκης υπέβαλε κατά της ανωτέρω αποφάσεως την από 13
Δεκεμβρίου 2002 διοικητική ένσταση. Με απόφαση της 7ης Ιουλίου 2003, το
Hauptzollamt απέρριψε την ένσταση αυτή ως αβάσιμη.
15 Το
Unabhängiger Finanzsenat, Außenstelle Graz (ανεξάρτητο φορολογικό δικαστήριο,
παράρτημα του Graz), επιληφθέν της προσφυγής που άσκησε ο V. Elshani κατά της
αποφάσεως που εκδόθηκε επί της διοικητικής ενστάσεως, αποφάσισε να αναστείλει
τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά
ερωτήματα:
«1) Έχοντας
υπόψη ότι, όσον αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 233, πρώτο εδάφιο,
στοιχείο δ΄, του […] τελωνειακού κώδικα [...], δεν λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος
γενέσεως της τελωνειακής οφειλής, αλλά η περίοδος μετά τη γένεση της
τελωνειακής οφειλής, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή προϋποθέτει “γεννηθείσα” κατά
το άρθρο 202 του τελωνειακού κώδικα τελωνειακή οφειλή, πρέπει η φράση “κατά την
παράτυπη εισαγωγή τους”, του άρθρου 233, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δ΄, του
τελωνειακού κώδικα να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι:
– η
εισαγωγή στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας εμπορεύματος για το οποίο έχει
γεννηθεί τελωνειακή οφειλή κατά το άρθρο 202 του τελωνειακού κώδικα
ολοκληρώνεται με την προσκόμιση του προϊόντος στο συνοριακό τελωνείο ή σε άλλο
σημείο που έχουν καθορίσει οι τελωνειακές αρχές, το βραδύτερο, πάντως, με την
απομάκρυνσή του από το συνοριακό τελωνείο ή από το άλλο σημείο που έχει
ορισθεί, δεδομένου ότι το εμπόρευμα έχει πλέον εισέλθει στο τελωνειακό έδαφος,
ώστε κατάσχεση ή δήμευση αυτού, μετά το χρονικό αυτό σημείο, να μην συνεπάγεται
την απόσβεση της τελωνειακής οφειλής,
ή μήπως έχει την έννοια ότι:
– η
εισαγωγή στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας εμπορεύματος για το οποίο έχει
γεννηθεί τελωνειακή οφειλή κατά το άρθρο 202 του τελωνειακού κώδικα διαρκεί,
από οικονομικής απόψεως, όσο διαρκεί η μεταφορά του εμπορεύματος ως ενιαία
διαδικασία της εισαγωγής του εμπορεύματος στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας,
εφόσον το εμπόρευμα δεν έχει ακόμα αφιχθεί και αποτεθεί στον πρώτο τόπο
προορισμού του, ώστε κατάσχεση ή δήμευση του εμπορεύματος μέχρι το χρονικό αυτό
σημείο να συνεπάγεται απόσβεση της τελωνειακής οφειλής;
2) Έχοντας
υπόψη ότι σε περίπτωση παράτυπης ενέργειας, κατά την έννοια του άρθρου 202 του
τελωνειακού κώδικα, η οποία αποκαλύφθηκε κατά την εισαγωγή, αποσβέννυται η
τελωνειακή οφειλή, ενώ, αντιθέτως, η κατάσχεση του εμπορεύματος ευθύς μετά την
απομάκρυνσή του από την τελωνειακή επιτήρηση, ως παράτυπη ενέργεια κατά την
έννοια του άρθρου 203 του τελωνειακού κώδικα, δεν συνεπάγεται την άμεση
απόσβεση της τελωνειακής οφειλής, μπορεί το άρθρο 233, πρώτο εδάφιο, του
τελωνειακού κώδικα να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μολονότι προβλέπει απόσβεση
της τελωνειακής οφειλής μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες γεννάται τελωνειακή
οφειλή σύμφωνα με το άρθρο 202 του τελωνειακού κώδικα εντούτοις ανταποκρίνεται
στην επιταγή της ίσης μεταχειρίσεως παράνομων πράξεων;»
Επί των προδικαστικών
ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
16 Με
το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 202 και
233, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δ΄, του τελωνειακού κώδικα πρέπει να ερμηνευθούν
υπό την έννοια ότι η κατάσχεση εμπορευμάτων, τα οποία εισήχθησαν παρατύπως στο
τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, επιφέρει την απόσβεση της τελωνειακής οφειλής
μόνον όταν πραγματοποιείται πριν την απομάκρυνση των εμπορευμάτων από το
τελωνείο ή αν επιφέρει επίσης την απόσβεση όταν πραγματοποιείται μεταγενέστερα,
ήτοι κατά τη διάρκεια της μεταφοράς των εμπορευμάτων, αλλά πριν αφιχθούν στον
πρώτο τόπο προορισμού.
17 Η
Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με τη φράση «κατά την παράτυπη εισαγωγή
τους» του άρθρου 233, πρώτη παράγραφος, στοιχείο δ΄, του τελωνειακού κώδικα
δηλώνεται αυτοτελής έννοια, αναφερόμενη σε χρονικό διάστημα μη ταυτιζόμενο με
τον συγκεκριμένο χρόνο εισόδου των εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος, ο οποίος
συναρτάται με την καθεαυτή διέλευση των συνόρων.
18 Κατά
την Αυστριακή και τη Φινλανδική Κυβέρνηση, η εισαγωγή εμπορεύματος για το οποίο
έχει γεννηθεί τελωνειακή οφειλή κατά το άρθρο 202 του τελωνειακού κώδικα
διαρκεί, από οικονομικής απόψεως, όσο διαρκεί η μεταφορά του εμπορεύματος,
νοούμενη ως ενιαία διαδικασία, μέχρι το εμπόρευμα να αφιχθεί στον πρώτο τόπο
προορισμού του, ώστε η κατάσχεση ή η δήμευση του εμπορεύματος μέχρι το χρονικό
αυτό σημείο να συνεπάγεται απόσβεση της τελωνειακής οφειλής. Η ερμηνεία αυτή
είναι σύμφωνη προς την οικονομική λειτουργία και τον σκοπό των τελωνειακών
δασμών, που συνεπάγονται ότι η τελωνειακή οφειλή αποσβέννυται, εφόσον τα
εμπορεύματα, τα οποία εισήχθησαν παρατύπως, κατασχεθούν και δημευθούν πριν
καταστούν αντικείμενο οικονομικών συναλλαγών.
19 Συναφώς,
πρέπει να υπομνησθεί ότι η είσοδος εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της
Κοινότητας, όπως αυτή ρυθμίζεται ειδικότερα από τις διατάξεις των άρθρων 37 έως
57 του τελωνειακού κώδικα, που έχουν εφαρμογή επί των εισερχομένων στο
τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας εμπορευμάτων μέχρι αυτά να λάβουν τελωνειακό
προορισμό, ολοκληρώνεται, σε περίπτωση εισόδου διά της χερσαίας οδού, με την
απλή διέλευση των εμπορευμάτων από τα σύνορα και ότι η έννοια αυτή δεν
συμπίπτει με την έννοια «παράτυπη εισαγωγή» του άρθρου 202 του εν λόγω κώδικα.
20 Συγκεκριμένα,
από το άρθρο 202, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα προκύπτει ότι ως
«παράτυπη εισαγωγή», κατά την έννοια του άρθρου αυτού, θεωρείται κάθε εισαγωγή
κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 38 έως 41 του κώδικα.
21 Το
Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι παράτυπη εισαγωγή συνιστά η εισαγωγή εμπορευμάτων
για την οποία δεν τηρούνται τα επόμενα στάδια που προβλέπει ο τελωνειακός
κώδικας. Πρώτον, δυνάμει του άρθρου 38, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα, τα
εμπορεύματα που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας πρέπει να
προσκομίζονται χωρίς καθυστέρηση είτε στο τελωνείο που έχει καθορισθεί, είτε σε
ελεύθερη ζώνη. Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 40 του εν λόγω κώδικα, τα
εμπορεύματα που φθάνουν στο τελωνείο πρέπει να προσκομισθούν σε αυτό. Σύμφωνα
με το άρθρο 4, σημείο 19, του αυτού κώδικα, η προσκόμιση εμπορευμάτων στο
τελωνείο ορίζεται ως ενημέρωση των τελωνειακών αρχών, σύμφωνα με τις
προβλεπόμενες διαδικασίες, περί της αφίξεως των εμπορευμάτων στο εν λόγω
τελωνείο ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος έχει καθοριστεί ή εγκριθεί (απόφαση της
3ης Μαρτίου 2005, C-195/03, Papismedov κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I-1667, σκέψη
26).
22 Από
το γράμμα των άρθρων 38 έως 41 του τελωνειακού κώδικα προκύπτει ότι,
προκειμένου να θεωρηθεί ότι ένα εμπόρευμα εισήχθη νομοτύπως στο τελωνειακό
έδαφος της Κοινότητας, πρέπει, από της αφίξεώς του, να μεταφερθεί σε τελωνείο ή
σε ελεύθερη ζώνη και να προσκομισθεί στο τελωνείο. Η τελευταία αυτή υποχρέωση,
η οποία βαρύνει το πρόσωπο που πραγματοποίησε την εισαγωγή ή εκείνο που
αναλαμβάνει τη μεταφορά, έχει σκοπό να διασφαλισθεί ότι οι τελωνειακές αρχές
έλαβαν γνώση όχι μόνον του γεγονότος ότι αφίχθησαν τα εμπορεύματα, αλλά και
όλων των ασκούντων επιρροή στοιχείων που αφορούν το είδος του εμπορεύματος ή
προϊόντος, περί του οποίου πρόκειται, καθώς και την ποσότητα των εμπορευμάτων
αυτών. Ειδικότερα, με τις πληροφορίες αυτές θα καταστεί δυνατή η ορθή
εξακρίβωση των οικείων εμπορευμάτων, ενόψει της δασμολογικής τους κατατάξεως
και, ενδεχομένως, του υπολογισμού των εισαγωγικών δασμών (απόφαση Papismedov
κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 27).
23 Συναφώς,
το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι από το γράμμα και την οικονομία των άρθρων 4,
σημείο 19, 38, παράγραφος 1, και 40 του τελωνειακού κώδικα προκύπτει σαφώς ότι
όλα τα εμπορεύματα που εισάγονται στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας πρέπει
να προσκομίζονται στο τελωνείο. Το γεγονός ότι ορισμένα εμπορεύματα είναι
κρυμμένα σε χώρους αποκρύψεως του οχήματος εντός του οποίου μεταφέρονται δεν
συνεπάγεται την εξαίρεσή τους από την υποχρέωση αυτή (απόφαση της 4ης Μαρτίου
2004, C-238/02 και C-246/02, Viluckas και Jonusas, Συλλογή 2004, σ. I-2141,
σκέψη 22).
24 Πρέπει
να προστεθεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 163, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄,
του κανονισμού 2454/93, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2787/2000, για τον
καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εισαγόμενων εμπορευμάτων ως «τόπος
εισόδου στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας» νοείται, για τα εμπορεύματα που
μεταφέρονται σιδηροδρομικώς, ο τόπος του πρώτου τελωνείου.
25 Επομένως,
όπως ορθά υποστηρίζει η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η παράτυπη εισαγωγή
εμπορευμάτων συντελείται με τη διέλευση των εμπορευμάτων από το πρώτο τελωνείο
εισόδου στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, χωρίς να προσκομισθούν σε αυτό.
26 Κατά
συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι «εισήχθησαν παρατύπως» στο τελωνειακό
έδαφος της Κοινότητας, κατά την έννοια του άρθρου 202 του τελωνειακού κώδικα,
τα εμπορεύματα τα οποία, αφού διήλθαν τα εξωτερικά χερσαία σύνορα της
Κοινότητας, ευρίσκονται εντός του κοινοτικού τελωνειακού εδάφους πέραν του
πρώτου τελωνείου, χωρίς να έχουν μεταφερθεί και προσκομισθεί σε αυτό, με
συνέπεια οι τελωνειακές αρχές να μην έχουν ενημερωθεί, εκ μέρους των προσώπων
που υπέχουν τη σχετική υποχρέωση, για την είσοδο των εν λόγω εμπορευμάτων.
27 Επιπλέον,
από το γράμμα του άρθρου 202, παράγραφοι 2 και 3, του τελωνειακού κώδικα
προκύπτει ότι η εισαγωγή εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, υπό
τους όρους που περιγράφονται στην προηγούμενη σκέψη, γεννά τελωνειακή οφειλή σε
βάρος, μεταξύ άλλων, του προσώπου που ενήργησε την εισαγωγή αυτή, τη στιγμή
ακριβώς της παράτυπης εισαγωγής, ήτοι τη στιγμή κατά την οποία διαπιστώνεται
ότι οι διατυπώσεις που προβλέπονται, ειδικότερα, στα άρθρα 38 έως 41 του εν
λόγω κώδικα δεν τηρήθηκαν. Επομένως, η παράτυπη εισαγωγή και η γένεση της
οφειλής λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα.
28 Καθόσον
η κατάσχεση των εμπορευμάτων κατά την παράτυπη εισαγωγή τους και η ταυτόχρονη ή
μεταγενέστερη δήμευση αυτών επιφέρουν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 233, πρώτο εδάφιο,
στοιχείο δ΄, του τελωνειακού κώδικα, την απόσβεση της τελωνειακής οφειλής,
τίθεται το ζήτημα σε ποιο χρονικό σημείο πρέπει να πραγματοποιηθεί η κατάσχεση
προκειμένου να επιφέρει την απαλλαγή του οφειλέτη.
29 Διαπιστώνεται
ότι σκοπός της αποσβέσεως της τελωνειακής οφειλής, κατά το άρθρο 233, πρώτο
εδάφιο, στοιχείο δ΄, του τελωνειακού κώδικα, είναι η αποφυγή επιβολής δασμών
στην περίπτωση κατά την οποία το εμπόρευμα, μολονότι εισήχθη παρατύπως στο
κοινοτικό έδαφος, δεν κατέστη δυνατό να διατεθεί στο εμπόριο και, επομένως, δεν
αποτέλεσε απειλή, από απόψεως ανταγωνισμού, για τα κοινοτικά εμπορεύματα.
30 Στο
πλαίσιο του τελωνειακού κώδικα, η κατά το άρθρο 233, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δ΄,
κατάσχεση και δήμευση των εμπορευμάτων, κατά την παράτυπη εισαγωγή τους,
συνιστά, όπως και οι περιπτώσεις των στοιχείων α΄ έως γ΄ του άρθρου 233, πρώτο
εδάφιο, ήτοι η καταβολή του ποσού των δασμών, η επιστροφή του ποσού των δασμών,
η ακύρωση της τελωνειακής διασάφησης, καθώς και η περίπτωση κατά την οποία τα
εμπορεύματα, πριν δοθεί άδεια παραλαβής, κατασχεθούν και δημευθούν,
καταστραφούν, εγκαταλειφθούν ή χαθούν ανεπανόρθωτα, λόγο αποσβέσεως της
τελωνειακής οφειλής ο οποίος πρέπει να ερμηνεύεται στενά.
31 Η
ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, το οποίο με την
απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2002, C‑112/01, SPKR (Συλλογή 2002, σ. I‑10655,
σκέψη 31), έκρινε ότι το άρθρο 233 του τελωνειακού κώδικα αποσκοπεί στην
προστασία των ιδίων πόρων της Κοινότητας, η οποία δεν επιτρέπεται να θιγεί διά
της θεσπίσεως νέων λόγων αποσβέσεως της τελωνειακής οφειλής. Η ανάγκη να
διασφαλισθεί η προστασία αυτή καθίσταται περισσότερο επιτακτική όσον αφορά τον
προσδιορισμό του χρονικού σημείου κατά το οποίο πρέπει να πραγματοποιηθεί η
κατάσχεση των εμπορευμάτων, η οποία δύναται να επιφέρει την απόσβεση της
σχετικής με αυτά τελωνειακής οφειλής.
32 Συναφώς,
πρέπει να επισημανθεί ότι η παρουσία, αυτή καθεαυτή, στο τελωνειακό έδαφος της
Κοινότητας εμπορευμάτων που εισήχθησαν παρατύπως καθιστά πολύ πιθανό να
συμπεριληφθούν τα εμπορεύματα αυτά στο κύκλωμα οικονομικών συναλλαγών στα κράτη
μέλη, το ενδεχόμενο δε τυχαίας ανακαλύψεως των εμπορευμάτων αυτών από τις
τελωνειακές αρχές, στο πλαίσιο αιφνιδιαστικών ελέγχων, περιορίζεται σημαντικά
μετά την απομάκρυνση των εν λόγω εμπορευμάτων από τη ζώνη εντός της οποίας
βρίσκεται το πρώτο τελωνείο στο εσωτερικό του τελωνειακού εδάφους της
Κοινότητας.
33 Πράγματι,
στα τελωνεία, τα στρατηγικώς κατανεμημένα επί των ευρισκομένων στα εξωτερικά
σύνορα σημείων εισόδου, δύνανται οι αρχές να προβαίνουν αποτελεσματικότερα σε
συστηματικό έλεγχο των εμπορευμάτων που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της
Κοινότητας, προκειμένου να αποφευχθεί τόσο ο αθέμιτος ανταγωνισμός σε βάρος των
κοινοτικών παραγωγών όσο και η απώλεια φορολογικών εσόδων λόγω των παράτυπων
εισαγωγών.
34 Επομένως,
κατάσχεση εμπορευμάτων, εισαχθέντων στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας κατά
παράβαση των διατυπώσεων των άρθρων 38 έως 41 του τελωνειακού κώδικα, πέραν του
πρώτου τελωνείου εισόδου στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, η οποία λαμβάνει
χώρα, ουσιαστικά, τυχαία δεν δύναται να επιφέρει την απόσβεση της τελωνειακής
οφειλής κατά την έννοια του άρθρου 233, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δ΄, του
τελωνειακού κώδικα.
35 Η
Φινλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η ερμηνεία αυτή του άρθρου 233, πρώτο
εδάφιο, στοιχείο δ΄, του τελωνειακού κώδικα παραβιάζει την αρχή της ίσης
μεταχειρίσεως, στο μέτρο που τα πρόσωπα που προέβησαν σε παράτυπες, κατά την
έννοια του άρθρου 202 του τελωνειακού κώδικα, εισαγωγές βρίσκονται σε διαφορετική
κατάσταση, αναλόγως του αν η συμπεριφορά τους αποκαλύπτεται κατά τη διέλευση
από το ευρισκόμενο στα σύνορα τελωνείο ή μετά την απομάκρυνση από αυτό.
36 Κατά
πάγια νομολογία, η δυσμενής διάκριση συνίσταται στην εφαρμογή διαφορετικών
κανόνων σε συγκρίσιμες καταστάσεις ή στην εφαρμογή του ιδίου κανόνα σε
διαφορετικές καταστάσεις (βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑282/07, Truck
Center, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη
νομολογία).
37 Συναφώς,
παρατηρείται ότι η κατά το άρθρο 233, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δ΄, του
τελωνειακού κώδικα διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά την απόσβεση της
τελωνειακής οφειλής, αναλόγως του αν τα εμπορεύματα που εισήχθησαν παρατύπως
κατασχέθηκαν κατά την παράτυπη εισαγωγή ή μεταγενέστερα, αφορά δύο καταστάσεις
οι οποίες, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 32 και 33 της ανά χείρας αποφάσεως,
δεν είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμες ως προς τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει για
τα συμφέροντα της Κοινότητας η παρουσία των εν λόγω εμπορευμάτων στο κοινοτικό
τελωνειακό έδαφος.
38 Λαμβανομένων
υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση
ότι τα άρθρα 202 και 233, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δ΄, του τελωνειακού κώδικα
έχουν την έννοια ότι, προκειμένου η κατάσχεση παρατύπως εισαχθέντων στο
τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας εμπορευμάτων να επιφέρει την απόσβεση της
τελωνειακής οφειλής, πρέπει αυτή να πραγματοποιηθεί πριν τα εν λόγω εμπορεύματα
απομακρυνθούν από το πρώτο εντός του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας
τελωνείο.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
39 Με
το δεύτερο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν, το άρθρο 233,
πρώτο εδάφιο, στοιχείο δ΄, του τελωνειακού κώδικα αντιβαίνει στην αρχή της ίσης
μεταχειρίσεως λόγω του ότι προβλέπει απόσβεση της τελωνειακής οφειλής μόνο στην
περίπτωση της κατασχέσεως των εμπορευμάτων κατά την παράτυπη εισαγωγή αυτών,
ενώ αποκλείει την κατάσχεση που πραγματοποιείται σε άλλες περιπτώσεις παράτυπης
συμπεριφοράς, όπως στην περίπτωση απομακρύνσεως ενός εμπορεύματος από την τελωνειακή
επιτήρηση, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 203 του τελωνειακού κώδικα.
40 Πρέπει
να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό
δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας
να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις
ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως
για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που
υποβάλλει στο Δικαστήριο (βλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2006, C‑466/04, Acereda
Herrera, Συλλογή 2006, σ. I-5341, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
41 Ωστόσο,
το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αδυνατεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα
υποβληθέν από εθνικό δικαστήριο όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία ή η
εκτίμηση του κύρους ενός κοινοτικού κανόνα που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν
έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης,
όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν
διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να
δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (βλ. προπαρατεθείσα
απόφαση Acereda Herrera, σκέψη 48).
42 Συγκεκριμένα,
ο δικαιολογητικός λόγος της προδικαστικής παραπομπής δεν έγκειται στη διατύπωση
συμβουλευτικών γνωμών επί γενικών υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην αυτονόητη
ανάγκη αποτελεσματικής επιλύσεως μιας ένδικης διαφοράς (βλ. απόφαση της 12ης
Μαρτίου 1998, C‑314/96, Djabali, Συλλογή 1998, σ. Ι-1149, σκέψη 19 και Acereda
Herrera, προπαρατεθείσα, σκέψη 49).
43 Εν
προκειμένω, από τη διατύπωση του δευτέρου ερωτήματος και του σκεπτικού του
αιτούντος δικαστηρίου που αναφέρεται στους λόγους υποβολής του ερωτήματος
αυτού, προκύπτει ότι με το εν λόγω ερώτημα τίθεται υπό την κρίση του
Δικαστηρίου το ζήτημα του κύρους του άρθρου 233, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δ΄, του
τελωνειακού κώδικα, καθόσον το ότι η εν λόγω διάταξη δεν προβλέπει την απόσβεση
της τελωνειακής οφειλής στην περίπτωση του άρθρου 203 του τελωνειακού κώδικα,
ήτοι μετά την απομάκρυνση του εμπορεύματος από την τελωνειακή επιτήρηση,
ενδέχεται να συνιστά παραβίαση της αρχής της ισότητας.
44 Πάντως,
από την απόφαση περί παραπομπής και από τις υποβληθείσες ενώπιον του
Δικαστηρίου παρατηρήσεις προκύπτει ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 203 του
τελωνειακού κώδικα απομάκρυνση εμπορεύματος από την τελωνειακή επιτήρηση, ως
γενεσιουργός αιτία της τελωνειακής οφειλής, δεν αποτελεί αντικείμενο
αμφισβητήσεως στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης.
45 Συνεπώς,
επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως υποστήριξαν η Αυστριακή Κυβέρνηση και η
Επιτροπή με τις παρατηρήσεις τους, το ερώτημα αυτό είναι προδήλως άσχετο προς
το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, η οποία αφορά τελωνειακή οφειλή
γεννηθείσα σύμφωνα με το άρθρο 202 του τελωνειακού κώδικα, κατόπιν παράτυπης
εισαγωγής εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.
46 Συνεπώς,
παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο υποβληθέν ερώτημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
47 Δεδομένου
ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον
χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό
εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία
υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω
διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους
αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Τα
άρθρα 202 και 233, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δ΄, του κανονισμού (EΟΚ) 2913/92 του
Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού
κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EΚ) 2700/2000 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2000, έχουν την έννοια ότι,
προκειμένου η κατάσχεση παρατύπως εισαχθέντων στο τελωνειακό έδαφος της
Κοινότητας εμπορευμάτων να επιφέρει την απόσβεση της τελωνειακής οφειλής,
πρέπει αυτή να πραγματοποιηθεί πριν τα εν λόγω εμπορεύματα απομακρυνθούν από το
πρώτο εντός του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας τελωνείο.
2) Παρέλκει
η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.
E-mail = ggioggaras@Gmail.com
|
Ρωτήστε μας
Τελωνειακά θέματα στο:
Να σας απαντήσουμε
|
Εκτύπωση
πολυσέλιδων Νόμων, Κανονισμών κλπ
Ιστοσελίδα = PrePrint.gr
Με
μικρό κόστος
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου