Αθέμιτες πρακτικές καθορισμού Ναύλων στις θαλάσσιες
μεταφορές, Καν 4057/1986 (Μάθημα 7) 8 Αυγούστου 2017
Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 4057/86 του Συμβουλίου της 22ας
Δεκεμβρίου 1986 για τις αθέμιτες πρακτικές καθορισμού ναύλων κατά τις θαλάσσιες
μεταφορές
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 378 της 31/12/1986 σ. 0014 - 0020
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 378 της 31/12/1986 σ. 0014 - 0020
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ
(ΕΟΚ) αριθ. 4057/86 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
της
22ας Δεκεμβρίου 1986
για
τις αθέμιτες πρακτικές καθορισμού ναύλων κατά τις θαλάσσιες μεταφορές
ΤΟ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,
ιΕχοντας
υπόψη:
τη
συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και ιδίως το
άρθρο 84 παράγραφος 2,
το
σχέδιο κανονισμού που υποβλήθηκε από την Επιτροπή,
τη
γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου^(1),
τη
γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής^(2),
Εκτιμώντας
ότι
διάφοροι παράγοντες, και συγκεκριμένα τα πορίσματα που συνάγονται από το
σύστημα πληροφόρησης που θεσπίστηκε με την απόφαση 78/774/ΕΟΚ^(3), επιτρέπουν
να θεωρηθεί ότι ορισμένες αθέμιτες πρακτικές εταιρειών τρίτων χωρών εμποδίζουν
τη συμμετοχή των κοινοτικών εφοπλιστών στην εκμετάλλευση των διεθνών τακτικών
θαλάσσιων γραμμών, με ανταγωνιστικές δυνατότητες
ότι
η δομή της κοινοτικής ναυτιλίας είναι τέτοια ώστε να ενδείκνυται να εφαρμοστούν
οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού και στους υπηκόους των κρατών μελών που
είναι εγκατεστημένοι εκτός Κοινότητας καθώς και στις ναυτιλιακές εταιρείες μεταφοράς
φορτίων που είναι εγκατεστημένες εκτός της Κοινότητας και ελέγχονται από
υπηκόους των κράτων μελών, εφόσον τα πλοία τους είναι νηολογημένα σε ένα κράτος
μέλος σύμφωνα με τη νομοθεσία του
ότι
οι πρακτικές αυτές συνίστανται στην εφαρμογή, για τη μεταφορά ορισμένων
κατηγοριών προϊόντων, ναύλων κατά κανόνα χαμηλότερων από το χαμηλότερο ναύλο
που επιβάλλεται για τα ίδια προϊόντα από κάποιον καθιερωμένο και
αντιπροσωπευτικό εφοπλιστή ή πλοιοκτήτη
ότι
αυτές οι πρακτικές καθορισμού των ναύλων καθίστανται δυνατές λόγω των μη
εμπορικών πλεονεκτημάτων που παραχωρούνται από κράτος μη μέλος της Κοινότητας
ότι
η Κοινότητα θα πρέπει να μπορεί να αμύνεται κατά παρόμοιων πρακτικών καθορισμού
ναύλων
ότι
δεν υπάρχουν αναγωρισμένοι διεθνείς κανόνες που να καθορίζουν ποιες είναι
αθέμιτες τιμές στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών
ότι
πρέπει επομένως να προβλεφθεί, για την απόδειξη της ύπαρξης αθέμιτων πρακτικών
καθορισμού ναύλων, κατάλληλη μέθοδος υπολογισμού ότι για τον υπολογισμό του
«κανονικού
ναύλου» πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο συγκρίσιμος ναύλος που πράγματι
επιβάλλεται από καθιερωμένες αντιπροσωπευτικές εταιρείες, οι οποίες λειτουργούν
στα πλαίσια ή εκτός των ναυτιλιακών διασκέψεων (confιrences) ή σε διαφορετική
περίπτωση, ο τεκμαρτός ναύλος, βασιζόμενος στο κόστος αναλόγων εταιρειών στο
οποίο προστίθεται και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους
ότι
θα πρέπει να καθοριστούν οι παράγοντες που μπορούν να χρησιμεύσουν για τον
προσδιορισμό της ζημίας
ότι
είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι διαδικασίες υποβολής καταγγελίας από οποιονδήποτε
ο οποίος ενεργεί για λογαριασμό της κοινοτικής ναυτιλίας και θεωρεί ότι
ζημιώνεται ή απειλείται από αθέμιτες πρακτικές καθορισμού ναύλων ότι είναι
σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι σε περίπτωση ανάκλησης της καταγγελίας, η
διαδικασία μπορεί αλλά δεν απαιτείται να τερματιστεί
ότι
θα πρέπει να υπάρχει συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής τόσο
σχετικά με την πληροφόρηση για την εφαρμογή αθέμιτων πρακτικών καθορισμού
ναύλων και τη ζημία που προξενείται από αυτές όσο και σχετικά με τη μεταγενέστερη
εξέταση του θέματος σε κοινοτικό επίπεδο ότι, για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να
γίνονται διαβουλεύσεις στα πλαίσια συμβουλευτικής επιτροπής
ότι
είναι σκόπιμο να καθοριστούν σαφώς οι διαδικαστικοί κανόνες που πρέπει να
τηρούνται κατά την έρευνα, και ιδιαίτερα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των
κοινοτικών αρχών και των ενδιαφερομένων μερών, και οι όροι υπό τους οποίους τα
ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες και μπορούν να
ζητούν να ενημερώνονται για τα σημαντικότερα γεγονότα και απόψεις βάσει των
οποίων πρόκειται να γίνουν συστάσεις για την επιβολή διορθωτικών δασμών
ότι,
προκειμένου να αποθαρρυνθεί η εφαρμογή αθέμιτων πρακτικών καθορισμού ναύλων,
αλλά χωρίς να εμποδίζεται, περιορίζεται ή νοθεύεται ο ανταγωνισμός σε θέματα
τιμών των τακτικών γραμμών εκτός διασκέψεων εφόσον λειτουργούν σε θεμιτή και
εμπορική βάση, είναι σκόπιμο, σε περιπτώσεις όπου τα γεγονότα, όπως τελικά
διαπιστώνονται, δείχνουν ότι εφαρμόζεται αθέμιτη και ζημιογόνος πρακτική
καθορισμού ναύλων, να παρέχεται η δυνατότητα επιβολής διορθωτικού δασμού για
συγκεκριμένους λόγους
ότι
είναι σημαντικό, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ορθή και ομοιόμορφη είσπραξη
διορθωτικών δασμών να καθοριστούν κοινοί κανόνες για την εφαρμογή τέτοιων
δασμών ότι, λόγω της φύσης των ανωτέρω δασμών, αυτοί οι κανόνες μπορούν να
διαφέρουν από εκείνους που διέπουν την είσπραξη συνήθων εισαγωγικών δασμών
ότι
θα πρέπει να εφαρμόζεται ανοικτή και δίκαιη διαδικασία για την επανεξέταση των
μέτρων που λαμβάνονται και για την εκ νέου διεξαγωγή της έρευνας όταν το
απαιτούν οι περιστάσεις
ότι
θα πρέπει να καθιερωθούν οι κατάλληλες διαδικασίες για την εξέταση των αιτήσεων
για επιστροφές διορθωτικών δασμών,
ΕΞΕΔΩΣΕ
ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
ίΑρθρο
1
Στόχος
Ο
παρών κανονισμός καθορίζει τη διαδικασία που εφαρμόζεται για την αντιμετώπιση
των αθέμιτων πρακτικών καθορισμού ναύλων τις οποίες μετέρχονται ορισμένοι
εφοπλιστές τρίτων χωρών, που αναλαμβάνουν διεθνείς τακτικές μεταφορές φορτίων,
και οι οποίες διαταράσσουν σοβαρά τη δομή των μεταφορών σε μια γραμμή από, προς
ή εντός της Κοινότητας, προξενούν δε ή απειλούν να προξενήσουν σημαντική ζημία
στους κοινοτικούς εφοπλιστές που προσφέρουν υπηρεσίες μεταφορών σ' αυτή τη
γραμμή, καθώς και στα συμφέροντα της Κοινότητας.
ίΑρθρο
2
Για
την αντιμετώπιση των αθέμιτων πρακτικών καθορισμού ναύλων του άρθρου 1, οι
οποίες προξενούν σημαντική ζημία, η Κοινότητα μπορεί να επιβάλει διορθωτικούς
δασμούς.
Απειλή
σημαντικής ζημίας μπορεί να οδηγήσει μόνο σε εξέταση κατά την έννοια του άρθρου
4.
ίΑρθρο
3
Για
την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:
α)
«εφοπλιστές
τρίτης χώρας», οι ναυτιλιακές εταιρείες μεταφοράς φορτίων εκτός από αυτές που
αναφέρονται στο στοιχείο δ)
β)
«αθέμιτες
πρακτικές καθορισμού ναύλων», η τακτική εφαρμογή για τη μεταφορά ορισμένων ή
όλων των εμπορευμάτων σε γραμμή που εξυπηρετεί την Κοινότητα, ναύλων
χαμηλότερων από τους κανονικούς ναύλους που διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια
χρονικής περιόδου τουλάχιστον έξι μηνών, όταν η εφαρμογή των χαμηλών αυτών
ναύλων καθίσταται δυνατή λόγω του ότι ο συγκεκριμένος εφοπλιστής επωφελείται
από μη εμπορικά πλεονεκτήματα που παρέχονται από κράτος μη μέλος της Κοινότητας
γ)
«ο
κανονικός ναύλος» καθορίζεται αφού ληφθούν υπόψη:
ii)
ο
συγκρίσιμος ναύλος τον οποίο πράγματι εφαρμόζουν κάτω από κανονικές συνθήκες
στις θαλάσσιες μεταφορές, για ίδιες υπηρεσίες στην ίδια ή σε παρεμφερή γραμμή,
οι καθιερωμένες και αντιπροσωπευτικές εταιρείες οι οποίες δεν διαθέτουν τα
πλεονεκτήματα του στοιχείου β)
ii)
ή,
άλλως, ο τεκμαρτός ναύλος, ο οποίος προκύπτει αν προστεθεί στα έξοδα των
εταιρειών που δεν διαθέτουν τα πλεονεκτήματα του στοιχείου β) ένα εύλογο
περιθώριο κέρδους. Τα έξοδα αυτά υπολογίζονται προσθέτοντας σε όλες τις
δαπάνες, πάγιες και κυμαινόμενες,
που
πραγματοποιούνται υπό κανονικές συνθήκες στις θαλάσσιες μεταφορές, ένα εύλογο
ποσό για τα πάγια έξοδα.
δ)
«εφοπλιστές
της Κοινότητας»:
-
όλες οι ναυτιλιακές εταιρείες που είναι εγκατεστημένες, κατά την έννοια της
συνθήκης, σε κράτος μέλος της Κοινότητας,
-
οι υπήκοοι κρατών μελών που είναι εγκαταστημένοι εκτός Κοινότητας και οι
ναυτιλιακές εταιρείες μεταφοράς φορτίων που είναι εγκατεστημένες εκτός
Κοινότητας και ελέγχονται από υπηκόους κρατών μελών, εφόσον τα πλοία τους είναι
νηολογημένα σε κράτος μέλος σύμφωνα με τη νομοθεσία του.
ίΑρθρο
4
Εξέταση
της ζημίας
1.
Η εξέταση της ζημίας πρέπει να περιλαμβάνει τους εξής παράγοντες:
α)
^τους ναύλους που προσφέρουν στην εν λόγω γραμμή οι ανταγωνιστές των εφοπλιστών
των κρατών μελών, προκειμένου ιδίως να προσδιοριστεί αν είναι αισθητά κατώτεροι
από τον κανονικό ναύλο που προσφέρουν οι εφοπλιστές των κρατών μελών, αφού
ληφθεί υπόψη το επίπεδο των υπηρεσιών που προσφέρουν όλες οι ενδιαφερόμενες
εταιρείες
β)
^τις συνέπειες του παράγοντος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 για τους
εφοπλιστές της Κοινότητας, όπως αυτές συνάγονται από τις τάσεις ορισμένων οικονομικών
δεικτών, όπως:
-
διαδρομές,
-
χρησιμοποίηση της μεταφορικής ικανότητας,
-
ναυλώσεις για τη μεταφορά φορτίων,
-
μερίδιο αγοράς,
-
ύψος ναύλου (δηλαδή μείωση των τιμών ή παρεμπόδιση των ενδεχόμενων αυξήσεων που
θα είχαν κανονικά πραγματοποιηθεί),
- κέρδη,
-
απόδοση κεφαλαίου,
-
επενδύσεις,
-
απασχόληση.
2.
ιΟταν προβάλλεται η ύπαρξη απειλής ζημίας, η Επιτροπή μπορεί επίσης να εξετάσει
αν είναι δυνατό να προβλεφθεί σαφώς ότι μια συγκεκριμένη κατάσταση τείνει να
προκαλέσει πραγματική ζημία. Σ' αυτή, την περίπτωση μπορούν επίσης να ληφθούν
υπόψη παράγοντες όπως:
α)
^η αύξηση της χωρητικότητας των πλοίων που δρομολογούνται στη γραμμή όπου
ασκείται ο ανταγωνισμός έναντι των εφοπλιστών της Κοινότητας
β)
^η μεταφορική ικανότητα της χώρας στην οποία ανήκουν οι αλλοδαποί εφοπλιστές, η
οποία είναι ήδη ή θα καταστεί στο προβλεπόμενο μέλλον διαθέσιμη, και το μέτρο
στο
οποίο
η χωρητικότητα που προκύπτει από αυτήν είναι πιθανόν να διατεθεί για την
εξυπηρέτηση της γραμμής του στοιχείου α).
3.
Η ζημία που οφείλεται σε άλλους παράγοντες οι οποίοι, είτε μεμονωμένα είτε
συνδυασμένοι, επηρεάζουν επίσης δυσμενώς τους εφοπλιστές της Κοινότητας δεν
πρέπει να αποδίδεται στις εν λόγω πρακτικές.
ίΑρθρο
5
Καταγγελία
1.
Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και κάθε ένωση προσώπων χωρίς νομική
προσωπικότητα, που ενεργεί εξ ονόματος της κοινοτικής ναυτιλίας, οι οποίοι
θεωρούν ότι ζημιώνονται ή απειλούνται από αθέμιτες πρακτικές καθορισμού ναύλων
μπορεί να υποβάλει γραπτή καταγγελία.
2.
Η καταγγελία πρέπει να περιλαμqάνει επαρκείς αποδείξεις για την ύπαρξη αθέμιτης
πρακτικής καθορισμού ναύλων και της ζημίας που απορρέει από αυτήν.
3.
Η καταγγελία είναι δυνατόν να υποqληθεί στην Επιτροπή η σε κάποιο κράτος μέλος
το οποίο ακολούθως τη διαqιqάζει στην Επιτροπή. Η Επιτροπή αποστέλλει στα κράτη
μέλη αντίγραφο των καταγγελιών που λαμqάνει.
4.
Η καταγγελία μπορεί να αποσυρθεί και, στην περίπτωση αυτή, η διαδικασία μπορεί
να περατωθεί εκτός αν η περάτωση αυτή αντίκειται προς το συμφέρον της
Κοινότητας.
5.
Αν μετά από διαqουλεύσεις προκύψει ότι η καταγγελία δεν παρέχει επαρκείς
αποδείξεις ώστε να δικαιολογείται η έναρξη έρευνας, ο καταγγέλων θα
ενημερώνεται σχετικά.
6.
Στην περίπτωση που, αν και δεν έχει υποqληθεί καταγγελία, ένα κράτος μέλος
διαθέτει επαρκείς αποδείξεις για αθέμιτες πρακτικές καθορισμού ναύλων και για
ζημία την οποία αυτές επιφέρουν εις qάρος των εφοπλιστών της Κοινότητας,
κοινοποιεί αμέσως αυτές τις αποδείξεις στην Επιτροπή.
ίΑρθρο
6
Διαqουλεύσεις
1.
Οι διαqουλεύσεις που προqλέπονται στον παρόντα κανονισμό διεξάγονται στα
πλαίσια συμqουλευτικής επιτροπής, η οποία αποτελείται από αντιπροσώπους των
κρατών μελών και από αντιπρόσωπο της Επιτροπής ως πρόεδρο. Οι διαqουλεύσεις
διεξάγονται αμέσως ή μετά από αίτηση κράτους μέλους ή με πρωτοqουλία της
Επιτροπής.
2.
Τη συμqουλευτική επιτροπή συγκαλεί ο πρόεδρος, ο οποίος και παρέχει το
συντομότερο δυνατό στα κράτη μέλη όλες τις σχετικές πληροφορίες.
3.
Εφόσον είναι αναγκαίο, οι διαqουλεύσεις είναι δυνατό να διεξάγονται μόνο
γραπτώς σε τέτοιες περιπτώσεις η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη και
καθορίζει προθε-
σμία
εντός της οποίας αυτά δικαιούνται να διατυπώσουν τη γνώμη τους ή να ζητήσουν τη
διεξαγωγή προφορικών διαqουλεύσεων.
4.
Οι διαqουλεύσεις καλύπτουν ιδίως:
α)
την
ύπαρξη και την έκταση αθέμιτων πρακτικών καθορισμού ναύλων
q)
την
ύπαρξη και την έκταση της ζημίας
γ)
την
αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των αθέμιτων πρακτικών καθορισμού ναύλων και της ζημίας
δ)
τα
μέτρα που, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, είναι κατάλληλα για την πρόληψη ή
την αποκατάσταση της ζημίας που οφείλεται σε αθέμιτες πρακτικές καθορισμού
ναύλων και τους τρόπους και τα μέσα για την αποτελεσματική εφαρμογή αυτών των
μέτρων.
ίΑρθρο
7
ιΕναρξη
και διεξαγωγή της έρευνας
1.
ιΟταν μετά το πέρας των διαqουλεύσεων φαίνεται ότι υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις
που αιτιολογούν την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή αμέσως:
α)
ανακοινώνει
την κίνηση διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η
ανακοίνωση αυτή αναφέρει το όνομα και τη χώρα του σχετικού αλλοδαπού εφοπλιστή,
παρέχει περίληψη των υπαρχουσών πληροφοριών και διευκρινίζει ότι κάθε σχετική
πληροφορία πρέπει να ανακοινώνεται στην Επιτροπή προσδιορίζει την προθεσμία
μέσα στην οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να αναφέρουν τις απόψεις τους
γραπτώς και να ζητήσουν ακρόαση από την Επιτροπή σύμφωνα με την παρά-
γραφο
5
q)
ειδοποιεί
επισήμως τους εφοπλιστές, φορτωτές και ναυτιλιακούς πράκτορες που η Επιτροπή
γνωρίζει ότι ενέχονται καθώς και τους καταγγέλλοντες
γ)
αρχίζει
την έρευνα σε κοινοτικό επίπεδο και σε συνεργασία με τα κράτη μέλη η έρευνα
αυτή καλύπτει τόσο τις αθέμιτες πρακτικές καθορισμού ναύλων όσο και τη ζημία
την οποία επιφέρουν και διεξάγεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 8 η έρευνα
για τις αθέμιτες πρακτικές καθορισμού ναύλων καλύπτει κανονικά περίοδο
τουλάχιστον έξι μηνών, αμέσως πριν από την ημερομηνία κίνησης της διαδικασίας.
2.
α)
Αν
χρειαστεί, η Επιτροπή συγκεντρώνει όλες τις πληροφορίες που κρίνει αναγκαίες
και προσπαθεί να ελέγξει τις πληροφορίες αυτές με τη qοήθεια των εφοπλιστών,
πρακτόρων, φορτωτών, παραγγελιοδόχων, ναυτιλιακών διασκέψεων (confιrences),
ενώσεων και οργανισμών, υπό τον όρο ότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή
οργανισμοί συμφωνούν γι' αυτό.
q)
Εφ'
όσον είναι αναγκαίο, η Επιτροπή, μετά από διαqουλεύσεις, διεξάγει έρευνες σε
τρίτες χώρες, υπό τον όρο ότι συμφωνούν οι ενδιαφερόμενες εταιρείες και ότι η
κυqέρνηση της συγκεκριμένης χώρας έχει
ενημερωθεί
επίσημα και δεν προqάλλει αντίρρηση. Η Επιτροπή επικουρείται από υπαλλήλους των
κρατών μελών, εφόσον αυτά το επιθυμούν.
3.
α)
Η
Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τα κράτη μέλη:
-
την παροχή πληροφοριών,
-
τη διεξαγωγή όλων των απαραίτητων ελέγχων και επιθεωρήσεων, ιδίως μεταξύ
φορτωτών, παραγγελιοδόχων και εφοπλιστών της Κοινότητας και των πρακτόρων τους,
-
τη διεξαγωγή ερευνών σε τρίτες χώρες, υπό τον όρο ότι οι ενδιαφερόμενες
εταιρείες συμφωνούν και ότι η κυqέρνηση της συγκεκριμένης χώρας έχει ενημερωθεί
επίσημα και δεν προqάλλει αντίρρηση.
q)
Τα
κράτη μέλη προqαίνουν στις αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να ανταποκριθούν στα
αιτήματα της Επιτροπής. Αποστέλλουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που ζητήθηκαν
μαζί με τα αποτελέσματα όλων των επιθεωρήσεων, ελέγχων ή ερευνών που
διεξήχθησαν.
γ)
ιΟταν
οι πληροφορίες αυτές είναι γενικού ενδιαφέροντος ή όταν η διαqίqασή τους έχει
ζητηθεί από κάποιο κράτος μέλος, η Επιτροπή τις κοινοποιεί στα κράτη μέλη,
εφόσον δεν είναι εμπιστευτικές στην περίπτωση αυτή κοινοποιείται περίληψη μη
εμπιστευτικού χαρακτήρα.
δ)
Κατόπιν
αιτήσεως της Επιτροπής ή κράτους μέλους, μπορεί να επιτρέπεται στους υπαλλήλους
της Επιτροπής να υποqοηθούν τους υπαλλήλους των κρατών μελών στην εκτέλεση των
καθηκόντων τους.
4.
α)
Ο
καταγγέλλων και οι φορτωτές και εφοπλιστές που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται
μπορούν να ελέγχουν όλες τις πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή από κάθε
μέρος που συμμετέχει στην έρευνα, εφόσον οι πληροφορίες αυτές δεν αποτελούν
εσωτερικά έγγραφα των αρμοδίων αρχών της Κοινότητας ή των κρατών μελών της,
είναι συναφείς με την προάσπιση των συμφερόντων των εν λόγω ενεχομένων
προσώπων, δεν είναι εμπιστευτικές κατά την έννοια του άρθρου 8 και
χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή κατά την έρευνα. Γι' αυτό το σκοπό, οι
ενδιαφερόμενοι υποqάλλουν στην Επιτροπή γραπτή αίτηση που περιλαμqάνει τις
ζητούμενες πληροφορίες.
q)
Οι
εφοπλιστές τους οποίους αφορά η έρευνα και ο καταγγέλλων μπορούν να ζητήσουν να
ενημερωθούν επί των ουσιωδών γεγονότων και εκτιμήσεων qάσει των οποίων
μελετάται η έκδοση σύστασης για επιqολή διορθωτικών δασμών.
γ)
iii)
Οι
αιτήσεις παροχής πληροφοριών που υποβάλλονται δυνάμει του στοιχείου β):
-
υποβάλλονται γραπτώς προς την Επιτροπή,
-
καθορίζουν τα ειδικά θέματα για τα οποία ζητούνται οι πληροφορίες
iii)
οι
πληροφορίες είναι δυνατόν να παρέχονται είτε προφορικά ειτέ γραπτά, κατά την
κρίση της
Επιτροπής,
και δεν προδικάζουν κατά κανένα τρόπο τις μεταγενέστερες αποφάσεις που
ενδέχεται να λάβει το Συμβούλιο.
Για
τις εμπιστευτικές πληροφορίες ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 8
iii)
οι
πληροφορίες δίδονται κανονικά τουλάχιστον 15 ημέρες πριν υποβάλει η Επιτροπή
πρόταση για τη λήψη μέτρων βάσει του άρθρου 11. Παρατηρήσεις που διατυπώνονται
αφού δοθούν οι πληροφορίες λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον ληφθούν εντός
προθεσμίας, την οποία καθορίζει η Επιτροπή κατά περίπτωση αφού ληφθεί δεόντως
υπόψη ο επείγων χαρακτήρας του θέματος και πάντως όχι μικρότερη των δέκα
ημερών.
5.
Η Επιτροπή μπορεί να προβαίνει σε ακρόαση των ενδιαφερομένων μερών. Προβαίνει
υποχρεωτικά στην ακρόαση αυτή αν τα μέρη το ζητήσουν γραπτώς μέσα σε προθεσμία
που καθορίζει η ανακοίνωση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποδεικνύοντας ότι αποτελούν πράγματι ενδιαφερόμενο μέρος
που θα μπορούσε να θιγεί από το αποτέλεσμα της διαδικασίας και εφόσον υπάρχουν
ειδικοί λόγοι που επιβάλλουν την εν λόγω ακρόαση.
6.
Επιπλέον, η Επιτροπή μετά από σχετική αίτηση, δίνει στα άμεσα ενδιαφερόμενα
μέρη την ευκαιρία να συναντηθούν, ώστε να μπορέσουν να αντιπαρατεθούν και
ενδεχομένως να αντικρουσθούν τα προβαλλόμενα επιχειρήματα. Παρέχοντας την
ευκαιρία αυτή η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της την ανάγκη να διαφυλαχθεί ο
εμπιστευτικός χαρακτήρας των πληροφοριών και τη διευκόλυνση των μερών. Τα μέρη
δεν υποχρεούνται να λαμβάνουν μέρος στις συναντήσεις και η απουσία τους δεν
συνεπάγεται δυσμενή αποτελέσματα.
7.
^α) ^Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει το Συμβούλιο να λαμβάνει μέτρα με συνοπτική
διαδικασία.
β)
^Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την
πρόσβαση ή δεν παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες μέσα σε εύλογο χρονικό
δίαστημα, ή εμποδίζει σημαντικά την έρευνα, τα θετικά ή αρνητικά πορίσματα
είναι δυνατόν να εξαχθούν βάσει των διαθέσιμων στοιχείων.
8.
Η έναρξη διαδικασίας σχετικά με τις αθέμιτες πρακτικές καθορισμού ναύλων δεν
είναι δυνατόν να αποτελέσει κώλυμα για τον εκτελωνισμό των εμπορευμάτων επί των
οποίων εφαρμόζονται οι συγκεκριμένοι ναύλοι.
9.
^α) ^Η έρευνα περατώνεται είτε με τον τερματισμό της είτε με επιβολή μέτρων
σύμφωνα με το άρθρο 11. Τούτο πραγματοποιείται κατ' αρχήν εντός ενός έτους από
την έναρξη της διαδικασίας.
β)
^Η διαδικασία περατώνεται είτε με τερματισμό της έρευνας χωρίς επιβολή δασμών
και χωρίς αποδοχή δεσμεύσεων είτε με τη λήξη ισχύος ή την κατάργηση τέτοιων
δασμών, είτε όταν οι δεσμεύσεις παύσουν να ισχύουν, σύμφωνα με τα άρθρα 14 ή
15.
ίΑρθρο
8
Απόρρητο
1.
Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό
χρησιμοποιούνται μόνο για το σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν.
2.
^α) ^Το Συμβούλιο, η Επιτροπή, τα κράτη μέλη και οι υπάλληλοί τους υποχρεούνται
να μην αποκαλύπτουν πληροφορίες που τους παρέχονται βάσει του παρόντος
κανονισμού και για τις οποίες ζητείται εμπιστευτική μεταχείριση από τον
πληροφοριοδότη, χωρίς ειδική άδεια από αυτόν.
β)
^Κάθε αίτηση για εμπιστευτική μεταχείριση αναφέρει το λόγο για τον οποίο η
πληροφορία είναι εμπιστευτική και συνοδεύεται από περίληψη μη εμπιστευτικού
χαρακτήρα ή από έκθεση των λόγων για τους οποίους η ανωτέρω πληροφορία δεν
μπορεί να συνοψιστεί.
3.
Κανονικά μία πληροφορία θεωρείται εμπιστευτική αν η αποκάλυψή της μπορεί να
έχει ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες για τον πληροφοριοδότη ή την πηγή της
πληροφορίας.
4.
Εντούτοις, αν αποδειχθεί ότι η αίτηση για εμπιστευτικότητα δεν είναι
αιτιολογημένη και αν ο πληροφοριοδότης δεν είναι πρόθυμος ούτε να ανακοινώσει
δημόσια τη συγκεκριμένη πληροφορία ούτε να επιτρέψει την αποκάλυψη της με
γενικευμένη ή περιληπτική μορφή, η εν λόγω πληροφορία είναι δυνατόν να
αγνοηθεί.
Η
πληροφορία μπορεί επίσης να μη ληφθεί υπόψη όταν η αίτηση για εμπιστευτικότητα είναι
αιτιολογημένη και ο πληροφοριοδότης δεν θέλει να υποβάλει μη εμπιστευτική
περίληψη, μολονότι η πληροφορία μπορεί να συνοψισθεί.
5.
Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει την αποκάλυψη γενικής φύσης πληροφοριών από τις
κοινοτικές αρχές, και ιδίως των λόγων επί των οποίων βασίζονται οι αποφάσεις
που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ή την αποκάλυψη των
αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων βασίζονται οι κοινοτικές αρχές στο βαθμό
που χρειάζεται για την αιτιολόγηση των επιχειρημάτων ενώπιον Δικαστηρίου. Για
να γίνει μια τέτοια αποκάλυψη θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το έννομο συμφέρον των
ενδιαφερομένων μερών να μη γνωστοποιούνται τα επιχειρήματικά τους απόρρητα.
ίΑρθρο
9
Περάτωση
των διαδικασιών όταν δεν είναι αναγκαία η λήψη προστατευτικών μέτρων
1.
ιΟταν μετά από διαβουλεύσεις αποδεικνύεται ότι δεν είναι αναγκαία η λήψη
προστατευτικών μέτρων και δεν εγερθούν σχετικές αντιρρήσεις στα πλαίσια της
συμβουλευτικής επιτροπής του άρθρου 6 παράγραφος 1, η διαδικασία περατώνεται.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υποβάλλει
αμέσως στο Συμβούλιο έκθεση επί των αποτελεσμάτων των διαβουλεύσεων, μαζί με
πρόταση
για περάτωση της διαδικασίας. Η διαδικασία περατώνεται αν, εντός ενός μηνός, το
Συμβούλιο, με ειδική πλειαψηφία, δεν αποφασίσει άλλως.
2.
Η Επιτροπή ενημερώνει τα κυριότερα ενδιαφερόμενα μέρη και ανακοινώνει την
περάτωση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναπτύσσοντας τα
βασικά της συμπεράσματα και δημοσιεύοντας περίληψη της αιτιολόγησής τους.
ίΑρθρο
10
Δεσμεύσεις
1.
ιΟταν, κατά τη διάρκεια της έρευνας, εκφράζεται πρόθεση ανάληψης δεσμεύσεων,
τις οποίες η Επιτροπή, μετά από διαβουλεύσεις θεωρεί αποδεκτές, η έρευνα μπορεί
να περατωθεί χωρίς την επιβολή διορθωτικών δασμών.
Εκτός
από εξαιρετικές περιστάσεις, η πρόθεση για ανάληψη δεσμεύσεων δεν είναι δυνατό
να εκφραστεί μετά από τη λήξη της προθεσμίας κατά την οποία μπορούν να
υποβληθούν παρατηρήσεις βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 4 στοιχείο γ) iii). Η
περάτωση αποφασίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 9 παράγραφος 1 οι δε
πληροφορίες δίδονται και η ανακοίνωση δημοσιεύεται σύμφωνα με το άρθρο 9
παράγραφος^2.
2.
Ως δεσμεύσεις κατά την έννοια της παραγράφου 1, νοούνται εκείνες σύμφωνα με τις
οποίες οι ναύλοι αναθεωρούνται σε βαθμό που να πείθουν την Επιτροπή ότι η αθέμιτη
πρακτική καθορισμού ναύλων ή τα επιβλαβή της αποτελέσματα εκλείπουν.
3.
Ανάληψη δεσμεύσεων μπορεί να προταθεί και από την Επιτροπή, αλλά το γεγονός ότι
δεν υπάρχει προθυμία για την ανάληψή τους ή ότι δεν γίνεται αποδεκτή η σχετική
πρόταση δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα της διαδικασίας. Εντούτοις, η συνέχιση των
αθέμιτων πρακτικών καθορισμού ναύλων είναι δυνατό να θεωρηθεί ένδειξη του ότι
καθίσταται πιθανότερη η επέλευση της ζημίας.
4.
Και αν ακόμη οι δεσμεύσεις γίνουν αποδεκτές, η έρευνα σχετικά με τη ζημία
συμπληρώνεται αν το αποφασίσει η Επιτροπή μετά από διαβουλεύσεις, ή αν το
ζητήσουν οι ενδιαφερόμενοι εφοπλιστές της Κοινότητας. Σ' αυτή την περίπτωση, αν
η Επιτροπή, μετά από διαβουλεύσεις, διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει ζημία, η
δέσμευση παύει αυτόματα να ισχύει. Εντούτοις, όταν η απόφαση για μη ύπαρξη
απειλής ζημίας οφείλεται κυρίως στην ανάληψη μιας δέσμευσης, η Επιτροπή μπορεί
να ζητήσει τη διατήρηση της δέσμευσης σε ισχύ.
5.
Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από κάθε μέρος, η ανάληψη δεσμεύσεων του οποίου έχει
γίνει αποδεκτή, να παρέχει περιοδικώς πληροφορίες σχετικά με την τήρηση αυτών
των δεσμεύσεων και να επιτρέπει τον έλεγχο των σχετικών στοιχείων. Η μη
συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις αυτές ερμηνεύεται ως παραβίαση της δέσμευσης.
ίΑρθρο
11
Διορθωτικοί
δασμοί
ιΟταν
από έρευνα προκύπτει ότι υπάρχει αθέμιτη πρακτική καθορισμού ναύλων η οποία
επιφέρει ζημία καθώς και ότι τα κοινοτικά συμφέροντα απαιτούν ανάληψη δράσης σε
κοινοτικό επίπεδο, η Επιτροπή, μετά τις διαβουλεύσεις του άρθρου 6, προτείνει
στο Συμβούλιο την επιβολή διορθωτικού δασμού. Το Συμβού λιο αποφασίζει με
ειδική πλειοψηφία εντός προθεσμίας δύο μηνών.
ίΑρθρο
12
Κατά
την απόφαση επί των διορθωτικών δασμών, το Συμβούλιο λαμβάνει επίσης δεόντως
υπόψη τους προβληματισμούς της πολιτικής εξωτερικού εμπορίου καθώς και τα
λιμενικά συμφέροντα και τους προβληματισμούς της ναυτιλιακής πολιτικής των
ενδιαφερομένων κρατών μελών.
ίΑρθρο
13
Γενικές
διατάξεις περί δασμών
1.
Οι διορθωτικοί δασμοί, επιβάλλονται στους ενεχομένους αλλοδαπούς εφοπλιστές με
κανονισμό.
2.
Ο κανονισμός αναφέρει ιδίως το ύψος και το είδος του επιβαλλόμενου δασμού, το
μεταφερόμενο εμπόρευμα ή τα μεταφερόμενα εμπορεύματα, το όνομα και τη χώρα του
ενεχόμενου αλλοδαπού εφοπλιστή και τις αιτίες που επέβαλαν τη θέσπιση αυτού του
κανονισμού.
3.
Το ύψος των δασμών δεν υπερβαίνει τη διαφορά μεταξύ του εφαρμοζόμενου ναύλου
και του κανονικού ναύλου που αναφέρει το άρθρο 3 στοιχείο γ). Είναι κατώτερο
από τη διαφορά αυτή, αν αυτό επαρκεί για την αποκατάσταση της ζημίας.
4.
^α) ^Οι δασμοί ούτε επιβάλλονται ούτε αυξάνονται αναδρομικά και εφαρμόζονται
στις μεταφορές εμπορευμάτων που φορτώνονται ή εκφορτώνονται σε κοινοτικό λιμένα
μετά την επιβολή των δασμών.
β)
^Εντούτοις, αν το Συμβούλιο κρίνει ότι μια δέσμευση δεν τηρήθηκε, οι
διορθωτικοί δασμοί μπορούν να επιβληθούν μετά από πρόταση της Επιτροπής, κατά
τη μεταφορά εμπορευμάτων που φορτώθηκαν ή εκφορτώθηκαν σε κοινοτικό λιμένα σε
διάστημα 90 ημερών πριν από την ημερομηνία επιβολής των δασμών αυτών, με την
επιφύλαξη ότι σε περίπτωση που δεν τηρήθηκε ή αποσύρθηκε μια δέσμευση, η
αναδρομική αυτή ισχύς δεν αφορά τις μεταφορές εμπορευμάτων που φορτώθηκαν ή
εκφορτώθηκαν σε κοινοτικό λιμένα πριν από το χρόνο κατά τον οποίο η δέσμευση
παραβιάσθηκε ή αποσύρθηκε. Οι δασμοί μπορούν να υπολογισθούν βάσει των
πραγματικών περιστατικών που διαπιστώθηκαν πριν από την αποδοχή της δέσμευσης.
5.
Οι δασμοί εισπράττονται από τα κράτη μέλη με τη μορφή, στο ύψος και σύμφωνα με
τα άλλα κριτήρια που καθορίστηκαν κατά την επιβολή τους και ανεξάρτητα από
τους
δασμούς, τους φόρους και τις άλλες επιβαρύνσεις που συνήθως επιβάλλονται επί
των εισαγωγών των μεταφερομένων εμπορευμάτων.
6.
Η άδεια φόρτωσης ή εκφόρτωσης εμπορευμάτων σε κοινοτικό λιμένα εκδίδεται εφόσον
παρέχεται εγγύηση ίση προς το ύψος των δασμών.
ίΑρθρο
14
Αναθεώρηση
1.
Οι κανονισμοί που επιβάλλουν διορθωτικούς δασμούς και οι αποφάσεις για την
αποδοχή δεσμεύσεων υπόκεινται, όταν χρειάζεται, σε ολική ή μερική αναθεώρηση. Η
αναθεώρηση αυτή μπορεί να γίνει είτε μετά από αίτηση κράτους μέλους είτε με
πρωτοβουλία της Επιτροπής. Αναθεώρηση γίνεται επίσης όταν το ζητήσει ένα
ενδιαφερόμενο μέρος και υποβάλει αποδείξεις για το ότι οι συνθήκες μεταβλήθηκαν
αρκετά, για να δικαιολογείται η ανάγκη αναθεώρησης, υπό τον όρο ότι έχει
παρέλθει ένα τουλάχιστον έτος από την περάτωση της έρευνας. Οι εν λόγω αιτήσεις
απευθύνονται στην Επιτροπή η οποία ενημερώνει σχετικά τα κράτη μέλη.
2.
ιΟταν, μετά από διαβουλεύσεις, προκύψει ότι δικαιολογείται η αναθεώρηση, η
έρευνα αρχίζει εκ νέου σύμφωνα με το άρθρο 7, εάν το απαιτούν οι περιστάσεις. Η
εν λόγω εκ νέου έναρξη δεν επηρεάζει αυτή καθαυτή τα επιβληθέντα μέτρα.
3.
ιΟταν απαιτείται από την αναθεώρηση, ανεξάρτητα από το άν συνοδεύεται ή όχι από
επανέναρξη της έρευνας, τα μέτρα τροποποιούνται, ανακαλούνται ή καταργούνται
από το κοινοτικό όργανο που είναι αρμόδιο για τη θέσπισή τους.
ίΑρθρο
15
1.
Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, οι διορθωτικοί δασμοί και οι δεσμεύσεις
παύουν να ισχύουν πέντε έτη μέτα την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν σε ισχύ
ή τροποποιήθηκαν για τελευταία φορά ή επικυρώθηκαν.
2.
Η Επιτροπή, μετά από διαqουλεύσεις και τουλάχιστον ένα εξάμηνο πριν από τη λήξη
της πενταετούς περιόδου, δημοσιεύει κανονικά στην Επίσημη Εφημερίδα των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη της ισχύος του
συγκεκριμένου μέτρου και ενημερώνει σχετικά τους εφοπλιστές της Κοινότητας για
τους οποίους είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται. Η ανακοίνωση αυτή αναφέρει την
προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να εκθέσουν γραπτά τις
απόψεις τους και μπορούν να ζητήσουν ακρόαση από την Επιτροπή, σύμφωνα με το
άρθρο
7 παράγραφος 5.
ιΟταν
ένα ενδιαφερόμενο μέρος αποδείξει ότι η λήξη ισχύος του μέτρου θα προκαλούσε εκ
νέου ή θα απειλούσε να προκαλέσει ζημία, η Επιτροπή προqαίνει σε αναθεώρηση του
μέτρου. Το μέτρο παραμένει σε ισχύ εφόσον εκκρεμεί η έκqαση της εν λόγω
αναθεώρησης.
ιΟταν
qάσει του παρόντος άρθρου λήξει η ισχύς των διορθωτικών δασμών και των
δεσμεύσεων, η Επιτροπή δημοσιεύει σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
ίΑρθρο
16
Επιστροφή
δασμών
1.
ιΟταν ο ενδιαφερόμενος εφοπλιστής μπορεί να αποδείξει ότι ο δασμός που
εισπράχθηκε υπερqαίνει τη διαφορά μεταξύ του ναύλού που ο ίδιος εφάρμοσε και
του κανονικού ναύλου που αναφέρει το άρθρο 3 στοιχείο γ), το υπερqάλον ποσό
επιστρέφεται.
2.
Προκειμένου να ζητήσει την προqλεπόμενη στην παράγραφο 1 επιστροφή, ο
ενδιαφερόμενος αλλοδαπός πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής μπορεί να υποqάλει αίτηση
στην Επιτροπή. Η αίτηση υποqάλλεται μέσω του κράτους μέλους στον λιμένα του
οποίου φορτώθηκαν ή εκφορτώθηκαν τα μεταφερθέντα εμπορεύματα και εντός τριών
μηνών από την ημερομηνία καθορισμού από τις αρμόδιες αρχές των διορθωτικών
δασμών που πρέπει να επιqληθούν.
Το
κράτος μέλος παραπέμπει την αίτηση στην Επιτροπή το ταχύτερο δυνατό,
διατυπώνοντας ή μη τη γνώμη του για το παραδεκτό της.
Η
Επιτροπή ενημερώνει αμέσως τα άλλα κράτη μέλη και διατυπώνει τη γνώμη της επί
του θέματος. Αν τα κράτη μέλη συμφωνούν με τη γνώμη που εκφράστηκε από την
Επιτροπή ή δεν προqάλλουν αντιρρήσεις εντός ενός μηνός αφότου έλαqαν γνώση, η
Επιτροπή μπορεί να λάqει απόφαση σύμφωνα με τη συγκεκριμένη γνώμη. Σε όλες τις
άλλες περιπτώσεις, η Επιτροπή, μετά από διαqουλεύσεις, αποφασίζει αν και σε
ποια έκταση θα πρέπει να εγκριθεί η αίτηση.
ίΑρθρο
17
Τελικές
διατάξεις
Ο
παρών κανονισμός δεν εμποδίζει την εφαρμογή ειδικών κανόνων που περιλαμqάνονται
σε συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών
ίΑρθρο
18
ιΕναρξη
ισχύος
Ο
παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιουλίου 1987.
Ο
παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε
κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες,
22 Δεκεμqρίου 1986.
Για
το Συμqούλιο
Ο
Πρόεδρος
G.
SHAW
(1)
ΕΕ αριθ. C 255 της 15. 10. 1986, σ. 169.
(2)
ΕΕ αριθ. C 344 της 31. 12. 1985, σ. 31.
(3)
ΕΕ αριθ. L 258 της 21. 9. 1978, σ. 35.
E-mail = ggioggaras@Gmail.com
|
ΝΕΑ
Βιβλία για
Ε Ξ Ε Τ Α Σ Ε Ι Σ
Πιστοποιημένων
Εκτελωνιστών
|
Ρωτήστε μας Τελωνειακά θέματα στο:
Να σας απαντήσουμε
|
Εκτύπωση πολυσέλιδων Νόμων, Κανονισμών κλπ
Ιστοσελίδα = PrePrint.gr
Με μικρό κόστος
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου