Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

Άμυνα κατά των επιδοτήσεων προϊόντων τρίτων χωρών με χρηματοδότηση των Εξαγωγών, καν (ΕΕ) 2016/1037 (Μάθημα 1) 27 Απριλίου 2017


Άμυνα κατά των επιδοτήσεων προϊόντων τρίτων χωρών με χρηματοδότηση των Εξαγωγών, καν  (ΕΕ) 2016/1037  (Μάθημα 1) 27 Απριλίου 2017


30.6.2016   
EL
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
L 176/55

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/1037 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟ
της 8ης Ιουνίου 2016
για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
(κωδικοποιημένο κείμενο)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 2,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1)
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 597/2009 του Συμβουλίου (3) έχει τροποποιηθεί ουσιωδώς (4). Είναι ως εκ τούτου σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού.

(2)
Το παράρτημα 1Α της συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου («συμφωνία για τον ΠΟΕ») περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1994 («ΓΣΔΕ του 1994»), μια συμφωνία για τη γεωργία («συμφωνία για τη γεωργία»), μια συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994, καθώς και μια συμφωνία για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα («συμφωνία για τις επιδοτήσεις»).

(3)
Προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή και διαφανής εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στη συμφωνία για τις επιδοτήσεις, θα πρέπει να αποτυπωθούν, κατά το δυνατόν, οι διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας στην ενωσιακή νομοθεσία.

(4)
Επιπλέον, είναι σκόπιμο να διευκρινιστούν, με επαρκείς λεπτομέρειες, οι όροι που καθορίζουν την ύπαρξη επιδότησης, οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα εφαρμογής των αντισταθμιστικών δασμών (ειδικότερα, κατά πόσον η επιδότηση έχει ατομικό χαρακτήρα) και τα κριτήρια τα οποία εφαρμόζονται για τον υπολογισμό του ύψους της αντισταθμίσιμης επιδότησης.

(5)
Είναι ανάγκη, κατά τον προσδιορισμό της ύπαρξης επιδότησης, να αποδεικνύεται ότι έχει παρασχεθεί χρηματοδοτική συνεισφορά από το Δημόσιο ή από κρατικό φορέα, εντός της επικράτειας μιας χώρας, ή ότι έχει παρασχεθεί στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών υπό οποιαδήποτε μορφή, κατά την έννοια του άρθρου XVI της ΓΣΔΕ του 1994, και ότι έχει προσποριστεί κάποιο όφελος στην επιχείρηση.

(6)
Για τον υπολογισμό του οφέλους που προσπορίζεται ο αποδέκτης στην περίπτωση που δεν υπάρχει σημείο αναφοράς της αγοράς στη συγκεκριμένη χώρα, το σημείο αναφοράς θα πρέπει να καθορίζεται με την προσαρμογή των όρων και συνθηκών που επικρατούν στην εν λόγω αγορά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία που υπάρχουν στην εν λόγω χώρα. Εάν αυτό δεν είναι εφικτό επειδή, μεταξύ άλλων, αυτές οι τιμές ή το κόστος είτε δεν υπάρχουν ή δεν είναι αξιόπιστες, τότε θα πρέπει να καθοριστεί το κατάλληλο σημείο αναφοράς με τη χρήση των όρων και συνθηκών που επικρατούν σε άλλες αγορές.

(7)
Είναι σκόπιμο να θεσπιστούν σαφείς και λεπτομερείς κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους παράγοντες που είναι δυνατό να χρησιμεύσουν για τη διαπίστωση του κατά πόσον οι επιδοτούμενες εισαγωγές έχουν προξενήσει ή υπάρχει ο κίνδυνος να προξενήσουν σημαντική ζημία. Κατά την απόδειξη του γεγονότος ότι ο όγκος και οι τιμές των επίμαχων εισαγωγών ευθύνονται για τη ζημία που έχει υποστεί ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, ενδείκνυται να προσμετράται η επίδραση άλλων παραγόντων και, ειδικότερα, των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά της Ένωσης.

(8)
Είναι σκόπιμο να προσδιοριστεί η έννοια του όρου «ενωσιακός κλάδος παραγωγής» και να προβλεφθεί ότι τα μέρη που συνδέονται με εξαγωγείς είναι δυνατόν να εξαιρούνται από τον εν λόγω κλάδο παραγωγής, καθώς επίσης να προσδιοριστεί η έννοια του όρου «συνδεόμενος». Είναι επίσης αναγκαίο να προβλεφθεί η δυνατότητα διαδικασίας αντισταθμιστικών δασμών για λογαριασμό των παραγωγών μιας περιφέρειας της Ένωσης και να θεσπιστούν κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον ορισμό τέτοιας περιφέρειας.

(9)
Είναι αναγκαίο να καθοριστεί ποιος είναι αρμόδιος να υποβάλει καταγγελία για αντισταθμιστικούς δασμούς, καθώς και ο απαιτούμενος βαθμός υποστήριξης της καταγγελίας από τον οικείο ενωσιακό κλάδο παραγωγής, και να καθοριστούν τα στοιχεία που κάθε καταγγελία θα πρέπει να περιέχει σχετικά με τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις, τη ζημία και τη μεταξύ τους αιτιώδη συνάφεια. Είναι επίσης σκόπιμο να καθοριστούν οι διαδικασίες που διέπουν την απόρριψη των καταγγελιών ή την κίνηση διαδικασίας.

(10)
Είναι αναγκαίο να καθοριστεί ο τρόπος με τον οποίον θα πρέπει να ενημερώνονται τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με τα στοιχεία που χρειάζονται οι αρχές. Θα πρέπει να παρέχεται στα ενδιαφερόμενα μέρη πλήρης δυνατότητα υποβολής κάθε συναφούς αποδεικτικού στοιχείου και προάσπισης των συμφερόντων τους. Είναι επίσης επιθυμητό να καθιερωθούν ευκρινώς οι κανόνες και οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά τη διάρκεια της έρευνας, ιδίως οι κανόνες βάσει των οποίων τα ενδιαφερόμενα μέρη οφείλουν να αναγγέλλονται, να διατυπώνουν τις απόψεις τους και να υποβάλλουν στοιχεία εντός συγκεκριμένων προθεσμιών, προκειμένου να ληφθούν υπόψη. Θα πρέπει επίσης να καθοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα ενδιαφερόμενο μέρος είναι δυνατόν να αποκτήσει πρόσβαση σε στοιχεία υποβληθέντα από άλλα ενδιαφερόμενα μέρη και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επ' αυτών. Θα πρέπει επίσης να καθιερωθεί συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής για τη συγκέντρωση των στοιχείων.

(11)
Είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατόν να επιβληθούν προσωρινοί δασμοί, καθώς και προϋποθέσεις υπό τις οποίες η επιβολή των προσωρινών δασμών δεν επιτρέπεται πριν από την πάροδο 60 ημερών ούτε μετά την πάροδο εννέα μηνών από την έναρξη της διαδικασίας. Οι εν λόγω δασμοί είναι δυνατόν να επιβληθούν, σε όλες τις περιπτώσεις, από την Επιτροπή μόνο για διάστημα τεσσάρων μηνών.

(12)
Είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι διαδικασίες αποδοχής των αναλήψεων υποχρεώσεων, με τις οποίες εξαλείφονται ή εξουδετερώνονται οι αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις και η ζημία, αντί της επιβολής προσωρινών ή οριστικών δασμών. Είναι, επίσης, σκόπιμο να προβλεφθούν οι επιπτώσεις της παραβίασης ή της ανάκλησης ανειλημμένων υποχρεώσεων και να προβλεφθεί ότι είναι δυνατή η επιβολή προσωρινών δασμών σε περιπτώσεις που υπάρχουν υπόνοιες περί παραβίασης ή όταν απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τη συμπλήρωση των πορισμάτων. Κατά την αποδοχή αναλήψεως υποχρεώσεων, θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε οι προτεινόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων και η επιβολή τους να μην οδηγούν σε αντιανταγωνιστική συμπεριφορά.

(13)
Είναι σκόπιμο να επιτραπεί η ανάκληση μιας ανάληψης υποχρεώσεων και η εφαρμογή του δασμού με μία ενιαία νομική πράξη. Είναι επίσης αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι η διαδικασία ανάκλησης περατώνεται εντός προθεσμίας κανονικά έξι μηνών και σε καμία περίπτωση μεγαλύτερης των εννέα μηνών, για να γίνει η ορθή εφαρμογή του ισχύοντος μέτρου.

(14)
Είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι οι υποθέσεις θα πρέπει κατά κανόνα να περατώνονται εντός διαστήματος 12 μηνών και, πάντως, το αργότερο εντός 13 μηνών από την έναρξη της έρευνας, ανεξαρτήτως εάν έχουν ή όχι θεσπιστεί οριστικά μέτρα.

(15)
Οι έρευνες ή οι διαδικασίες θα πρέπει να περατώνονται, όταν το ύψος της επιδότησης είναι ασήμαντο ή όταν, ιδίως στην περίπτωση εισαγωγών καταγωγής αναπτυσσόμενων χωρών, ο όγκος των επιδοτούμενων εισαγωγών ή η ζημία είναι αμελητέα και είναι σκόπιμο να καθοριστούν οι καταστάσεις αυτές. Όταν πρόκειται να επιβληθούν μέτρα, είναι αναγκαίο να προβλέπεται η περάτωση των ερευνών και να ορίζεται ότι το ύψος των δασμών θα πρέπει να είναι μικρότερο από το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, εφόσον αυτό το κατώτερο ποσό αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας, και να οριστεί επίσης η μέθοδος υπολογισμού του ύψους των δασμών σε περιπτώσεις δειγματοληψίας.

(16)
Είναι ανάγκη να προβλεφθεί η δυνατότητα αναδρομικής είσπραξης των προσωρινών δασμών, εφόσον αυτό κρίνεται απαραίτητο, και να καθοριστούν οι συνθήκες υπό τις οποίες είναι δυνατόν να αποφασίζεται η αναδρομική επιβολή δασμών, προκειμένου να αποτρέπεται η μείωση της αποτελεσματικότητας των οριστικών μέτρων που πρόκειται να εφαρμοστούν. Είναι επίσης ανάγκη να προβλεφθεί ότι οι δασμοί είναι δυνατόν να επιβάλλονται αναδρομικά σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης ανειλημμένων υποχρεώσεων.

(17)
Είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι τα μέτρα παύουν να ισχύουν μετά την πάροδο πενταετίας, εκτός αν διαπιστωθεί, μετά από επανεξέταση, ότι είναι σκόπιμη η διατήρησή τους σε ισχύ. Είναι ακόμη ανάγκη να προβλεφθεί, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υποβάλλονται επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη μεταβολή των συνθηκών, η δυνατότητα διενέργειας ενδιάμεσης επανεξέτασης ή ερευνών, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον επιβάλλεται η επιστροφή αντισταθμιστικών δασμών.

(18)
Αν και η συμφωνία για τις επιδοτήσεις δεν περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με την καταστρατήγηση των αντισταθμιστικών μέτρων, η πιθανότητα αυτή υφίσταται, υπό όρους παρεμφερείς, μολονότι όχι πανομοιότυπους, σε σχέση με τον κίνδυνο καταστρατήγησης των μέτρων αντιντάμπινγκ. Κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί διάταξη κατά της καταστρατήγησης στον παρόντα κανονισμό.

(19)
Είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ποια είναι τα μέρη που διαθέτουν το δικαίωμα να ζητήσουν την έναρξη ερευνών για καταστρατήγηση.

(20)
Είναι επίσης επιθυμητό να διασαφηνιστούν οι πρακτικές οι οποίες αποτελούν καταστρατήγηση των μέτρων που εφαρμόζονται. Οι πρακτικές καταστρατήγησης μπορούν να λάβουν χώρα στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της Ένωσης. Είναι επομένως αναγκαίο να προβλεφθεί ότι οι απαλλαγές από τους επεκταθέντες δασμούς που ενδεχομένως έχουν χορηγηθεί στους εισαγωγείς μπορούν επίσης να χορηγηθούν στους εξαγωγείς όταν επιβάλλονται οι δασμοί για να αντιμετωπιστεί η καταστρατήγηση που λαμβάνει χώρα εκτός της Ένωσης.

(21)
Είναι σκόπιμο να επιτραπεί η αναστολή αντισταθμιστικών μέτρων σε περίπτωση παροδικής μεταβολής των συνθηκών στην αγορά, η οποία καθιστά τη διατήρησή τους προσωρινά άσκοπη.

(22)
Είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ότι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο έρευνας είναι δυνατό να υποβάλλονται σε καταγραφή κατά την εισαγωγή, ώστε να καθίσταται δυνατή η μεταγενέστερη εφαρμογή μέτρων κατά των εισαγωγών αυτών.

(23)
Για να διασφαλιστεί η προσήκουσα εφαρμογή των μέτρων, είναι απαραίτητο τα κράτη μέλη να παρακολουθούν και να υποβάλλουν στην Επιτροπή στοιχεία σχετικά με τις εισαγωγές των προϊόντων που υπόκεινται σε έρευνα ή σε μέτρα, καθώς και σχετικά με το ύψος των δασμών που εισπράττονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Είναι επίσης αναγκαίο να προβλεφθεί η δυνατότητα για την Επιτροπή να ζητεί από τα κράτη μέλη να υποβάλλουν, τηρουμένων των κανόνων εμπιστευτικότητας, στοιχεία που θα χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση των ανειλημμένων υποχρεώσεων ως προς τις τιμές και για την επαλήθευση της αποτελεσματικότητας των ισχυόντων μέτρων.

(24)
Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η δυνατότητα επισκέψεων με σκοπό την επαλήθευση στοιχείων που έχουν υποβληθεί σχετικά με τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις και τη ζημία, αν και οι επισκέψεις αυτές θα πρέπει να εξαρτώνται από την ποιότητα των απαντήσεων στα ερωτηματολόγια που έχουν αποσταλεί.

(25)
Είναι ουσιώδες να προβλεφθεί η δυνατότητα δειγματοληψίας σε υποθέσεις με μεγάλο αριθμό ενδιαφερομένων μερών ή συναλλαγών, ούτως ώστε να είναι δυνατή η περάτωση των ερευνών εντός των οριζομένων προθεσμιών.

(26)
Είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι, όταν τα μέρη δεν συνεργάζονται με τρόπο ικανοποιητικό, είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται άλλα πληροφοριακά στοιχεία για τη συναγωγή των πορισμάτων και ότι τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκά για τα μέρη αυτά απ' ό,τι εάν είχαν συνεργαστεί.

(27)
Θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις για τη μεταχείριση πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, ούτως ώστε να μη διαρρέουν επιχειρηματικά ή κρατικά μυστικά.

(28)
Είναι απαραίτητο να προβλέπονται προσήκουσα ενημέρωση για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις των μερών που δικαιούνται τέτοια μεταχείριση και να προβλέπεται ότι η ενημέρωση αυτή γίνεται εντός προθεσμίας που επιτρέπει στα μέρη να υπερασπίζουν τα συμφέροντά τους, λαμβανομένης υπόψη της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στην Ένωση.

(29)
Είναι φρόνιμο να καθιερωθεί ένα διοικητικό σύστημα που να προβλέπει τη δυνατότητα προβολής επιχειρημάτων σχετικά με το εάν δεδομένο μέτρο είναι προς το συμφέρον της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων των καταναλωτών, και να καθοριστούν αφενός οι προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να υποβάλλονται τα σχετικά στοιχεία και, αφετέρου, τα δικαιώματα ενημέρωσης των ενδιαφερόμενων μερών.

(30)
Κατά την εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στη συμφωνία για τις επιδοτήσεις, είναι ουσιώδες, προκειμένου να διατηρηθεί η ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που η εν λόγω συμφωνία επιδιώκει να θεσπίσει, να λαμβάνει υπόψη της η Ένωση την ερμηνεία των εν λόγω δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από τους βασικούς εμπορικούς εταίρους της Ένωσης, όπως αυτή εκφράζεται στη νομοθεσία ή την πάγια πρακτική.

(31)
H εφαρμογή του παρόντος κανονισμού απαιτεί ενιαίες προϋποθέσεις για την έγκριση προσωρινών και οριστικών δασμών και για την περάτωση της έρευνας χωρίς λήψη μέτρων. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να εγκρίνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

(32)
Η συμβουλευτική διαδικασία θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την έγκριση προσωρινών μέτρων, δεδομένων των επιπτώσεων αυτών των μέτρων και του γεγονότος ότι η έγκριση οριστικών μέτρων αποτελεί τη λογική τους συνέχεια. Θα πρέπει να χρησιμοποιείται επίσης για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων, την έναρξη ή μη επανεξετάσεων ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, την παράταση της αναστολής των μέτρων και την αποκατάσταση των μέτρων, δεδομένων των επιπτώσεων αυτών των μέτρων σε σύγκριση με οριστικά μέτρα. Όταν μια καθυστέρηση στην επιβολή μέτρων θα προκαλούσε ζημία που θα ήταν δύσκολο να επανορθωθεί, είναι απαραίτητο να επιτρέπεται στην Επιτροπή να εγκρίνει αμέσως εφαρμοστέα προσωρινά μέτρα,
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Αρχές
1.   Αντισταθμιστικός δασμός είναι δυνατό να επιβάλλεται με σκοπό την εξουδετέρωση των συνεπειών της επιδότησης που έχει ενδεχομένως χορηγηθεί, άμεσα ή έμμεσα, για την κατασκευή, την παραγωγή, την εξαγωγή ή τη μεταφορά οποιουδήποτε προϊόντος του οποίου η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ένωση προκαλεί ζημία.
2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, στις περιπτώσεις που τα προϊόντα δεν εισάγονται απευθείας από τη χώρα καταγωγής, αλλά εξάγονται στην Ένωση μέσω μιας ενδιάμεσης χώρας, εφαρμόζονται πλήρως οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού και, όταν είναι σκόπιμο, η εκάστοτε συναλλαγή ή συναλλαγές θεωρείται ότι έχουν πραγματοποιηθεί μεταξύ της χώρας καταγωγής και της Ένωσης.
Άρθρο 2
Ορισμοί
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:
α)
ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο επιδότησης εάν τυγχάνει αντισταθμίσιμης επιδότησης, κατά την έννοια των άρθρων 3 και 4. Η επιδότηση είναι δυνατό να χορηγείται από το Δημόσιο της χώρας καταγωγής του εισαγόμενου προϊόντος ή από το Δημόσιο μιας ενδιάμεσης χώρας από την οποία το προϊόν εξάγεται στην Ένωση και η οποία καλείται, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, «χώρα εξαγωγής»·

β)
ως «Δημόσιο» νοείται κάθε δημόσιος ή κυβερνητικός οργανισμός στην επικράτεια της χώρας καταγωγής ή εξαγωγής·

γ)
ως «ομοειδές προϊόν» νοείται ένα πανομοιότυπο προϊόν, δηλαδή όμοιο από κάθε άποψη με το εξεταζόμενο προϊόν, ή, αν δεν υπάρχει ένα τέτοιο προϊόν, ένα άλλο προϊόν το οποίο, αν και όχι όμοιο από κάθε άποψη, έχει χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν στενή ομοιότητα με εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος·

δ)
ως «ζημία» νοείται, αν δεν ορίζεται άλλως, η σημαντική ζημία η οποία προκαλείται στον οικείο ενωσιακό κλάδο παραγωγής, ο κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ή η σημαντική καθυστέρηση της δημιουργίας ενός τέτοιου κλάδου παραγωγής, και ερμηνεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8.
Άρθρο 3
Ορισμός της επιδότησης
Θεωρείται ότι συντρέχει επιδότηση εφόσον:
1)
α)
υπάρχει χρηματοδοτική συνεισφορά του Δημοσίου στη χώρα καταγωγής ή εξαγωγής, δηλαδή στις ακόλουθες περιπτώσεις:
i)
όταν το Δημόσιο ενεργεί κατά τρόπο που συνεπάγεται άμεση μεταφορά κεφαλαίων (π.χ. υπό μορφή επιχορηγήσεων, δανείων ή εισφοράς στο κεφάλαιο), δυνητική άμεση μεταφορά κεφαλαίων ή υποχρεώσεων (π.χ. παροχή εγγύησης για δάνεια)·

ii)
όταν το Δημόσιο παραιτείται από απαίτηση σε έσοδο που κανονικά του οφείλεται ή δεν το εισπράττει (π.χ. μέσω της παροχής φορολογικών κινήτρων, όπως είναι οι πιστώσεις φόρου). Εν προκειμένω, δεν θεωρείται ως επιδότηση η απαλλαγή ενός εξαγόμενου προϊόντος από δασμούς ή φόρους που επιβαρύνουν το ομοειδές προϊόν όταν αυτό προορίζεται για εγχώρια κατανάλωση, ούτε η διαγραφή αυτών των δασμών ή φόρων μέχρι ενός ποσού που δεν υπερβαίνει το ύψος της αναλογούσας οφειλής, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω διαγραφή παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων I, II και ΙΙΙ·

iii)
όταν το Δημόσιο παρέχει αγαθά ή υπηρεσίες, εκτός από τη γενικότερη υποδομή, ή όταν αγοράζει αγαθά·

iv)
όταν το Δημόσιο:
καταβάλλει ποσά σε ένα σύστημα χρηματοδοτήσεων ή

αναθέτει ή δίνει εντολή σε έναν ιδιωτικό φορέα να διενεργήσει μία ή περισσότερες από τις πράξεις που περιγράφονται στα στοιχεία i), ii) και iii), οι οποίες κανονικά υπάγονται στην αρμοδιότητά του, και εφόσον η διενέργεια των εν λόγω πράξεων δεν διαφέρει κατ' ουσία διόλου από τη συνήθη διενέργεια πράξεων εκ μέρους του Δημοσίου·
ή

β)
παρέχεται στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών, υπό οιαδήποτε μορφή, κατά την έννοια του άρθρου XVI της ΓΣΔΕ του 1994· και

2)
με τον τρόπο αυτό προσπορίζεται κάποιο όφελος.
Άρθρο 4
Αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις
1.   Οι επιδοτήσεις υπόκεινται σε αντισταθμιστικά μέτρα μόνον εφόσον έχουν ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια των παραγράφων 2, 3 και 4.
2.   Για να διαπιστωθεί κατά πόσον έχει ατομικό χαρακτήρα μια επιδότηση προς συγκεκριμένη επιχείρηση ή όμιλο επιχειρήσεων ή προς συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής ή ομάδα κλάδων παραγωγής («συγκεκριμένες επιχειρήσεις»), που υπάγονται στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση, εφαρμόζονται οι ακόλουθες αρχές:
α)
μια επιδότηση θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα όταν η αρχή που παρέχει την επιδότηση ή η εφαρμοστέα νομοθεσία ορίζει ρητώς ότι η επιδότηση μπορεί να χορηγείται μόνο σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις·

β)
θεωρείται ότι η επιδότηση δεν έχει ατομικό χαρακτήρα, όταν η αρχή που παρέχει την επιδότηση ή η εφαρμοστέα νομοθεσία θέτει αντικειμενικά κριτήρια ή προϋποθέσεις τα οποία διέπουν το δικαίωμα λήψης της επιδότησης και το ύψος αυτής, υπό τον όρο όμως ότι το δικαίωμα λήψης της επιδότησης γεννάται αυτομάτως και ότι τα σχετικά κριτήρια ή προϋποθέσεις τηρούνται απαρεγκλίτως·

γ)
εάν, παρόλο που εκ πρώτης όψεως, από την εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β), προκύπτει ότι μια δεδομένη επιδότηση δεν έχει ατομικό χαρακτήρα, αλλά υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι στην πραγματικότητα η επιδότηση μπορεί να έχει ατομικό χαρακτήρα, είναι δυνατό να συνεκτιμώνται ορισμένοι άλλοι παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί είναι οι ακόλουθοι: η συμμετοχή σε πρόγραμμα επιδοτήσεων περιορισμένου αριθμού συγκεκριμένων επιχειρήσεων, η σε πολύ μεγάλο βαθμό συμμετοχή συγκεκριμένων επιχειρήσεων σε κάποιο πρόγραμμα επιδοτήσεων, η παροχή σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις δυσανάλογα υψηλών ποσών επιδότησης και ο τρόπος με τον οποίο η αρμόδια για την παροχή της επιδότησης αρχή άσκησε τη διακριτική ευχέρεια που διέθετε προκειμένου να αποφασίσει για την παροχή της επιδότησης. Για τον σκοπό αυτό, λαμβάνονται υπόψη ιδίως στοιχεία σχετικά με τη συχνότητα απόρριψης ή έγκρισης των αιτήσεων παροχής επιδότησης, καθώς και οι λόγοι στους οποίους στηρίζονται οι εν λόγω αποφάσεις.
Για τους σκοπούς του στοιχείου β), ως «αντικειμενικά κριτήρια ή προϋποθέσεις» νοούνται τα κριτήρια ή οι προϋποθέσεις που έχουν ουδέτερο χαρακτήρα, δεν ευνοούν συγκεκριμένες επιχειρήσεις σε βάρος άλλων, είναι οικονομικής φύσεως και εφαρμόζονται οριζοντίως, όπως είναι π.χ. ο αριθμός των απασχολούμενων ή το μέγεθος της επιχείρησης.
Τα κριτήρια ή οι προϋποθέσεις πρέπει να καθορίζονται επακριβώς στον νόμο, στη ρύθμιση ή σε κάθε άλλο επίσημο έγγραφο, ούτως ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της εφαρμογής τους.
Κατά την εφαρμογή του στοιχείου γ) του πρώτου εδαφίου, συνεκτιμάται ο βαθμός διαφοροποίησης των οικονομικών δραστηριοτήτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση, καθώς και η διάρκεια εφαρμογής του οικείου προγράμματος επιδοτήσεων.
3.   Έχει ατομικό χαρακτήρα η επιδότηση που παρέχεται αποκλειστικά προς συγκεκριμένες επιχειρήσεις οι οποίες ευρίσκονται εντός προκαθορισμένης γεωγραφικής περιοχής, υπαγόμενης στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, δεν θεωρούνται ως επιδότηση ατομικού χαρακτήρα, ο καθορισμός ή η μεταβολή φορολογικών συντελεστών γενικής ισχύος από διοικητική αρχή οποιασδήποτε βαθμίδας η οποία είναι αρμόδια να προβεί στις ενέργειες αυτές.
4.   Ανεξαρτήτως των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3, οι ακόλουθες επιδοτήσεις θεωρείται ότι έχουν ατομικό χαρακτήρα:
α)
οι επιδοτήσεις οι οποίες εξαρτώνται, de jure ή de facto, από τη μόνη ή παράλληλη προϋπόθεση της επίτευξης εξαγωγικής επίδοσης, συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων οι οποίες παρατίθενται, χάριν παραδείγματος, στο παράρτημα I·

β)
οι επιδοτήσεις οι οποίες εξαρτώνται από τη μόνη ή παράλληλη προϋπόθεση της χρησιμοποίησης εγχώριων κατά προτίμηση και όχι εισαγόμενων προϊόντων.
Για τους σκοπούς του στοιχείου α), οι επιδοτήσεις θεωρείται ότι εξαρτώνται στην πράξη από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης όταν από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι, η παροχή της επιδότησης ακόμα και αν δεν εξαρτάται νομικά από την επίτευξη εξαγωγής επίδοσης, ωστόσο στην πράξη συνδέεται με κάποιες πραγματικές ή προσδοκώμενες εξαγωγές ή έσοδα από εξαγωγές. Το γεγονός και μόνον ότι δεδομένη επιδότηση παρέχεται προς επιχειρήσεις που πραγματοποιούν εξαγωγές δεν αρκεί, εξ αυτού και μόνον του λόγου, για να της προσδώσει το χαρακτήρα εξαγωγικής επιδότησης κατά την έννοια της παρούσας διάταξης.
5.   Κάθε προσδιορισμός του ατομικού ή μη χαρακτήρα μιας επιδότησης βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου τεκμηριώνεται με σαφήνεια βάσει θετικών αποδεικτικών στοιχείων.
Άρθρο 5
Υπολογισμός του ύψους της αντισταθμίσιμης επιδότησης
Το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης υπολογίζεται με βάση το όφελος που προσπορίζεται ο αποδέκτης της επιδότησης και το οποίο διαπιστώνεται και καθορίζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Κανονικά, η περίοδος αυτή είναι η πλέον πρόσφατη λογιστική χρήση του δικαιούχου, αλλά μπορεί να είναι οποιαδήποτε άλλη περίοδος, διάρκειας τουλάχιστον έξι μηνών πριν από την έναρξη της έρευνας για την οποία είναι διαθέσιμα αξιόπιστα οικονομικά και άλλα στοιχεία.
Άρθρο 6
Υπολογισμός του οφέλους που προσπορίζεται ο αποδέκτης
Όσον αφορά τον υπολογισμό του οφέλους που προσπορίζεται ο αποδέκτης, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:
α)
η εισφορά στο μετοχικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης εκ μέρους του δημοσίου δεν θεωρείται ότι προσπορίζεται όφελος, εκτός αν η επένδυση είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι δεν συμβιβάζεται προς τη συνήθη επενδυτική πρακτική (συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης επιχειρηματικών κεφαλαίων) την οποία ακολουθούν οι ιδιώτες επενδυτές στην επικράτεια της χώρας καταγωγής και/ή εξαγωγής·

β)
η χορήγηση δανείου εκ μέρους του Δημοσίου δεν θεωρείται ότι προσπορίζει όφελος, εκτός αν υφίσταται διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβάλλει η δανειολήπτρια επιχείρηση για το δάνειο που της χορηγεί το Δημόσιο και του ποσού το οποίο θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει η ίδια επιχείρηση για ένα ανάλογο εμπορικό δάνειο το οποίο θα ήταν πράγματι σε θέση να εξασφαλίσει στην αγορά. Στην περίπτωση αυτή, το όφελος ισούται με τη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ποσών·

γ)
η παροχή εγγύησης εκ μέρους του Δημοσίου για κάποιο δάνειο δεν θεωρείται ότι προσπορίζει όφελος, εκτός αν υφίσταται διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβάλλει η επιχείρηση, υπέρ της οποίας παρεσχέθη η εγγύηση, για το δάνειο που έχει συνομολογήσει με την εγγύηση του Δημοσίου και του ποσού που θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει η ίδια επιχείρηση για ένα ανάλογο εμπορικό δάνειο σε περίπτωση που δεν υπήρχε η εγγύηση του Δημοσίου. Στην περίπτωση αυτή, το όφελος ισούται με τη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ποσών, αφού γίνουν οι αναγκαίες αναπροσαρμογές για να ληφθούν υπόψη ενδεχόμενες διαφορές στις προμήθειες·

δ)
η παροχή αγαθών ή υπηρεσιών ή η αγορά αγαθών από το Δημόσιο δεν θεωρείται ότι προσπορίζει όφελος, εκτός αν η διάθεση πραγματοποιείται έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού, ή αν για την αγορά καταβάλλεται τίμημα μεγαλύτερο από το κανονικό. Για να κριθεί κατά πόσον το τίμημα είναι το κανονικό, εξετάζονται οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά της χώρας όπου πραγματοποιείται η παροχή ή η αγορά όσον αφορά το συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία (στις συνθήκες αυτές συμπεριλαμβάνονται η τιμή, η ποιότητα, το κατά πόσον είναι διαθέσιμο το συγκεκριμένο αγαθό ή η υπηρεσία, η εμπορευσιμότητα, η μεταφορά και οι λοιποί όροι αγοράς ή πώλησης).
Αν δεν επικρατούν τέτοιοι όροι και συνθήκες για το εν λόγω προϊόν ή υπηρεσία στη χώρα παροχής ή αγοράς, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κατάλληλα σημεία αναφοράς, ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες:
i)
οι όροι και οι συνθήκες που επικρατούν στην εν λόγω χώρα, προσαρμόζονται, με βάση το πραγματικό κόστος, τις τιμές και άλλα στοιχεία που υπάρχουν διαθέσιμα σε αυτή τη χώρα, με το κατάλληλο ποσό που αντανακλά τις κανονικές συνθήκες και όρους της αγοράς· ή

ii)
ενδεχομένως, χρησιμοποιούνται οι όροι και οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά άλλης χώρας ή στην παγκόσμια αγορά και οι οποίες είναι διαθέσιμες στον αποδέκτη.
Άρθρο 7
Γενικές διατάξεις υπολογισμού
1.   Το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων καθορίζεται ανά μονάδα του προϊόντος που επιδοτείται και εξάγεται προς την Ένωση.
Κατά τον καθορισμό του εν λόγω ποσού, είναι δυνατό να αφαιρούνται τα ακόλουθα στοιχεία από τη συνολική επιδότηση:
α)
κάθε τέλος για την υποβολή της σχετικής αίτησης και κάθε άλλο αναγκαίο έξοδο που πραγματοποιήθηκε με σκοπό την εξασφάλιση του δικαιώματος προς επιδότηση ή τη λήψη της επιδότησης·

β)
οι φόροι, δασμοί και λοιπές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται στο προϊόν κατά την εξαγωγή του στην Ένωση και που αποσκοπούν ειδικά στην αντιστάθμιση της επιδότησης.
Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος ζητάει μια τέτοια αφαίρεση, οφείλει να αποδείξει ότι το αίτημα αυτό είναι δικαιολογημένο.
2.   Όταν η επιδότηση χορηγείται ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες, το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης καθορίζεται με προσήκουσα κατανομή της αξίας της συνολικής επιδότησης σε συνάρτηση με το επίπεδο της παραγωγής, των πωλήσεων ή των εξαγωγών του συγκεκριμένου προϊόντος κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.
3.   Όταν η επιδότηση μπορεί να συνδεθεί με την απόκτηση ή τη μελλοντική απόκτηση πάγιων στοιχείων ενεργητικού, το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης υπολογίζεται με την κατανομή της στη διάρκεια χρονικής περιόδου που αντιστοιχεί στην κανονική απόσβεση των εκάστοτε στοιχείων ενεργητικού στο συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής.
Το ποσό που υπολογίζεται κατ' αυτόν τον τρόπο και το οποίο είναι δυνατό να αποδοθεί στην περίοδο έρευνας, συμπεριλαμβανομένου του ποσού που προκύπτει από πάγια στοιχεία του ενεργητικού που αποκτήθηκαν πριν από την εν λόγω περίοδο, κατανέμεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2.
Όταν τα στοιχεία δεν υπόκεινται σε απόσβεση, η επιδότηση εξομοιώνεται με άτοκο δάνειο και διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 6 στοιχείο β).
4.   Όταν μια επιδότηση δεν είναι δυνατόν να συνδεθεί με την απόκτηση πάγιων στοιχείων ενεργητικού, το ύψος του οφέλους που έχει προσποριστεί κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας αποδίδεται, καταρχήν, σε αυτήν την περίοδο και κατανέμεται με τον τρόπο που περιγράφεται στην παράγραφο 2, εκτός αν ειδικές περιστάσεις δικαιολογούν την απόδοση του οφέλους σε διαφορετική περίοδο.
Άρθρο 8
Προσδιορισμός της ζημίας
1.   Ο προσδιορισμός της ύπαρξης ζημίας στηρίζεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει οπωσδήποτε αντικειμενική εξέταση τόσο:
α)
του όγκου των επιδοτούμενων εισαγωγών και των συνεπειών αυτών των εισαγωγών για τις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην ενωσιακή αγορά· και

β)
των επακόλουθων συνεπειών των εν λόγω εισαγωγών για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.
2.   Όσον αφορά τον όγκο των επιδοτούμενων εισαγωγών, εξετάζεται κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση του όγκου των εν λόγω εισαγωγών, είτε σε απόλυτες τιμές είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στην Ένωση. Όσον αφορά την επίδραση των επιδοτούμενων εισαγωγών επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί επιδοτούμενες εισαγωγές σε τιμές αισθητά κατώτερες της τιμής του ομοειδούς προϊόντος που παράγει ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ή κατά πόσον οι εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν, με οιονδήποτε τρόπο, σημαντική συμπίεση των τιμών ή παρεμποδίζουν, σε σημαντικό βαθμό, την αύξηση των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους εν λόγω παράγοντες, ούτε ακόμη πλείονες εξ αυτών, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.
3.   Όταν διεξάγονται ταυτόχρονα έρευνες με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών σε σχέση με τις εισαγωγές συγκεκριμένου προϊόντος από περισσότερες από μια χώρες, οι συνέπειες των εισαγωγών αυτών αξιολογούνται σωρευτικά μόνον εάν:
α)
το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που προκύπτει για τις εισαγωγές από κάθε χώρα είναι αρκετά υψηλό ώστε να μη θεωρείται ασήμαντο κατά την έννοια του άρθρου 14 παράγραφος 5, ενώ ο όγκος των εισαγωγών από κάθε χώρα δεν είναι αμελητέος· και

β)
η σωρευτική αξιολόγηση των συνεπειών των εισαγωγών είναι ενδεδειγμένη, λαμβανομένων υπόψη των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, καθώς και των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και του ομοειδούς ενωσιακού προϊόντος.
4.   Η εξέταση της επίπτωσης των επιδοτούμενων εισαγωγών επί του οικείου ενωσιακού κλάδου παραγωγής περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και δεικτών που αντανακλούν την κατάσταση του υπόψη κλάδου παραγωγής και στους οποίους περιλαμβάνονται: το γεγονός ότι ένας κλάδος παραγωγής βρίσκεται ακόμη σε φάση ανάκαμψης από τις επιπτώσεις προγενέστερων περιπτώσεων χορήγησης επιδοτήσεων ή ντάμπινγκ· το μέγεθος του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων· η πραγματική και η ενδεχόμενη μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της απόδοσης των επενδύσεων και της χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού· παράγοντες που επηρεάζουν τις ενωσιακές τιμές· οι πραγματικές και οι δυνητικές αρνητικές συνέπειες για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις, καθώς και, όταν πρόκειται για το γεωργικό τομέα, το κατά πόσον έχει προκύψει αύξηση της επιβάρυνσης για τα κρατικά προγράμματα στήριξης. Η απαρίθμηση αυτή δεν είναι εξαντλητική και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε ακόμη πλείονες εξ αυτών, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.
5.   Με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που υποβάλλονται σε σχέση με την παράγραφο 1, πρέπει να αποδεικνύεται ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές προκαλούν ζημία. Ειδικότερα, αυτό περιλαμβάνει την απόδειξη πως ο όγκος και/ή τα επίπεδα τιμών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 έχουν επίπτωση επί του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κατά την έννοια της παραγράφου 4, και ότι λόγω του μεγέθους της η επίπτωση αυτή είναι δυνατό να χαρακτηριστεί ως σοβαρή.
6.   Εξετάζονται ακόμη τυχόν άλλοι γνωστοί παράγοντες, εκτός από τις επιδοτούμενες εισαγωγές, οι οποίοι προκαλούν κατά τον ίδιο χρόνο ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η ζημία που προκαλείται από αυτούς τους άλλους παράγοντες δεν αποδίδεται στις επιδοτούμενες εισαγωγές κατά την έννοια της παραγράφου 5. Στους παράγοντες που ενδέχεται να έχουν σημασία από αυτή την άποψη συμπεριλαμβάνονται: ο όγκος και οι τιμές των μη επιδοτούμενων εισαγωγών, η συρρίκνωση της ζήτησης ή οι μεταβολές των προτύπων κατανάλωσης, οι περιοριστικές εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζουν οι παραγωγοί τρίτων χωρών και της Ένωσης, καθώς και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους, οι τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και οι εξαγωγικές επιδόσεις και η παραγωγικότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.
7.   Οι συνέπειες των επιδοτούμενων εισαγωγών αξιολογούνται σε σχέση με την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος στην Ένωση, εφόσον τα διαθέσιμα στοιχεία επιτρέπουν το χωριστό προσδιορισμό της εν λόγω παραγωγής βάσει ορισμένων κριτηρίων, όπως είναι η μέθοδος παραγωγής, οι πωλήσεις και τα κέρδη των παραγωγών. Αν δεν είναι δυνατός ο χωριστός προσδιορισμός της εν λόγω παραγωγής, οι συνέπειες των επιδοτούμενων εισαγωγών αξιολογούνται μέσω της εξέτασης της παραγωγής της πλέον περιορισμένης ομάδας ή φάσματος προϊόντων, που περιλαμβάνουν το ομοειδές προϊόν, και για τα οποία είναι δυνατό να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα στοιχεία.
8.   Για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας, λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, και όχι μόνο προβαλλόμενοι ισχυρισμοί, εικοτολογίες ή απομακρυσμένες πιθανότητες. Οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων που θα δημιουργούσε κατάσταση υπό την οποία η επίμαχη επιδότηση θα προξενούσε ζημία, πρέπει να έχει προβλεφθεί με βεβαιότητα και πρέπει να είναι επικείμενη.
Προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας, θα πρέπει να εξετάζονται, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι παράγοντες:
α)
ο χαρακτήρας της επίμαχης επιδότησης και οι συνέπειες που είναι πιθανόν να προκληθούν από αυτή για το εμπόριο·

β)
αύξηση σε σημαντικό ποσοστό των επιδοτούμενων εισαγωγών στην αγορά της Ένωσης, η οποία αποτελεί ένδειξη για την πιθανότητα αξιόλογης αύξησης των εισαγωγών·

γ)
η ύπαρξη επαρκούς και ελεύθερα διαθέσιμης παραγωγικής ικανότητας του εξαγωγέα ή η επικείμενη σημαντική αύξηση της ικανότητας αυτής, με βάση την οποία πιθανολογείται σημαντική αύξηση των επιδοτούμενων εξαγωγών προς την Ένωση, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης άλλων εξαγωγικών αγορών οι οποίες θα μπορούσαν να απορροφήσουν τυχόν πρόσθετες εξαγωγές·

δ)
το κατά πόσον οι εισαγωγές έρχονται σε τιμές που θα είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική συμπίεση των τιμών ή την παρεμπόδιση σε σημαντικό βαθμό της αύξησης των τιμών και οι οποίες είναι πιθανό να αυξήσουν τη ζήτηση για νέες εισαγωγές·

ε)
τα αποθέματα του υπό εξέταση προϊόντος.
Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθεί βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά οι εξεταζόμενοι παράγοντες στο σύνολό τους πρέπει να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επίκειται η πραγματοποίηση περαιτέρω επιδοτούμενων εξαγωγών και ότι πρόκειται να προκληθεί σημαντική ζημία σε περίπτωση που δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα.
Άρθρο 9
Ορισμός του ενωσιακού κλάδου παραγωγής
1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «ενωσιακός κλάδος παραγωγής» νοείται το σύνολο των παραγωγών ομοειδών προϊόντων στην Ένωση ή όσων εξ αυτών η συνολική παραγωγή αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσοστό, κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 6, του συνόλου της ενωσιακής παραγωγής των προϊόντων αυτών. Ωστόσο:
α)
όταν οι παραγωγοί συνδέονται με τους εξαγωγείς ή τους εισαγωγείς ή είναι οι ίδιοι εισαγωγείς του προϊόντος που φέρεται να αποτελεί αντικείμενο επιδοτήσεων, ο όρος «ενωσιακός κλάδος παραγωγής» είναι δυνατό να ερμηνεύεται ως περιλαμβάνων τους λοιπούς παραγωγούς·

β)
σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το έδαφος της Ένωσης είναι δυνατό, καθόσον αφορά τη συγκεκριμένη παραγωγή, να διαιρείται σε δύο ή περισσότερες ανταγωνιστικές αγορές, και οι παραγωγοί στο εσωτερικό κάθε αγοράς είναι δυνατό να θεωρούνται ως χωριστός κλάδος παραγωγής, εφόσον:
i)
οι παραγωγοί στο εσωτερικό μιας τέτοιας αγοράς πωλούν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο της παραγωγής του συγκεκριμένου προϊόντος στην αγορά αυτή· και

ii)
η ζήτηση σε αυτή την αγορά δεν ικανοποιείται σε αξιόλογο βαθμό από τους παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλο μέρος της Ένωσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι υπάρχει ζημία, ακόμη και αν μεγάλο μέρος του συνολικού ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν υφίσταται ζημία, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές συγκεντρώνονται σ' αυτή τη μεμονωμένη αγορά και ότι, επιπροσθέτως, οι επιδοτούμενες εισαγωγές προκαλούν ζημία στους παραγωγούς του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου της παραγωγής εντός της συγκεκριμένης αγοράς.
2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι παραγωγοί θεωρείται ότι συνδέονται με εξαγωγείς ή εισαγωγείς μόνον εφόσον:
α)
ένας από αυτούς ελέγχει τον άλλον, άμεσα ή έμμεσα·

β)
και οι δύο ελέγχονται, άμεσα ή έμμεσα, από κάποιον τρίτο· ή

γ)
ελέγχουν από κοινού, άμεσα ή έμμεσα, κάποιον τρίτο, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν λόγοι για να πιστεύει ή να υποψιάζεται κανείς ότι η σχέση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να συμπεριφέρεται ο εκάστοτε παραγωγός διαφορετικά απ' ό,τι συμπεριφέρονται οι μη συνδεόμενοι παραγωγοί.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, γίνεται δεκτό ότι ο ένας ελέγχει τον άλλο όταν ο πρώτος έχει τη δυνατότητα, de jure ή de facto, να θέτει περιορισμούς στον δεύτερο ή να κατευθύνει τις ενέργειές του.
3.   Όταν ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής θεωρείται ότι αναφέρεται στους παραγωγούς μιας συγκεκριμένης περιφέρειας, παρέχεται η δυνατότητα στους εξαγωγείς ή στο Δημόσιο που χορηγεί τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις να προτείνουν την ανάληψη εκ μέρους τους υποχρεώσεων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 13, σε σχέση με τη συγκεκριμένη περιφέρεια. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κατά την εξέταση του εάν η επιβολή μέτρων θα έγκειτο προς το συμφέρον της Ένωσης, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στα συμφέροντα της συγκεκριμένης περιφέρειας. Σε περίπτωση που δεν προσφερθεί πάραυτα κάποια ικανοποιητική ανάληψη υποχρέωσης ή εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφοι 9 και 10, είναι δυνατό να επιβληθεί προσωρινός ή οριστικός αντισταθμιστικός δασμός για το σύνολο της Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, οι δασμοί, εάν είναι εφικτό, είναι δυνατό να ισχύουν μόνον έναντι συγκεκριμένων παραγωγών ή εξαγωγέων.
4.   Οι διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφος 7 εφαρμόζονται στο παρόν άρθρο.
Άρθρο 10
Κίνηση της διαδικασίας
1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, η έναρξη έρευνας για τη διαπίστωση της ύπαρξης, της έκτασης και των συνεπειών οποιασδήποτε πιθανολογούμενης επιδότησης, προϋποθέτει την υποβολή γραπτής καταγγελίας εκ μέρους κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου, ή ένωσης χωρίς νομική προσωπικότητα, που ενεργεί για λογαριασμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.
Η καταγγελία είναι δυνατό να υποβάλλεται στην Επιτροπή ή σε κάποιο κράτος μέλος που τη διαβιβάζει στην Επιτροπή. Η Επιτροπή αποστέλλει στα κράτη μέλη αντίγραφο κάθε καταγγελίας που λαμβάνει. Η καταγγελία λογίζεται υποβληθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα από αυτήν της παράδοσής της στην Επιτροπή με συστημένη επιστολή ή της αναγραφόμενης στην απόδειξη παραλαβής.
Όταν, ελλείψει καταγγελίας, ένα κράτος μέλος έχει στην κατοχή του επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν επιδότηση και την εξ αυτής προκύπτουσα ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, τα γνωστοποιεί αμέσως στην Επιτροπή.
2.   Κάθε καταγγελία κατά την παράγραφο 1 περιλαμβάνει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων (συμπεριλαμβανομένων, ει δυνατόν, του ύψους τους), τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που καταγγέλλεται ότι αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων και της κατά τους ισχυρισμούς ζημίας. Η καταγγελία περιλαμβάνει τα στοιχεία που είναι ευλόγως δυνατό να συγκεντρώσει ο καταγγέλλων σχετικά με τα εξής:
α)
την ταυτότητα του καταγγέλλοντος, καθώς και την περιγραφή του όγκου και της αξίας της παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που παράγεται στην Ένωση από τον καταγγέλλοντα. Όταν υποβάλλεται γραπτή καταγγελία για λογαριασμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, η καταγγελία διευκρινίζει τον κλάδο παραγωγής για λογαριασμό του οποίου υποβάλλεται η καταγγελία, υπό μορφή καταλόγου με όλους τους γνωστούς ενωσιακούς παραγωγούς του ομοειδούς προϊόντος (ή τις ενώσεις ενωσιακών παραγωγών του ομοειδούς προϊόντος)· επίσης περιέχει, στο μέτρο του δυνατού, στοιχεία για τον όγκο και την αξία της ενωσιακής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που αντιπροσωπεύουν οι εν λόγω παραγωγοί·

β)
πλήρη περιγραφή του προϊόντος που φέρεται να επιδοτείται, την ονομασία της εκάστοτε χώρας ή των εκάστοτε χωρών καταγωγής ή εξαγωγής, την ταυτότητα όλων των γνωστών εξαγωγέων ή αλλοδαπών παραγωγών, καθώς και κατάλογο των προσώπων που είναι γνωστό ότι εισάγουν το οικείο προϊόν·

γ)
τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη, το ύψος και το χαρακτήρα της συγκεκριμένης επιδότησης, καθώς και τη δυνατότητα εφαρμογής αντισταθμιστικών μέτρων·

δ)
τις μεταβολές του όγκου των εισαγωγών που καταγγέλλεται ότι αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων, για την επίδραση των εισαγωγών αυτών επί των τιμών του ομοειδούς προϊόντος στην ενωσιακή αγορά, καθώς και για την επακόλουθη επίπτωση των εισαγωγών αυτών επί του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, όπως αυτή αποδεικνύεται με βάση συναφείς παράγοντες και δείκτες που αποτελούν συνάρτηση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, όπως αυτοί που απαριθμούνται στο άρθρο 8 παράγραφοι 2 και 4.
3.   Η Επιτροπή εξετάζει, στο μέτρο του δυνατού, την ακρίβεια και την πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στην καταγγελία, προκειμένου να αποφανθεί κατά πόσον αυτά είναι ικανά να δικαιολογήσουν την έναρξη έρευνας.
4.   Η έναρξη έρευνας είναι δυνατή προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον οι καταγγελλόμενες επιδοτήσεις έχουν ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφοι 2 και 3.
5.   Επίσης, είναι δυνατόν να αρχίσει έρευνα σχετικά με τα μέτρα του είδους εκείνων που απαριθμούνται στο παράρτημα IV, στο βαθμό που αυτά περιέχουν κάποιο στοιχείο επιδότησης, κατά την έννοια του άρθρου 3, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τα εν λόγω μέτρα συνάδουν πλήρως με τις διατάξεις του εν λόγω παραρτήματος.
6.   Η έναρξη έρευνας σύμφωνα με την παράγραφο 1 είναι δυνατή μόνον εφόσον έχει διαπιστωθεί, έπειτα από εξέταση του βαθμού υποστήριξης ή αντίθεσης προς την υποβληθείσα εκ μέρους των ενωσιακών παραγωγών του ομοειδούς προϊόντος καταγγελία, ότι η καταγγελία έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Η καταγγελία θεωρείται ότι έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, εάν υποστηρίζεται από παραγωγούς της Ένωσης των οποίων η συνολική παραγωγή αντιπροσωπεύει ποσοστό μεγαλύτερο του 50 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που παράγεται από το τμήμα εκείνο του ενωσιακού κλάδου παραγωγής που έχει εκφράσει είτε την υποστήριξή του είτε την αντίθεσή του προς την καταγγελία. Εντούτοις, δεν επιτρέπεται η έναρξη έρευνας όταν οι ενωσιακοί παραγωγοί που υποστηρίζουν ρητώς την καταγγελία αντιπροσωπεύουν ποσοστό κατώτερο του 25 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.
7.   Οι αρχές αποφεύγουν να δίδουν δημοσιότητα σε αιτήσεις για έναρξη έρευνας, εκτός αν έχει ληφθεί απόφαση για την έναρξη έρευνας. Ωστόσο, το συντομότερο δυνατό μετά τη λήψη δεόντως τεκμηριωμένης καταγγελίας σύμφωνα με το παρόν άρθρο και, πάντως, πριν από την έναρξη έρευνας, η Επιτροπή ενημερώνει την οικεία χώρα καταγωγής και/ή εξαγωγής και την καλεί να συμμετάσχει σε διαβουλεύσεις, με σκοπό την αποσαφήνιση της κατάστασης όσον αφορά τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 2 και την επίτευξη αμοιβαία αποδεκτής λύσης.
8.   Αν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Επιτροπή αποφασίσει να αρχίσει έρευνα χωρίς να έχει λάβει γραπτή καταγγελία προς τούτο εκ μέρους ή για λογαριασμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, στηρίζεται σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια, κατά την έννοια της παραγράφου 2, τα οποία δικαιολογούν την έναρξη έρευνας. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη αφού διαπιστώσει την ανάγκη έναρξης τέτοιας έρευνας.
9.   Τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά τόσο με τις επιδοτήσεις, όσο και με τη ζημία, εξετάζονται ταυτοχρόνως προκειμένου να αποφασιστεί εάν ενδείκνυται η έναρξη έρευνας. Η καταγγελία απορρίπτεται όταν τα αποδεικτικά στοιχεία τα σχετικά είτε με τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις είτε με τη ζημία δεν είναι επαρκή για να δικαιολογήσουν τη συνέχιση της διαδικασίας. Δεν είναι δυνατή η κίνηση διαδικασίας εναντίον χωρών οι εισαγωγές από τις οποίες αντιπροσωπεύουν μερίδιο αγοράς κατώτερο του 1 %, εκτός αν οι χώρες αυτές αντιπροσωπεύουν συλλογικά ποσοστό τουλάχιστον 3 % της ενωσιακής κατανάλωσης.
10.   Η καταγγελία είναι δυνατό να αποσυρθεί πριν από την κίνηση διαδικασίας, και στην περίπτωση αυτή θεωρείται ως μη υποβληθείσα.
11.   Αν είναι προφανές ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν την κίνηση διαδικασίας, η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας και δημοσιεύει σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν τα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι επαρκή, ο καταγγέλλων ενημερώνεται σχετικά εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας στην Επιτροπή. Η Επιτροπή ενημερώνει, κανονικά, τα κράτη μέλη σχετικά με την ανάλυση της καταγγελίας εντός 21 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας στην Επιτροπή.
12.   Η ανακοίνωση για την κίνηση της διαδικασίας αναγγέλλει την έναρξη έρευνας, διευκρινίζει το προϊόν και τις χώρες που αυτή αφορά, περιέχει περίληψη των προσκομισθέντων στοιχείων και ορίζει ότι κάθε χρήσιμο στοιχείο πρέπει να γνωστοποιείται στην Επιτροπή.
Καθορίζει επίσης την προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να αναγγελθούν, να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να υποβάλουν στοιχεία, προκειμένου οι απόψεις αυτές και τα στοιχεία να ληφθούν υπόψη κατά την έρευνα. Καθορίζει, εξάλλου, την προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν ακρόαση από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 5.
13.   Η Επιτροπή ενημερώνει τους εξαγωγείς, τους εισαγωγείς και τις αντιπροσωπευτικές ενώσεις εισαγωγέων ή εξαγωγέων που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται, καθώς και τη χώρα καταγωγής και/ή εξαγωγής και τους καταγγέλλοντες σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας και, μεριμνώντας για την προστασία των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, παρέχει το πλήρες κείμενο της γραπτής καταγγελίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στους γνωστούς εξαγωγείς και στις αρχές της χώρας καταγωγής και/ή εξαγωγής, καθώς και στα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη κατόπιν αιτήσεώς τους. Όταν ο αριθμός των ενεχομένων εξαγωγέων είναι ιδιαιτέρως υψηλός, το πλήρες κείμενο της γραπτής καταγγελίας είναι δυνατό να παρέχεται μόνο στις αρχές της χώρας καταγωγής και/ή εξαγωγής ή στην οικεία εμπορική ένωση.
14.   Έρευνα η οποία έχει ως αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών δεν εμποδίζει τις διαδικασίες εκτελωνισμού.
Άρθρο 11
Έρευνα
1.   Κατόπιν της κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή αρχίζει έρευνα, σε ενωσιακό επίπεδο, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Η έρευνα αυτή καλύπτει ταυτόχρονα την επιδότηση και τη ζημία.
Προκειμένου να συναχθεί αντιπροσωπευτικό πόρισμα, επιλέγεται μια περίοδος έρευνας η οποία, στην περίπτωση των επιδοτήσεων, καλύπτει κανονικά την περίοδο έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 5.
Τα στοιχεία που αφορούν χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας, κανονικά, δεν λαμβάνονται υπόψη.
2.   Στα ενδιαφερόμενα μέρη που λαμβάνουν τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο έρευνας με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών, τάσσεται προθεσμία 30 ημερών τουλάχιστον για να απαντήσουν. Για τους εξαγωγείς, η προθεσμία αρχίζει να προσμετράται από την ημερομηνία παραλαβής του ερωτηματολογίου, το οποίο εν προκειμένω θεωρείται ότι λαμβάνεται επτά ημέρες από την ημερομηνία αποστολής του προς αυτόν που καλείται να το συμπληρώσει ή από την ημερομηνία διαβίβασής του στον αρμόδιο διπλωματικό εκπρόσωπο της χώρας καταγωγής και/ή εξαγωγής. Είναι δυνατόν να χορηγείται παράταση της προθεσμίας των 30 ημερών, αφού ληφθεί δεόντως υπόψη η προθεσμία που ισχύει για την έρευνα και υπό την επιφύλαξη ότι το οικείο ενδιαφερόμενο μέρος προβάλλει ικανό λόγο, με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις που αντιμετωπίζει, προκειμένου να λάβει την παράταση αυτή.
3.   Η Επιτροπή δύναται να ζητάει από τα κράτη μέλη να παρέχουν στοιχεία και τα κράτη μέλη θεσπίζουν όλες τις αναγκαίες διατάξεις προκειμένου να δώσουν συνέχεια στα αιτήματα αυτά.
Αποστέλλουν στην Επιτροπή τα στοιχεία που έχουν ζητηθεί, μαζί με τα πορίσματα του συνόλου των επιθεωρήσεων, ελέγχων ή ερευνών που έχουν διεξαχθεί.
Όταν αυτά τα στοιχεία είναι γενικού ενδιαφέροντος ή όταν η διαβίβασή τους έχει ζητηθεί από ένα κράτος μέλος, η Επιτροπή τα διαβιβάζει στα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα· στην περίπτωση αυτή διαβιβάζεται μη εμπιστευτική περίληψή τους.
4.   Η Επιτροπή δύναται να ζητάει από τα κράτη μέλη να πραγματοποιούν όλους τους αναγκαίους ελέγχους και επιθεωρήσεις, ιδίως των εισαγωγέων, των εμπόρων και των ενωσιακών παραγωγών, και να προβαίνουν σε έρευνες σε τρίτες χώρες, υπό την επιφύλαξη ότι οι οικείες επιχειρήσεις συγκατατίθενται και ότι η κυβέρνηση της εκάστοτε χώρας έχει ενημερωθεί επίσημα για το θέμα και δεν προβάλλει αντιρρήσεις.
Τα κράτη μέλη θεσπίζουν όλες τις αναγκαίες διατάξεις προκειμένου να δώσουν συνέχεια στις αιτήσεις της Επιτροπής.
Υπάλληλοι της Επιτροπής δύνανται, εάν το ζητήσει η Επιτροπή ή ένα κράτος μέλος, να επικουρούν τους υπαλλήλους των κρατών μελών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
5.   Τα ενδιαφερόμενα μέρη που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 10 παράγραφος 12 γίνονται δεκτά σε ακρόαση, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποβάλει σχετική γραπτή αίτηση, εντός της προθεσμίας που τάσσεται στην ανακοίνωση που έχει δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποδεικνύουν ότι είναι πράγματι ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία ενδέχεται να θιγούν από την έκβαση της διαδικασίας, καθώς και ότι υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι που υπαγορεύουν την ακρόασή τους.
6.   Κατόπιν αιτήσεώς τους, δίδεται η ευκαιρία στους εισαγωγείς, τους εξαγωγείς και τους καταγγέλλοντες που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 10 παράγραφος 12, καθώς και στην κυβέρνηση της χώρας καταγωγής και/ή εξαγωγής, να συναντήσουν τα μέρη που έχουν αντίθετα συμφέροντα, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη των τυχόν αντικρουόμενων απόψεων.
Κατά την παροχή της ευκαιρίας αυτής, λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη διαφύλαξης του εμπιστευτικού χαρακτήρα των στοιχείων, καθώς και η διευκόλυνση των μερών.
Η παρουσία των μερών στις συναντήσεις δεν είναι υποχρεωτική, η δε απουσία από μία συνάντηση δεν επιβαρύνει τη θέση του απόντος μέρους.
Τα στοιχεία που παρέχονται προφορικώς βάσει της παρούσας παραγράφου λαμβάνονται υπόψη από την Επιτροπή στο βαθμό που επιβεβαιώνονται μεταγενέστερα γραπτώς.
7.   Οι καταγγέλλοντες, η κυβέρνηση της χώρας καταγωγής και/ή εξαγωγής, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, οι χρήστες και οι οργανώσεις καταναλωτών που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 10 παράγραφος 12 δύνανται, έπειτα από γραπτή αίτηση, να λαμβάνουν γνώση όλων των στοιχείων που έχουν υποβληθεί στην Επιτροπή από οποιοδήποτε μέρος το οποίο αφορά η έρευνα, εκτός από τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης τα οποία έχουν συνταχθεί από τις αρχές της Ένωσης ή των κρατών μελών της, εφόσον τα στοιχεία αυτά είναι κατάλληλα για να προασπίσουν τα συμφέροντά τους, δεν είναι εμπιστευτικά κατά την έννοια του άρθρου 29 και χρησιμοποιούνται στην έρευνα.
Τα εν λόγω μέρη έχουν το δικαίωμα να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους σχετικά με τα υπόψη στοιχεία, και οι παρατηρήσεις αυτές λαμβάνονται υπόψη εφόσον συνοδεύονται από επαρκή τεκμηρίωση.
8.   Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 28, η ακρίβεια των στοιχείων που προσκομίζουν τα ενδιαφερόμενα μέρη και τα οποία χρησιμεύουν ως βάση για την άντληση συμπερασμάτων, επαληθεύονται, στο μέτρο του δυνατού.
9.   Όταν πρόκειται για διαδικασία κινηθείσα βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 11, η έρευνα ολοκληρώνεται, ει δυνατόν εντός προθεσμίας ενός έτους. Οι έρευνες αυτές, σε όλες τις περιπτώσεις, ολοκληρώνονται εντός προθεσμίας 13 μηνών από την έναρξή τους, κατ' εφαρμογή είτε των συμπερασμάτων που έχουν διατυπωθεί βάσει του άρθρου 13 για τις αναλήψεις υποχρεώσεων είτε των συμπερασμάτων που έχουν διατυπωθεί βάσει του άρθρου 15 για την επιβολή οριστικών μέτρων.
10.   Καθ' όλη τη διάρκεια της έρευνας, η Επιτροπή παρέχει στη χώρα καταγωγής και/ή εξαγωγής εύλογη δυνατότητα να συνεχίσει τις διαβουλεύσεις, με στόχο την αποσαφήνιση των πραγματικών περιστατικών και την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης.
Άρθρο 12
Προσωρινά μέτρα
1.   Η επιβολή προσωρινών δασμών επιτρέπεται εφόσον:
α)
έχει κινηθεί διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 10·

β)
έχει δημοσιευτεί ανακοίνωση για το σκοπό αυτό και έχουν παρασχεθεί στα ενδιαφερόμενα μέρη κατάλληλη δυνατότητα για να υποβάλουν τυχόν στοιχεία και να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 10 παράγραφος 12·

γ)
έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα με το οποίο επιβεβαιώνεται ότι το εισαγόμενο προϊόν τυγχάνει αντισταθμίσιμης επιδότησης, με επακόλουθο την πρόκληση ζημίας στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης· και

δ)
το συμφέρον της Ένωσης υπαγορεύει τη λήψη μέτρων προκειμένου να αποτραπεί η εν λόγω ζημία.
Οι προσωρινοί δασμοί επιβάλλονται το νωρίτερο 60 ημέρες και το αργότερο εννέα μήνες μετά την έναρξη της διαδικασίας.
Το ύψος του προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το συνολικό ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, όπως αυτό έχει υπολογιστεί προσωρινά, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο από το εν λόγω ποσό, εφόσον ο χαμηλότερος αυτός δασμός θα αρκούσε για την εξάλειψη της ζημίας που έχει υποστεί ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.
2.   Για τους προσωρινούς δασμούς παρέχεται ασφάλεια υπό μορφή εγγύησης και η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ένωση των σχετικών προϊόντων εξαρτάται από τη σύσταση αυτής της εγγύησης.
3.   Η Επιτροπή θεσπίζει τα προσωρινά μέτρα με τη διαδικασία του άρθρου 25 παράγραφος 4.
4.   Σε περίπτωση που ζητηθεί από ένα κράτος μέλος η άμεση ανάληψη δράσης εκ μέρους της Επιτροπής και πληρούνται οι όροι του πρώτου και δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1, η Επιτροπή αποφασίζει, εντός προθεσμίας πέντε εργάσιμων ημερών κατ' ανώτατο όριο από την παραλαβή της αίτησης, εάν συντρέχει λόγος επιβολής προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού.
5.   Οι προσωρινοί αντισταθμιστικοί δασμοί ισχύουν για μέγιστο χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών.
Άρθρο 13
Αναλήψεις υποχρεώσεων
1.   Υπό την προϋπόθεση ότι έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξη επιδοτήσεων και την εξ αυτών πρόκληση ζημίας, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2, να αποδεχθεί οικειοθελώς προτεινόμενες ικανοποιητικές αναλήψεις υποχρεώσεων, βάσει των οποίων:
α)
η χώρα καταγωγής και/ή εξαγωγής συμφωνεί να καταργήσει ή να μειώσει την επιδότηση ή να λάβει άλλου είδους μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της· ή

β)
ο εξαγωγέας αναλαμβάνει την υποχρέωση να αναθεωρήσει τις τιμές που εφαρμόζει ή να διακόψει τις εξαγωγές προϊόντων που τυγχάνουν αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων προς την εκάστοτε περιοχή, ούτως ώστε να πειστεί η Επιτροπή ότι εξαλείφθηκαν οι ζημιογόνες συνέπειες των επιδοτήσεων.
Στην περίπτωση αυτή και στο βαθμό που ισχύουν οι αναλήψεις υποχρεώσεων, οι προσωρινοί δασμοί που έχει επιβάλει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3 και οι οριστικοί δασμοί που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 δεν εφαρμόζονται στις αντίστοιχες εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος που κατασκευάζεται από τις εταιρείες οι οποίες αναφέρονται στην απόφαση της Επιτροπής για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων, όπως έχει τροποποιηθεί στη συνέχεια.
Οι αυξήσεις τιμών βάσει αυτών των αναλήψεων υποχρεώσεων δεν είναι μεγαλύτερες απ' αυτές που χρειάζονται για την αντιστάθμιση του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, θα πρέπει δε να υπολείπονται του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων αν αυτές οι αυξήσεις επαρκούν για την εξάλειψη της ζημίας που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.
2.   Η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να εισηγηθεί την ανάληψη υποχρεώσεων, αλλά καμία χώρα ή εξαγωγέας δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί να αποδεχθεί μια ανάληψη υποχρέωσης. Το γεγονός ότι μία χώρα ή ένας εξαγωγέας δεν προσφέρεται να αναλάβει κάποια υποχρέωση ή δεν ανταποκρίνεται σε σχετική πρόσκληση να το πράξει, δεν προδικάζει με κανέναν τρόπο την εξέταση της υπόθεσης.
Παρ' όλα αυτά, είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ότι η επέλευση του κινδύνου πρόκλησης ζημίας είναι πιθανότερη εάν συνεχιστούν οι επιδοτούμενες εισαγωγές. Δεν επιτρέπεται να ζητείται ή να γίνεται αποδεκτή ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους χωρών ή εξαγωγέων, παρά μόνον εφόσον έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα με το οποίο επιβεβαιώνεται η ύπαρξη επιδότησης και η εξ αυτής πρόκληση ζημίας.
Εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, η προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων δεν είναι δυνατή μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάσσεται στους ενδιαφερομένους προκειμένου να υποβάλουν παρατηρήσεις βάσει του άρθρου 30 παράγραφος 5.
3.   Οι προτεινόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων είναι δυνατό να μη γίνουν αποδεκτές σε περίπτωση που κρίνεται ότι η αποδοχή τους παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες, επί παραδείγματι αν ο αριθμός των πραγματικών ή δυνητικών εξαγωγέων είναι υπερβολικά υψηλός ή για άλλους λόγους, συμπεριλαμβανομένων λόγων που ανάγονται στην ακολουθούμενη γενική πολιτική. Ο εκάστοτε εξαγωγέας και/ή η οικεία χώρα καταγωγής και/ή εξαγωγής δύνανται να πληροφορούνται τους λόγους για τους οποίους προτείνεται η απόρριψη της προσφοράς δεδομένης ανάληψης υποχρέωσης, και είναι επίσης δυνατό να τους παραχωρείται η ευχέρεια να διατυπώνουν τυχόν παρατηρήσεις επ' αυτών. Οι λόγοι της απόρριψης αναπτύσσονται στην οριστική απόφαση.
4.   Τα μέρη που προσφέρονται να αναλάβουν κάποια υποχρέωση οφείλουν να παρέχουν μη εμπιστευτική εκδοχή της ανάληψης αυτής της υποχρέωσης, ώστε να είναι δυνατό να την πληροφορούνται τα μέρη που αφορά η έρευνα.
5.   Αν μια ανάληψη υποχρέωσης γίνει αποδεκτή, η έρευνα περατώνεται. Η Επιτροπή περατώνει την έρευνα σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 25 παράγραφος 3.
6.   Όταν γίνεται δεκτή μια ανάληψη υποχρέωσης, η έρευνα για την παροχή επιδοτήσεων και για τη ζημία κανονικά ολοκληρώνεται. Στην περίπτωση αυτή, όταν διατυπώνεται αποφατικό συμπέρασμα για την ύπαρξη επιδότησης ή τη ζημία, η ανάληψη υποχρέωσης παύει αυτοδικαίως να ισχύει, εκτός αν το συμπέρασμα αυτό οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην ύπαρξη της ανάληψης υποχρέωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, είναι δυνατό να απαιτείται η διατήρηση σε ισχύ της ανάληψης υποχρέωσης για εύλογο χρονικό διάστημα.
Όταν το συμπέρασμα για την ύπαρξη επιδότησης και για τη ζημία είναι καταφατικό, η ανάληψη υποχρέωσης παραμένει σε ισχύ σύμφωνα με το περιεχόμενό της και τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.
7.   Η Επιτροπή ζητάει από κάθε χώρα και κάθε εξαγωγέα από τον οποίο έχει γίνει δεκτή ανάληψη υποχρέωσης να υποβάλλει, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, στοιχεία σχετικά με την τήρηση της ανάληψης αυτής της υποχρέωσης και να επιτρέπει την εξακρίβωση των συναφών στοιχείων. Η μη τήρηση των υποχρεώσεων αυτών εκλαμβάνεται ως παραβίαση της ανάληψης υποχρέωσης.
8.   Όταν κατά τη διάρκεια μιας έρευνας γίνονται δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων εκ μέρους ορισμένων εξαγωγέων, τότε αυτές, για τους σκοπούς των άρθρων 18, 19, 20 και 22 θεωρείται ότι τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία περατούται η έρευνα ως προς την οικεία χώρα καταγωγής και/ή εξαγωγής.
9.   Σε περίπτωση παραβίασης ή ανάκλησης των αναλήψεων υποχρεώσεων από οποιοδήποτε μέρος ανέλαβε υποχρεώσεις ή σε περίπτωση ανάκλησης της αποδοχής της ανάληψης υποχρέωσης από την Επιτροπή, η αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης ανακαλείται από την Επιτροπή, κατά περίπτωση, και εφαρμόζεται ο προσωρινός δασμός που έχει επιβληθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 12 ή ο οριστικός δασμός που έχει επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1, υπό τον όρο ότι ο οικείος εξαγωγέας ή η χώρα καταγωγής και/ή εξαγωγής έλαβαν την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, εκτός αν η ανάληψη υποχρέωσης ανακληθεί από τον εν λόγω εξαγωγέα ή χώρα. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη όταν αποφασίσει να ανακαλέσει ανάληψη υποχρέωσης.
Οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος ή κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει πληροφορίες που θα περιέχουν εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την παραβίαση μιας ανάληψης υποχρέωσης. Η επακόλουθη αξιολόγηση για το αν υπάρχει παραβίαση ανάληψης υποχρέωσης ή όχι, περατώνεται κανονικά εντός έξι μηνών και το αργότερο εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία της δεόντως τεκμηριωμένης αίτησης.
Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών κατά την παρακολούθηση των αναλήψεων υποχρεώσεων.
10.   Επιτρέπεται η επιβολή προσωρινού δασμού δυνάμει του άρθρου 12 με βάση τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία, όταν υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι δεδομένη ανάληψη υποχρέωσης έχει παραβιαστεί ή, σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης, όταν δεν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα που οδήγησε στην ανάληψη υποχρέωσης.
Άρθρο 14
Περάτωση της διαδικασίας χωρίς την επιβολή μέτρων
1.   Σε περίπτωση ανάκλησης της καταγγελίας, η διαδικασία είναι δυνατό να περατούται, εκτός αν κρίνεται ότι η περάτωσή της δεν θα ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης.
2.   Αν δεν είναι αναγκαία η λήψη προστατευτικών μέτρων, η έρευνα ή η διαδικασία περατώνεται. Η Επιτροπή περατώνει την έρευνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 25 παράγραφος 3.
3.   Η διαδικασία περατούται αμέσως όταν διαπιστώνεται ότι το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων είναι ασήμαντο, σύμφωνα με την παράγραφο 5, ή όταν ο όγκος των επιδοτούμενων εισαγωγών, πραγματικών ή δυνητικών ή η ζημία είναι αμελητέα.
4.   Όταν πρόκειται για διαδικασία κινηθείσα δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 11, η ζημία κρίνεται κανονικά αμελητέα αν το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών είναι κατώτερο από τα μεγέθη που ορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφος 9. Όταν πρόκειται για έρευνα σχετική με εισαγωγές από αναπτυσσόμενες χώρες, ο όγκος των επιδοτούμενων εισαγωγών κρίνεται ομοίως αμελητέος εάν αντιπροσωπεύει ποσοστό κατώτερο του 4 % του συνόλου των εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος στην Ένωση, εκτός εάν πραγματοποιούνται εισαγωγές από αναπτυσσόμενες χώρες καθεμιά από τις οποίες συμμετέχει στις εισαγωγές κατά ποσοστό κατώτερο του 4 % επί του συνόλου, αλλά όλες μαζί αντιπροσωπεύουν ποσοστό ανώτερο του 9 % επί του συνόλου των εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος στην Ένωση.
5.   Το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων θεωρείται ασήμαντο εάν το εν λόγω ποσό αντιπροσωπεύει ποσοστό κατώτερο του 1 % κατ' αξία, εκτός εάν πρόκειται για έρευνες που αφορούν τις εισαγωγές, καταγωγής αναπτυσσόμενων χωρών, το όριο των οποίων, κάτω από το οποίο το ποσό θεωρείται ασήμαντο, είναι 2 % κατ' αξία, και υπό τον όρο ότι περατώνεται αποκλειστικά και μόνον η έρευνα όταν το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων είναι κατώτερο του επιπέδου που θεωρείται ασήμαντο για τους συγκεκριμένους εξαγωγείς, ενώ οι εν λόγω εξαγωγείς εξακολουθούν να υπόκεινται στη διαδικασία και είναι δυνατό να υποβληθούν σε νέα έρευνα στα πλαίσια ενδεχόμενης μεταγενέστερης επανεξέτασης που θα διενεργηθεί για την εν λόγω χώρα κατ' εφαρμογή των άρθρων 18 και 19.
Άρθρο 15
Επιβολή οριστικών δασμών
1.   Όταν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει η ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων και ζημίας, καθώς και ότι το συμφέρον της Ένωσης επιβάλλει παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 31, η Επιτροπή επιβάλλει οριστικό αντισταθμιστικό δασμό σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 25 παράγραφος 3. Αν ισχύουν προσωρινοί δασμοί, η Επιτροπή κινεί αυτή τη διαδικασία το αργότερο έναν μήνα πριν από τη λήξη τους.
Δεν θεσπίζονται μέτρα αν ανακληθεί η επιδότηση ή οι επιδοτήσεις ή αν αποδεικνύεται ότι οι επιδοτήσεις δεν προσπορίζουν πλέον κανένα όφελος στους εξαγωγείς που τις λαμβάνουν.
Το ύψος του προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το συνολικό ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, όπως αυτό έχει υπολογιστεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο από το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, εφόσον ο χαμηλότερος αυτός δασμός αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας που έχει υποστεί ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.
2.   Ο αντισταθμιστικός δασμός επιβάλλεται στο ύψος που ενδείκνυται σε κάθε περίπτωση για όλες, αδιακρίτως προελεύσεως, τις εισαγωγές ενός προϊόντος που έχει διαπιστωθεί ότι αποτελούν αντικείμενο αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων και προξενούν ζημία, με εξαίρεση τις εισαγωγές οι οποίες καλύπτονται από αναλήψεις υποχρεώσεων οι οποίες έχουν γίνει δεκτές κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.
Ο κανονισμός με τον οποίον επιβάλλεται ο δασμός προσδιορίζει το ύψος του δασμού που επιβάλλεται για κάθε προμηθευτή ή, αν αυτό είναι πρακτικώς ανέφικτο, για την οικεία προμηθεύτρια χώρα.
3.   Όταν η Επιτροπή έχει περιστείλει το αντικείμενο της έρευνάς της σύμφωνα με το άρθρο 27, οποιοσδήποτε αντισταθμιστικός δασμός ο οποίος επιβάλλεται στις εισαγωγές που προέρχονται από εξαγωγείς ή παραγωγούς οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 27 αλλά δεν συμπεριελήφθησαν στην έρευνα, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τον σταθμισμένο μέσο όρο του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που έχει προκύψει για τις επιχειρήσεις του δείγματος.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη τυχόν ποσά αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που είναι είτε μηδενικά είτε ασήμαντα, ούτε τυχόν ποσά αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που έχουν καθοριστεί υπό τις συνθήκες που προβλέπει το άρθρο 28.
Ατομικοί δασμοί επιβάλλονται επί των εισαγωγών που προέρχονται από κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό για τον οποίον έχει υπολογιστεί ατομικό ύψος επιδότησης σύμφωνα με το άρθρο 27.
Άρθρο 16
Αναδρομική ισχύς
1.   Προσωρινά μέτρα και οριστικοί αντισταθμιστικοί δασμοί επιβάλλονται μόνο ως προς προϊόντα που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του μέτρου που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 1 ή του άρθρου 15 παράγραφος 1, ανάλογα με την περίπτωση, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει ο παρών κανονισμός.
2.   Όταν έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός και από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχουν αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις και ζημία, η Επιτροπή αποφασίζει, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται να επιβληθεί οριστικός αντισταθμιστικός δασμός, ποιο ποσοστό του προσωρινού δασμού πρέπει να εισπραχθεί οριστικά.
Εν προκειμένω, ο όρος «ζημία» δεν περιλαμβάνει την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας ενωσιακού κλάδου παραγωγής ούτε τον κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας, εκτός αν διαπιστωθεί ότι ο κίνδυνος αυτός θα εξελισσόταν, αν δεν λαμβάνονταν προσωρινά μέτρα, σε σημαντική ζημία. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται η ύπαρξη κινδύνου ή η καθυστέρηση, τα ποσά που έχουν ενδεχομένως εισπραχθεί προσωρινώς αποδεσμεύονται, ενώ η επιβολή οριστικών δασμών επιτρέπεται μόνον από την ημερομηνία διατύπωσης τελικού συμπεράσματος για τον κίνδυνο ή την αισθητή καθυστέρηση.
3.   Όταν ο οριστικός αντισταθμιστικός δασμός είναι υψηλότερος από τον προσωρινό δασμό, η διαφορά δεν εισπράττεται. Αν ο οριστικός δασμός είναι χαμηλότερος από τον προσωρινό δασμό, ο δασμός υπολογίζεται εκ νέου. Αν ο τελικός προσδιορισμός είναι αποφατικός, ο προσωρινός δασμός δεν επικυρώνεται.
4.   Επιτρέπεται η επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού επί προϊόντων που ετέθησαν σε κατανάλωση το πολύ 90 ημέρες πριν από την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή των προσωρινών μέτρων, αλλά όχι πριν από την έναρξη της έρευνας, υπό την προϋπόθεση ότι:
α)
οι εισαγωγές έχουν καταγραφεί σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 5·

β)
έχει παρασχεθεί από την Επιτροπή στους ενδιαφερόμενους εισαγωγείς η ευκαιρία να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους·

γ)
υπάρχουν κρίσιμες περιστάσεις υπό τις οποίες, προκειμένου περί του οικείου επιδοτούμενου προϊόντος, προκαλείται ζημία που είναι δύσκολο να αποκατασταθεί, εξαιτίας μαζικών εισαγωγών, σε σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα, ενός προϊόντος που τυγχάνει αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού· και

δ)
κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να αποτραπεί η επανάληψη της ζημίας αυτής, η αναδρομική επιβολή αντισταθμιστικών δασμών στις εισαγωγές αυτές.
5.   Σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης, είναι δυνατό να επιβάλλονται οριστικοί δασμοί επί προϊόντων που ετέθησαν σε ελεύθερη κυκλοφορία το πολύ 90 ημέρες, πριν από την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή των προσωρινών μέτρων, υπό την προϋπόθεση ότι οι εισαγωγές έχουν καταγραφεί σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 5 και ότι η αναδρομική επιβολή δασμών δεν αφορά τις εισαγωγές πριν από την παραβίαση ή την ανάκληση της ανάληψης υποχρέωσης.
Άρθρο 17
Διάρκεια ισχύος
Κάθε αντισταθμιστικό μέτρο παραμένει σε ισχύ μόνο για όσο χρόνο και στην έκταση που αυτό είναι αναγκαίο για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων.
Άρθρο 18
Επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος των μέτρων
1.   Κάθε οριστικό αντισταθμιστικό μέτρο παύει να ισχύει πέντε έτη μετά την επιβολή του ή πέντε έτη μετά την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης επανεξέτασης, η οποία κάλυψε τόσο την παροχή επιδοτήσεων, όσο και τη ζημία, εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος των μέτρων είναι πιθανό να οδηγήσει σε συνέχιση ή σε επανάληψη της παροχής της επιδοτήσεως και της ζημίας. Κάθε επανεξέταση μέτρων ενόψει της λήξης της ισχύος ενός μέτρου αρχίζει με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή μετά από αίτηση που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαριασμό ενωσιακών παραγωγών, ενώ το μέτρο παραμένει σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθεί η εν λόγω επανεξέταση.
2.   Διενεργείται επανεξέταση μέτρου ενόψει της λήξης του, όταν η αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανό να οδηγήσει σε συνέχιση ή σε επανάληψη της παροχής της επιδοτήσεως και της ζημίας. Η πιθανότητα αυτή μπορεί, παραδείγματος χάρη, να προκύπτει με βάση στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η παροχή της επιδότησης ή η ζημία συνεχίζεται ή ότι η εξάλειψη της ζημίας οφείλεται, εν όλω ή εν μέρει, στην ύπαρξη μέτρων ή ότι η κατάσταση των εξαγωγέων ή οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά είναι τέτοιες ώστε να πιθανολογείται η περαιτέρω ζημιογόνος παροχή επιδοτήσεων.
3.   Κατά τη διεξαγωγή ερευνών βάσει του παρόντος άρθρου, παρέχεται στους εξαγωγείς, στους εισαγωγείς, στο Δημόσιο της χώρας καταγωγής και/ή εξαγωγής και στους ενωσιακούς παραγωγούς, η δυνατότητα να προβάλουν περαιτέρω επιχειρήματα ή αντεπιχειρήματα ή να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις σχετικά με τα θέματα που θίγονται στην αίτηση επανεξέτασης, ενώ για την εξαγωγή συμπερασμάτων λαμβάνονται καταλλήλως υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν υποβληθεί σχετικά με το κατά πόσον τυχόν η λήξη της ισχύος των εκάστοτε μέτρων είναι ή όχι πιθανό να οδηγήσει στη συνέχιση ή την επανάληψη της παροχής της επιδότησης και της ζημίας.
4.   Ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη ισχύος του μέτρου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εν ευθέτω χρόνω, κατά το τελευταίο έτος της περιόδου εφαρμογής του, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου. Εν συνεχεία, οι ενωσιακοί παραγωγοί δικαιούνται, το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου, να υποβάλουν αίτηση επανεξέτασης σύμφωνα με την παράγραφο 2. Επίσης, δημοσιεύεται ανακοίνωση με την οποία αναγγέλλεται η πραγματική λήξη ισχύος ενός μέτρου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 19
Ενδιάμεση επανεξέταση
1.   Η ανάγκη διατήρησης σε ισχύ δεδομένου μέτρου είναι επίσης δυνατό να επανεξετάζεται, όταν αυτό κρίνεται δικαιολογημένο, κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής ή κράτους μέλους, ή, εφόσον έχει παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα, που δεν μπορεί να είναι βραχύτερο του έτους, από την επιβολή του οριστικού μέτρου, μετά από αίτηση οποιουδήποτε εξαγωγέα ή εισαγωγέα ή των ενωσιακών παραγωγών ή της χώρας καταγωγής και/ή εξαγωγής, η οποία αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την αναγκαιότητα ενδιάμεσης επανεξέτασης.
2.   Ενδιάμεση επανεξέταση διενεργείται όταν η αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου δεν είναι πλέον απαραίτητη για την εξουδετέρωση των συνεπειών της αντισταθμίσιμης επιδότησης και/ή ότι η ζημία είναι απίθανο να συνεχιστεί ή να επαναληφθεί σε περίπτωση άρσης ή τροποποίησης του μέτρου ή ότι το υφιστάμενο μέτρο δεν αρκεί ή δεν αρκεί πλέον για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών της αντισταθμίσιμης επιδότησης.
3.   Όταν οι αντισταθμιστικοί δασμοί που επιβάλλονται είναι κατώτεροι από το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που διαπιστώθηκε, κινείται ενδιάμεση επανεξέταση αν οι ενωσιακοί παραγωγοί ή οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο μέρος υποβάλλει κανονικά, εντός δύο ετών από την αρχική περίοδο έρευνας και πριν από ή μετά την έναρξη ισχύος των μέτρων, επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ότι, μετά την επιβολή των μέτρων, μειώθηκαν οι τιμές εξαγωγής ή ότι δεν σημειώθηκε μεταβολή των τιμών ή επαρκής μεταβολή των τιμών μεταπώλησης του εισαγόμενου προϊόντος στην Ένωση. Αν η έρευνα αποδείξει την ορθότητα των ισχυρισμών, οι αντισταθμιστικοί δασμοί μπορούν να αυξηθούν στο ύψος της τιμής που απαιτείται για να εξαλειφθεί η ζημία. Εντούτοις, το αυξημένο επίπεδο δασμού δεν υπερβαίνει το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων.
Η ενδιάμεση επανεξέταση μπορεί επίσης να κινηθεί, υπό τους όρους που καθορίζονται ανωτέρω, με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους.
4.   Κατά τη διεξαγωγή ερευνών δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή δύναται, μεταξύ άλλων, να εξετάζει κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά την παροχή επιδοτήσεων και τη ζημία ή κατά πόσον τα υφιστάμενα μέτρα παρήγαγαν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα και εξάλειψαν τη ζημία που έχει ήδη διαπιστωθεί, κατ' εφαρμογή του άρθρου 8. Εν προκειμένω, για την εξαγωγή τελικού συμπεράσματος, λαμβάνονται υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία.
Άρθρο 20
Επανεξέταση με ταχείες διαδικασίες
Κάθε εξαγωγέας οι εξαγωγές του οποίου υπόκεινται σε οριστικό αντισταθμιστικό δασμό, αλλά ο οποίος δεν αποτέλεσε ατομικά αντικείμενο της αρχικής έρευνας για λόγους άλλους από την άρνηση συνεργασίας με την Επιτροπή, δικαιούται να ζητήσει επανεξέταση με ταχείες διαδικασίες, προκειμένου η Επιτροπή να μπορέσει να καθορίσει, το συντομότερο δυνατό, ατομικό αντισταθμιστικό δασμό που θα ισχύσει για τον εν λόγω εξαγωγέα ατομικά.
Η επανεξέταση αυτή αρχίζει αφού προηγουμένως δοθεί η δυνατότητα στους ενωσιακούς παραγωγούς να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους.
Άρθρο 21
Επιστροφές
1.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 18, ένας εισαγωγέας δύναται να ζητήσει την επιστροφή δασμών που έχουν ήδη εισπραχθεί, εφόσον αποδειχθεί ότι το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που ελήφθη ως βάση για την καταβολή των δασμών έχει εξαλειφθεί ή ότι έχει μειωθεί σε επίπεδο κατώτερο του ύψους του ισχύοντος δασμού.
2.   Ο εισαγωγέας που ζητάει την επιστροφή αντισταθμιστικών δασμών υποβάλλει σχετική αίτηση στην Επιτροπή. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται μέσω του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου τα προϊόντα ετέθησαν σε ελεύθερη κυκλοφορία και εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές καθόρισαν με τον προβλεπόμενο τρόπο το ύψος των εισπρακτέων οριστικών δασμών ή από την ημερομηνία κατά την οποία αποφασίστηκε η οριστική είσπραξη των ποσών που έχουν καταβληθεί υπό μορφή προσωρινού δασμού. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν πάραυτα την αίτηση στην Επιτροπή.
3.   Αίτηση επιστροφής δεν θεωρείται δεόντως τεκμηριωμένη βάσει αποδεικτικών στοιχείων παρά μόνον όταν περιέχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το ποσό της αιτούμενης επιστροφής αντισταθμιστικών δασμών και συνοδεύεται από όλα τα τελωνειακά έγγραφα που αναφέρονται στον υπολογισμό και την καταβολή του εν λόγω ποσού. Περιέχει επίσης αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία να καλύπτουν αντιπροσωπευτικό χρονικό διάστημα, σχετικά με το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που αφορούν τον υποκείμενο στο δασμό εξαγωγέα ή παραγωγό. Σε περίπτωση που ο εισαγωγέας δεν συνδέεται με τον εκάστοτε εξαγωγέα ή παραγωγό και τα αναγκαία στοιχεία δεν είναι δυνατό να συγκεντρωθούν αμέσως ή σε περίπτωση που ο οικείος εξαγωγέας ή παραγωγός δεν είναι διατεθειμένος να τα διαθέσει στον εισαγωγέα, η αίτηση περιλαμβάνει δήλωση του εξαγωγέα ή του παραγωγού στην οποία να αναφέρεται ότι το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων έχει ελαττωθεί ή εξαλειφθεί, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και ότι τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία πρόκειται να διατεθούν στην Επιτροπή. Εάν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν διατεθούν από τον εξαγωγέα ή τον παραγωγό εντός εύλογης προθεσμίας, η αίτηση απορρίπτεται.
4.   Η Επιτροπή αποφασίζει αν και σε ποιο βαθμό πρέπει να κάνει δεκτή την αίτηση ή δύναται, ανά πάσα στιγμή, να αποφασίσει την έναρξη ενδιάμεσης επανεξέτασης, οπότε τα στοιχεία και τα πορίσματα που προκύπτουν από την επανεξέταση αυτή, η οποία διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τις επανεξετάσεις αυτού του είδους, χρησιμοποιούνται προκειμένου να κριθεί αν και σε ποιο βαθμό δικαιολογείται η επιστροφή.
Κάθε επιστροφή δασμών πραγματοποιείται κατά κανόνα εντός 12 μηνών και, εν πάση περιπτώσει, μετά την παρέλευση 18 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο εισαγωγέας του προϊόντος το οποίο υπόκειται στον αντισταθμιστικό δασμό υπέβαλε αίτηση επιστροφής, τεκμηριώνοντάς τη με τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία.
Τα κράτη μέλη προβαίνουν κατά κανόνα στην καταβολή της εγκριθείσας επιστροφής εντός 90 ημερών από τη λήψη της απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.
Άρθρο 22
Γενικές διατάξεις σχετικά με την επανεξέταση και τις επιστροφές
1.   Οι σχετικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τις διαδικασίες και τη διεξαγωγή των ερευνών, με εξαίρεση εκείνες που αναφέρονται στις σχετικές προθεσμίες, εφαρμόζονται σε κάθε επανεξέταση η οποία διενεργείται δυνάμει των άρθρων 18, 19 και 20.
Οι επανεξετάσεις που διεξάγονται δυνάμει των άρθρων 18 και 19 διενεργούνται με ταχείες διαδικασίες και κανονικά ολοκληρώνονται εντός 12 μηνών από την ημερομηνία ενάρξεως της επανεξέτασης. Εν πάση περιπτώσει, οι επανεξετάσεις δυνάμει των άρθρων 18 και 19 ολοκληρώνονται οπωσδήποτε εντός 15 μηνών από την έναρξή τους.
Οι επανεξετάσεις δυνάμει του άρθρου 20 ολοκληρώνονται οπωσδήποτε εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία ενάρξεώς τους.
Αν κινείται επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 18, ενώ παράλληλα διεξάγεται επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 19 στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, η επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 19 περατώνεται εντός της ίδιας προθεσμίας με εκείνη που προβλέπεται ανωτέρω για την επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 18.
Αν η έρευνα δεν ολοκληρωθεί εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, τα μέτρα:
α)
παύουν να ισχύουν στις έρευνες που διεξάγονται δυνάμει του άρθρου 18·

β)
παύουν να ισχύουν σε περίπτωση ερευνών βάσει των άρθρων 18 και 19 εκ παραλλήλου, είτε η έρευνα κατά το άρθρο 18 άρχισε ενώ η επανεξέταση κατά το άρθρο 19 συνεχιζόταν στην ίδια διαδικασία, είτε οι έρευνες αυτές άρχισαν ταυτοχρόνως· ή

γ)
παραμένουν αμετάβλητα στις έρευνες που διεξάγονται δυνάμει των άρθρων 19 και 20.
Σχετική ανακοίνωση για την πραγματική λήξη ισχύος ή τη διατήρηση των μέτρων δυνάμει της παρούσας παραγράφου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2.   Κάθε επανεξέταση βάσει των άρθρων 18, 19 και 20 κινείται από την Επιτροπή. Η Επιτροπή αποφασίζει κατά πόσον να αρχίσει επανεξετάσεις δυνάμει του άρθρου 18 σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2. Η Επιτροπή ενημερώνει επίσης τα κράτη μέλη εφόσον ένας φορέας ή ένα κράτος μέλος έχει υποβάλει αίτηση που δικαιολογεί την έναρξη επανεξέτασης δυνάμει των άρθρων 19 και 20 και η Επιτροπή έχει ολοκληρώσει τη σχετική ανάλυσή της ή εφόσον αυτή καθαυτή η Επιτροπή έχει αποφασίσει ότι πρέπει να επανεξεταστεί κατά πόσον η επιβολή μέτρων πρέπει να συνεχιστεί.
3.   Όταν κρίνεται δικαιολογημένο, μετά από σχετική επανεξέταση, τα μέτρα, σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 25 παράγραφος 3, καταργούνται ή διατηρούνται δυνάμει του άρθρου 18 ή καταργούνται, διατηρούνται ή τροποποιούνται δυνάμει των άρθρων 19 και 20.
4.   Σε περίπτωση κατάργησης ενός μέτρου έναντι μεμονωμένων εξαγωγέων αλλά όχι έναντι της οικείας χώρας στο σύνολό της, οι εξαγωγείς αυτοί εξακολουθούν να υπάγονται στη διαδικασία, και είναι δυνατό να διεξαχθεί, ως προς αυτούς, νέα έρευνα, στο πλαίσιο επανεξέτασης που διενεργείται για τη συγκεκριμένη χώρα βάσει του παρόντος άρθρου.
5.   Όταν κατά τη λήξη της περιόδου εφαρμογής ενός μέτρου, κατά την έννοια του άρθρου 18, ευρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία επανεξέτασης του μέτρου δυνάμει του άρθρου 19, διενεργείται επίσης έρευνα για το μέτρο αυτό δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18.
6.   Για όλες τις έρευνες που διεξάγονται στα πλαίσια διαδικασίας επανεξέτασης ή επιστροφής δασμών, δυνάμει των άρθρων 18 έως 21, η Επιτροπή εφαρμόζει, εφόσον δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο που έχει εφαρμοστεί και για την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού, λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 5, 6, 7 και 27.
Άρθρο 23
Καταστρατήγηση
1.   Οι αντισταθμιστικοί δασμοί που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορούν να επεκταθούν στις εισαγωγές από τρίτες χώρες του ομοειδούς προϊόντος, είτε αυτό έχει τροποποιηθεί ελαφρά είτε όχι, ή στις εισαγωγές του ελαφρά τροποποιημένου ομοειδούς προϊόντος από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα ή σε μέρη αυτών, όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων.
2.   Οι αντισταθμιστικοί δασμοί που δεν υπερβαίνουν τους υπολειπόμενους αντισταθμιστικούς δασμούς που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2, μπορούν να επεκταθούν στις εισαγωγές από εταιρείες που επωφελούνται από ατομικούς δασμούς στις χώρες που υπόκεινται στα μέτρα όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων.
3.   Με τον όρο «καταστρατήγηση» νοείται μια μεταβολή των εμπορικών ροών μεταξύ τρίτων χωρών και της Ένωσης ή μεταξύ συγκεκριμένων εταιρειών στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα και της Ένωσης, η οποία είναι αποτέλεσμα πρακτικής, διαδικασίας ή εργασίας για την οποία δεν υφίσταται επαρκής αιτιολόγηση, ούτε οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού, ενώ παράλληλα υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για τη ζημία ή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι οι τιμές και/ή οι ποσότητες των ομοειδών προϊόντων έχουν ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση των επανορθωτικών συνεπειών του δασμού, και το εισαγόμενο ομοειδές προϊόν και/ή τα μέρη αυτού του προϊόντος εξακολουθούν να τυγχάνουν της επιδότησης.
Η πρακτική, διαδικασία ή εργασία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, μεταξύ άλλων περιλαμβάνει:
α)
την ελαφρά τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος για να μπορεί να υπαχθεί σε τελωνειακούς κωδικούς που κανονικά δεν υπόκεινται στα μέτρα, υπό τον όρο ότι οι τροποποιήσεις δεν μεταβάλλουν τα βασικά χαρακτηριστικά του·

β)
την αποστολή του προϊόντος που υπόκειται στα μέτρα μέσω τρίτων χωρών·

γ)
την αναδιοργάνωση από τους εξαγωγείς ή παραγωγούς των τρόπων και κυκλωμάτων των πωλήσεών τους στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα ούτως ώστε να μπορούν ενδεχομένως να εξάγουν τα προϊόντα τους στην Ένωση μέσω παραγωγών που επωφελούνται από ατομικό συντελεστή δασμού χαμηλότερο από τον συντελεστή που εφαρμόζεται στα προϊόντα των κατασκευαστών.
4.   Οι έρευνες κινούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή με αίτηση κράτους μέλους ή οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου μέρους με βάση επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στις παραγράφους 1, 2 και 3. Η έρευνα κινείται με κανονισμό της Επιτροπής, με τον οποίον μπορεί επιπλέον να καλούνται οι τελωνειακές αρχές να υποβάλουν τις επίμαχες εισαγωγές σε καταγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 5, ή να ζητήσουν τη σύσταση εγγύησης. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη εφόσον ένας ενδιαφερόμενος ή ένα κράτος μέλος έχει υποβάλει αίτηση που δικαιολογεί την έναρξη έρευνας και η Επιτροπή έχει ολοκληρώσει τη σχετική ανάλυσή της ή εφόσον αυτή καθαυτή η Επιτροπή έχει αποφασίσει ότι πρέπει να κινηθεί έρευνα.
Οι έρευνες διεξάγονται από την Επιτροπή. Η Επιτροπή μπορεί να επικουρείται από τελωνειακές αρχές, οι δε έρευνες ολοκληρώνονται εντός εννέα μηνών.
Αν τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν εξακριβωθεί τελικώς, δικαιολογούν την επέκταση της ισχύος των μέτρων, αυτή αποφασίζεται από την Επιτροπή με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 25 παράγραφος 3.
Η επέκταση τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία επιβλήθηκε η υποχρέωση καταγραφής δυνάμει του άρθρου 24 παράγραφος 5 ή την ημερομηνία απαίτησης της παροχής εγγυήσεων. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται οι συναφείς διαδικαστικές διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό για την έναρξη και τη διεξαγωγή ερευνών.
5.   Οι εισαγωγές δεν υποβάλλονται σε καταγραφή δυνάμει του άρθρου 24 παράγραφος 5 ή σε μέτρα όταν διατίθενται στο εμπόριο από εταιρείες στις οποίες έχουν χορηγηθεί απαλλαγές.
6.   Οι αιτήσεις για απαλλαγές δεόντως τεκμηριωμένες από αποδεικτικά στοιχεία υποβάλλονται εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στον κανονισμό της Επιτροπής για την έναρξη της έρευνας.
Στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα πρακτική, διαδικασία ή εργασία εκτός της Ένωσης, χορηγούνται απαλλαγές στους παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι συνδεδεμένοι με κανέναν παραγωγό που υπόκειται σε μέτρα και για τους οποίους διαπιστώνεται ότι δεν εφαρμόζουν πρακτικές καταστρατήγησης όπως ορίζεται στην παράγραφο 3.
Στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα πρακτική, διαδικασία ή εργασία εντός της Ένωσης, χορηγούνται απαλλαγές σε εισαγωγείς οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι συνδεδεμένοι με παραγωγούς οι οποίοι υπόκεινται στα μέτρα.
Αυτές οι απαλλαγές χορηγούνται με απόφαση της Επιτροπής και ισχύουν κατά την περίοδο και υπό τους όρους που προβλέπει αυτή η απόφαση. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη εφόσον ολοκληρώσει την ανάλυσή της.
Αν πληρούνται οι όροι που ορίζονται στο άρθρο 20, μπορούν επίσης να χορηγηθούν απαλλαγές μετά την περάτωση της έρευνας η οποία οδήγησε στην επέκταση των μέτρων.
7.   Υπό τον όρο ότι έχει παρέλθει τουλάχιστον ένα έτος από την επέκταση των μέτρων, και στην περίπτωση που είναι σημαντικός ο αριθμός των μερών που ζητούν ή ενδέχεται να ζητήσουν απαλλαγή, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να κινήσει επανεξέταση της επέκτασης των μέτρων. Μια τέτοια επανεξέταση διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 παράγραφος 1 όπως εφαρμόζεται στις επανεξετάσεις βάσει του άρθρου 19.
8.   Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν παρακωλύει την κανονική εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.
Άρθρο 24
Γενικές διατάξεις
1.   Οι αντισταθμιστικοί δασμοί, προσωρινοί ή οριστικοί, επιβάλλονται με κανονισμό και εισπράττονται από τα κράτη μέλη υπό τη μορφή, στο καθορισμένο ύψος και με βάση τις λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπει ο κανονισμός με τον οποίον επιβάλλονται. Οι δασμοί αυτοί εισπράττονται επίσης ανεξάρτητα από τους τελωνειακούς δασμούς, τους φόρους και τις λοιπές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται συνήθως στις εισαγωγές.
Κανένα προϊόν δεν επιτρέπεται να υπόκειται ταυτόχρονα σε δασμούς αντιντάμπινγκ και σε αντισταθμιστικούς δασμούς με σκοπό την αντιμετώπιση των συνεπειών μιας και της αυτής κατάστασης η οποία είναι αποτέλεσμα ντάμπινγκ ή επιδότησης των εξαγωγών.
2.   Οι κανονισμοί για την επιβολή προσωρινών ή οριστικών αντισταθμιστικών δασμών, καθώς και οι κανονισμοί ή οι αποφάσεις για την αποδοχή αναλήψεως υποχρεώσεων ή την περάτωση ερευνών και διαδικασιών δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι εν λόγω κανονισμοί ή οι αποφάσεις περιέχουν, μεταξύ άλλων, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, τα ονόματα των ενεχομένων εξαγωγέων, αν αυτό είναι εφικτό, ή των ενεχομένων χωρών, περιγραφή του προϊόντος, καθώς και περίληψη των πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί των οποίων στηρίζονται τα συμπεράσματα για την επιδότηση και τη ζημία. Σε κάθε περίπτωση, αντίγραφο του κανονισμού ή της απόφασης αποστέλλεται στα μέρη που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται, mutatis mutandis, και για τις επανεξετάσεις.
3.   Είναι δυνατό να θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού ειδικές διατάξεις, ειδικότερα σε σχέση με τον κοινό ορισμό της έννοιας της καταγωγής, όπως αυτός περιέχεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 952/2013 Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).
4.   Για την προστασία του συμφέροντος της Ένωσης, τα μέτρα που επιβάλλονται βάσει του παρόντος κανονισμού είναι δυνατόν να ανασταλούν με απόφαση της Επιτροπής σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 25 παράγραφος 2 για χρονικό διάστημα εννέα μηνών. Η Επιτροπή, ενεργώντας κατά τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 25 παράγραφος 2, μπορεί να παρατείνει την αναστολή για επιπλέον χρονικό διάστημα μέχρις ενός έτους.
Τα μέτρα μπορούν να ανασταλούν μόνο αν οι συνθήκες της αγοράς αλλάξουν προσωρινά σε βαθμό που καθιστά απίθανη την επανάληψη της ζημίας συνεπεία της αναστολής και υπό την προϋπόθεση ότι έχει παρασχεθεί στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής η δυνατότητα να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις, οι οποίες και συνεκτιμώνται. Τα μέτρα δύνανται ανά πάσα στιγμή να τεθούν εκ νέου σε ισχύ κατά τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 25 παράγραφος 2, εάν ο λόγος αναστολής δεν ισχύει πλέον.
5.   Η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα, αφού ενημερώσει τα κράτη μέλη σε εύθετο χρόνο, να ζητήσει από τις τελωνειακές αρχές να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες για την καταγραφή των εισαγωγών, έτσι ώστε να είναι δυνατή η μεταγενέστερη επιβολή μέτρων έναντι των εισαγωγών αυτών με ισχύ από την ημερομηνία καταγραφής τους.
Οι εισαγωγές είναι δυνατό να υποβάλλονται υποχρεωτικά σε καταγραφή μετά από αίτηση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής επαρκώς αιτιολογημένη.
Η καταγραφή επιβάλλεται με κανονισμό ο οποίος διευκρινίζει το σκοπό του μέτρου και, ενδεχομένως, το κατ' εκτίμηση ύψος της πιθανής μελλοντικής οφειλής. Οι εισαγωγές δεν επιτρέπεται να υποβάλλονται σε καταγραφή για περίοδο μεγαλύτερη από εννέα μήνες.
6.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν κάθε μήνα στην Επιτροπή τα στοιχεία για τις εισαγωγές των προϊόντων για τα οποία διεξάγεται έρευνα ή έχουν επιβληθεί μέτρα, καθώς και για το ύψος των δασμών που εισπράττονται βάσει του παρόντος κανονισμού.
7.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, η Επιτροπή μπορεί, κατά περίπτωση, να ζητήσει από τα κράτη μέλη να υποβάλουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την αποτελεσματική παρακολούθηση της εφαρμογής των μέτρων. Ως προς αυτό, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφοι 3 και 4. Όλα τα στοιχεία που υποβάλλουν τα κράτη μέλη δυνάμει του παρόντος άρθρου καλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 29 παράγραφος 6.
Άρθρο 25
Διαδικασία επιτροπής
1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που συστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
2.   Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
3.   Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
4.   Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού.
5.   Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, όταν εφαρμόζεται η γραπτή διαδικασία για την έγκριση οριστικών μέτρων δυνάμει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου ή τη λήψη απόφασης σχετικά με την έναρξη ή μη επανεξετάσεων ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων δυνάμει του άρθρου 18 του παρόντος κανονισμού, η εν λόγω διαδικασία περατώνεται χωρίς αποτέλεσμα αν, μέσα στην προθεσμία που ορίζει ο πρόεδρος, το αποφασίσει ο πρόεδρος ή το ζητήσει η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Όταν εφαρμόζεται η γραπτή διαδικασία σε άλλες περιπτώσεις όπου το σχέδιο μέτρου έχει συζητηθεί στο πλαίσιο της επιτροπής, η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται χωρίς αποτέλεσμα, όταν, εντός της προθεσμίας την οποία καθορίζει ο πρόεδρος της επιτροπής, το αποφασίσει ο πρόεδρος της επιτροπής ή το ζητήσουν τα μέλη της επιτροπής με απλή πλειοψηφία. Όταν εφαρμόζεται η γραπτή διαδικασία σε άλλες περιπτώσεις όπου το σχέδιο μέτρου δεν έχει συζητηθεί στο πλαίσιο της επιτροπής, η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται χωρίς αποτέλεσμα, όταν, εντός της προθεσμίας την οποία καθορίζει ο πρόεδρος της επιτροπής, το αποφασίσει ο πρόεδρος της επιτροπής ή το ζητήσει τουλάχιστον το ένα τέταρτο των μελών της επιτροπής.
6.   Η επιτροπή μπορεί να εξετάζει κάθε ζήτημα που αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής ή αίτησης κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητούν πληροφορίες και να ανταλλάσσουν απόψεις εντός της επιτροπής ή άμεσα με την Επιτροπή.
Άρθρο 26
Επιτόπιοι έλεγχοι
1.   Η Επιτροπή, όποτε το κρίνει σκόπιμο, πραγματοποιεί επισκέψεις, προκειμένου να εξετάσει τα βιβλία που τηρούν οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι έμποροι, οι αντιπρόσωποι, οι παραγωγοί και οι εμπορικές ενώσεις και οργανώσεις, και να επαληθεύσει τα στοιχεία που έχουν προσκομιστεί σχετικά με την επιδότηση και τη ζημία. Αν δεν έχει δοθεί προσήκουσα απάντηση εγκαίρως, ο επιτόπιος έλεγχος είναι δυνατόν να μη διεξαχθεί.
2.   Η Επιτροπή δύναται, όταν είναι αναγκαίο, να διενεργεί έρευνες σε τρίτες χώρες, υπό την επιφύλαξη ότι έχει εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των ενεχομένων επιχειρήσεων, και ότι δεν υπάρχει αντίρρηση εκ μέρους της οικείας χώρας, η οποία έχει επισήμως ενημερωθεί. Μόλις εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των ενεχομένων επιχειρήσεων, η Επιτροπή οφείλει κανονικά να γνωστοποιήσει στη χώρα καταγωγής και/ή εξαγωγής τις επωνυμίες και τις διευθύνσεις των επιχειρήσεων στις οποίες πρόκειται να πραγματοποιηθεί επίσκεψη, καθώς και τις συμφωνηθείσες ημερομηνίες.
3.   Οι ενεχόμενες επιχειρήσεις ενημερώνονται σχετικά με το χαρακτήρα των στοιχείων που πρόκειται να επαληθευτούν, καθώς και σχετικά με οποιοδήποτε επιπλέον στοιχείο που πρέπει να παρασχεθεί κατά τη διάρκεια των ελέγχων αυτών, αν και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να ζητούνται επιτοπίως περαιτέρω διευκρινίσεις με βάση τα στοιχεία που έχουν ήδη συγκεντρωθεί.
4.   Κατά τις έρευνες που διενεργούνται βάσει των παραγράφων 1, 2 και 3, η Επιτροπή επικουρείται από υπαλλήλους των κρατών μελών που υποβάλλουν σχετικό αίτημα.
Άρθρο 27
Δειγματοληψίες
1.   Όταν είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται:
α)
σε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση δειγμάτων στατιστικά αντιπροσωπευτικών με βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα κατά το χρόνο της επιλογής· ή

β)
στον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών για τον οποίον είναι λογικό να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου.
2.   Η τελική επιλογή των μερών, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η οποία πραγματοποιείται κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου, γίνεται από την Επιτροπή, αν και είναι προτιμότερο να επιλέγεται το δείγμα κατόπιν διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη ή με τη συγκατάθεσή τους, υπό την επιφύλαξη ότι αυτά τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν αναγγελθεί και προσκομίζουν, εντός τριών εβδομάδων από την έναρξη της έρευνας, επαρκή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επιτρέπουν την επιλογή αντιπροσωπευτικού δείγματος.
3.   Σε περιπτώσεις περιστολής του αντικειμένου της έρευνας κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου, είναι υποχρεωτικό να υπολογίζεται το ατομικό ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης για κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό ο οποίος δεν συμπεριελήφθη στην αρχική επιλογή αλλά ο οποίος υποβάλλει τα απαιτούμενα στοιχεία εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός, εκτός αν ο αριθμός των εξαγωγέων ή των παραγωγών είναι τόσο μεγάλος, ώστε να καθίσταται υπερβολικά επαχθής η ατομική εξέταση των δεδομένων εκάστου εξ αυτών και να παρεμποδίζεται η ολοκλήρωση της έρευνας εγκαίρως.
4.   Όταν αποφασίζεται η διενέργεια δειγματοληψίας και διαπιστώνεται άρνηση συνεργασίας εκ μέρους των επιλεγέντων μερών ή ορισμένων εξ αυτών, ούτως ώστε να είναι δυνατόν να επηρεαστούν σε σημαντικό βαθμό τα πορίσματα της έρευνας, επιτρέπεται η επιλογή νέου δείγματος.
Εντούτοις, αν εξακολουθεί να υφίσταται άρνηση συνεργασίας ή αν δεν υπάρχει επαρκής χρόνος για την επιλογή νέου δείγματος, εφαρμόζονται οι συναφείς διατάξεις του άρθρου 28.
Άρθρο 28
Άρνηση συνεργασίας
1.   Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση στις απαραίτητες πληροφορίες ή δεν τις παρέχει εντός της προθεσμίας που προβλέπει ο παρών κανονισμός ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία.
Όταν διαπιστώνεται ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει προσκομίσει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, τα εν λόγω στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη, και είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται τα διαθέσιμα στοιχεία.
Τα ενδιαφερόμενα μέρη κανονικά ενημερώνονται σχετικά με τις συνέπειες που επισύρει τυχόν άρνηση συνεργασίας.
2.   Τυχόν παράλειψη απάντησης υπό μηχανογραφημένη μορφή δεν θεωρείται ως άρνηση συνεργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι το οικείο ενδιαφερόμενο μέρος αποδεικνύει ότι η παρουσίαση της απάντησης υπό τη ζητούμενη μορφή θα συνεπάγετο υπέρμετρη επιπλέον προσπάθεια ή υπέρμετρο επιπρόσθετο κόστος.
3.   Αν οι πληροφορίες που προσκομίζει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι άρτιες από κάθε άποψη, δεν λαμβάνονται παρ' όλα αυτά υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι τυχόν ελλείψεις τους δεν είναι τέτοιες ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπερασμάτων με ικανοποιητική ακρίβεια και ότι οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται εγκαίρως, είναι επαληθεύσιμες και το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια.
4.   Όταν δεν γίνονται δεκτά ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία ή ορισμένες πληροφορίες, το μέρος που τα έχει προσκομίσει ενημερώνεται πάραυτα σχετικά με τους λόγους της απόρριψής τους και του παραχωρείται επίσης η δυνατότητα να παράσχει πρόσθετες εξηγήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Σε περίπτωση που οι εξηγήσεις αυτές δεν κρίνονται ικανοποιητικές, οι λόγοι της απόρριψης των συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων ή πληροφοριών γνωστοποιούνται και αναπτύσσονται κατά τη δημοσίευση των σχετικών συμπερασμάτων.
5.   Εάν τα εξαχθέντα συμπεράσματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, βασίζονται στις διατάξεις της παραγράφου 1, ιδίως στα στοιχεία που περιέχονται στην καταγγελία, διασταυρώνονται, όταν τούτο είναι εφικτό και τηρουμένης της προθεσμίας της έρευνας, με στοιχεία από άλλες τυχόν διαθέσιμες ανεξάρτητες πηγές, όπως είναι οι δημοσιευμένοι τιμοκατάλογοι, οι επίσημες στατιστικές εισαγωγών και τα τελωνειακά έσοδα, ή με στοιχεία που έχουν προσκομιστεί από άλλα ενδιαφερόμενα μέρη κατά τη διάρκεια της έρευνας.
Αυτά τα στοιχεία μπορούν να περιέχουν, ενδεχομένως, στοιχεία σχετικά με την παγκόσμια αγορά ή άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.
6.   Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν συνεργάζεται ή συνεργάζεται μόνον εν μέρει, και, ως εκ τούτου, δεν γνωστοποιούνται χρήσιμα στοιχεία, η προκύπτουσα από την έρευνα κατάσταση για το συγκεκριμένο μέρος ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκή απ' ό,τι θα ήταν εάν είχε συνεργαστεί.
Άρθρο 29
Εμπιστευτική μεταχείριση
1.   Οι αρχές, όταν υπάρχουν έγκυροι λόγοι, αντιμετωπίζουν ως εμπιστευτικού χαρακτήρα κάθε πληροφορία η οποία από τη φύση της έχει τέτοιο χαρακτήρα (παραδείγματος χάρη επειδή η κοινολόγησή της θα προσπόριζε σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε ανταγωνιστή ή θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το πρόσωπο που έχει παράσχει την πληροφορία ή για το πρόσωπο από το οποίο έλαβε την πληροφορία αυτός που την υποβάλλει) ή η οποία έχει υποβληθεί από κάποιο μέρος που μετέχει στην έρευνα με την επεξήγηση ότι πρόκειται για πληροφορία εμπιστευτικού χαρακτήρα.
2.   Τα ενδιαφερόμενα μέρη που προσκομίζουν εμπιστευτικές πληροφορίες υποχρεούνται να υποβάλλουν μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεις των πληροφοριών αυτών. Οι εν λόγω περιλήψεις είναι αρκούντως λεπτομερείς, ώστε να επιτρέπουν τη σε ικανοποιητικό βαθμό κατανόηση της ουσίας των γνωστοποιουμένων πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα εν λόγω μέρη δύνανται να δηλώσουν ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν είναι δυνατό να παρουσιαστούν σε περιληπτική μορφή. Στις εξαιρετικές περιπτώσεις αυτές, επισημαίνονται οι λόγοι για τους οποίους δεν είναι δυνατή η περιληπτική παρουσίαση της πληροφορίας.
3.   Εάν κριθεί ότι η αίτηση παροχής εμπιστευτικής μεταχείρισης δεν δικαιολογείται, και ο παρέχων την πληροφορία δεν είναι διατεθειμένος να την καταστήσει ευρύτερα γνωστή ούτε να επιτρέψει την κοινολόγησή της, σε γενικόλογη ή σε περιληπτική μορφή, η πληροφορία αυτή είναι δυνατό να μη ληφθεί υπόψη, εκτός αν είναι δυνατό να αποδειχθεί με πειστικό τρόπο βάσει αξιόπιστων αποδείξεων ότι η εν λόγω πληροφορία είναι ορθή. Οι αιτήσεις για την παροχή εμπιστευτικής μεταχείρισης δεν επιτρέπεται να απορρίπτονται αυθαίρετα.
4.   Το παρόν άρθρο δεν αντιτίθεται στην κοινολόγηση, από τις αρχές της Ένωσης, πληροφοριών γενικού χαρακτήρα, και, ειδικότερα, των λόγων στους οποίους στηρίζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του παρόντος κανονισμού, ούτε η κοινολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων βασίζονται οι αρχές της Ένωσης, στο βαθμό που απαιτείται για την επεξήγηση των λόγων αυτών στα πλαίσια δικαστικών διαδικασιών. Για κάθε κοινολόγηση τέτοιας φύσεως, λαμβάνεται υπόψη το νόμιμο συμφέρον των ενδιαφερομένων μερών να μη διαρρέουν επιχειρηματικά ή κρατικά τους απόρρητα.
5.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη, καθώς και οι υπάλληλοί τους, δεν αποκαλύπτουν καμία από τις πληροφορίες που λαμβάνουν κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού χωρίς τη ρητή άδεια του προσώπου που έχει παράσχει την πληροφορία, αν το εν λόγω πρόσωπο έχει ζητήσει την εμπιστευτική της μεταχείριση. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, καθώς και όλα τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης που συντάσσουν οι αρχές της Ένωσης ή των κρατών μελών της, δεν αποκαλύπτονται, εκτός αν η αποκάλυψή τους προβλέπεται ρητά στον παρόντα κανονισμό.
6.   Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκαν.
Η παρούσα διάταξη δεν αποκλείει τη χρήση πληροφοριών που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο μιας έρευνας με σκοπό να κινηθεί άλλη έρευνα εντός της ίδιας διαδικασίας όσον αφορά το ίδιο ομοειδές προϊόν.
Άρθρο 30
Ενημέρωση των μερών
1.   Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, καθώς και οι χώρες καταγωγής και/ή εξαγωγής δύνανται να ζητούν να ενημερωθούν λεπτομερώς σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και με τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων έχουν επιβληθεί προσωρινά μέτρα. Οι αιτήσεις ενημέρωσης υποβάλλονται γραπτώς αμέσως μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων και η ενημέρωση γίνεται γραπτώς το συντομότερο δυνατό.
2.   Τα μέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δύνανται να ζητούν τελική ενημέρωση σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων προτίθεται να διατυπωθεί σύσταση για την επιβολή οριστικών μέτρων ή για την περάτωση της έρευνας ή της διαδικασίας χωρίς την επιβολή μέτρων· ιδιαίτερη προσοχή αποδίδεται στην ενημέρωση σχετικά με τυχόν πραγματικά περιστατικά ή εκτιμήσεις που διαφέρουν εκείνων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την επιβολή προσωρινών μέτρων.
3.   Οι αιτήσεις για τελική ενημέρωση απευθύνονται γραπτώς στην Επιτροπή και παραλαμβάνονται, σε περίπτωση που έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός, το αργότερο ένα μήνα μετά τη δημοσίευση της επιβολής αυτού του δασμού. Σε περίπτωση που δεν έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός, παρέχεται η δυνατότητα στα μέρη να ζητήσουν να ενημερωθούν εντός προθεσμίας που ορίζεται από την Επιτροπή.
4.   Η τελική αποκάλυψη στοιχείων γίνεται γραπτώς. Πραγματοποιείται, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, το συντομότερο δυνατόν και, υπό κανονικές συνθήκες, το αργότερο έναν μήνα πριν από την έναρξη των διαδικασιών που ορίζονται στο άρθρο 14 ή στο άρθρο 15. Αν η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να γνωστοποιήσει ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή εκτιμήσεις τη δεδομένη στιγμή, οφείλει να το πραγματοποιήσει το συντομότερο δυνατόν στη συνέχεια.
Η αποκάλυψη αυτή δεν θίγει καμία μεταγενέστερη απόφαση την οποία ενδεχομένως λαμβάνει η Επιτροπή, αλλά, αν η απόφαση αυτή στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικό σκεπτικό, αυτά γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν.
5.   Τυχόν παραστάσεις των ενδιαφερομένων μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων λαμβάνονται υπόψη εφόσον παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή κατά περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του επείγοντος του θέματος. Μπορεί να οριστεί μικρότερη προθεσμία αν πρέπει να γίνει πρόσθετη τελική αποκάλυψη στοιχείων.
Άρθρο 31
Συμφέρον την Ένωσης
1.   Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η λήψη μέτρων είναι προς το συμφέρον της Ένωσης, αξιολογούνται όλα τα εμπλεκόμενα συμφέροντα στο σύνολό τους, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, των χρηστών και των καταναλωτών· κάθε τέτοια διαπίστωση, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, πραγματοποιείται μόνον αφού έχει δοθεί η δυνατότητα σε όλα τα μέρη να εκφράσουν τις απόψεις τους σύμφωνα με την παράγραφο 2. Κατά την εξέταση αυτή, αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην ανάγκη εξάλειψης των επιπτώσεων από τις στρεβλώσεις του εμπορίου που προκαλούν οι ζημιογόνες επιδοτήσεις καθώς και στην ανάγκη αποκατάστασης ουσιαστικού ανταγωνισμού. Μέτρα τα οποία έχουν προσδιοριστεί με βάση τις διαπιστωθείσες επιδοτήσεις και τη ζημία δεν μπορούν να εφαρμόζονται αν οι αρχές μπορούν, βάσει όλων των στοιχείων που έχουν υποβληθεί, να συμπεράνουν με σαφήνεια ότι τούτο δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Ένωσης.
2.   Προκειμένου να συγκροτηθεί μια κατάλληλη βάση επί της οποίας οι αρχές να μπορούν να λάβουν υπόψη όλες τις απόψεις και τα στοιχεία προκειμένου να αποφανθούν κατά πόσον η επιβολή μέτρων είναι προς το συμφέρον της Ένωσης, οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, καθώς και οι αντιπροσωπευτικές ενώσεις χρηστών και καταναλωτών δύνανται, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ανακοίνωση περί έναρξης της έρευνας με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών, να αναγγελθούν και να παράσχουν πληροφορίες στην Επιτροπή. Οι πληροφορίες αυτές ή κατάλληλες περιλήψεις αυτών των πληροφοριών, ανακοινώνονται στα λοιπά μέρη που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο, τα οποία έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις επ' αυτών.
3.   Τα μέρη που έχουν ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 2 δύνανται να ζητήσουν ακρόαση. Οι αιτήσεις αυτές υποβάλλονται εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2 και εφόσον αναφέρουν τους ιδιαίτερους λόγους οι οποίοι επιβάλλουν την ακρόαση, σε σχέση με το συμφέρον της Ένωσης.
4.   Τα μέρη τα οποία έχουν ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 2 δύνανται να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή τυχόν προσωρινών δασμών. Οι εν λόγω παρατηρήσεις, για να ληφθούν υπόψη, πρέπει να παραληφθούν εντός 25 ημερών από την ημερομηνία εφαρμογής των εν λόγω μέτρων και πρέπει, ενδεχομένως με κατάλληλη περιληπτική μορφή, να ανακοινωθούν στα άλλα μέρη, τα οποία έχουν το δικαίωμα να διατυπώσουν παρατηρήσεις επ' αυτών.
5.   Η Επιτροπή εξετάζει όλες τις πληροφορίες που της έχουν προσηκόντως υποβληθεί, καθώς και τον βαθμό αντιπροσωπευτικότητάς τους, ενώ τα αποτελέσματα της εξέτασης αυτής, μαζί με γνωμοδότηση για το βάσιμο των πληροφοριών αυτών, διαβιβάζονται στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 25 ως τμήμα του σχεδίου μέτρου που υποβάλλεται βάσει των άρθρων 14 και 15. Οι απόψεις που εκφράζονται στην επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
6.   Τα μέρη που έχουν ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 2 δύνανται να ζητήσουν να πληροφορηθούν τα πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις στα οποία είναι πιθανό να βασιστούν οι τελικές αποφάσεις. Τα στοιχεία αυτά γνωστοποιούνται στο μέτρο του δυνατού και με την επιφύλαξη τυχόν μεταγενέστερης απόφασης της Επιτροπής.
7.   Οι πληροφορίες λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον συνοδεύονται από συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την αξιοπιστία τους.
Άρθρο 32
Σχέση μεταξύ των αντισταθμιστικών μέτρων και των πολυμερών μέτρων αποκατάστασης
Σε περίπτωση που ένα εισαγόμενο προϊόν αποτελέσει αντικείμενο μέτρων που επιβάλλονται κατ' εφαρμογή των διαδικασιών επίλυσης των διαφορών που προβλέπονται από τη συμφωνία για τις επιδοτήσεις, και τα μέτρα αυτά επαρκούν για την εξάλειψη της ζημίας που προκαλείται από τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις, κάθε αντισταθμιστικός δασμός που έχει επιβληθεί σε σχέση με το εν λόγω προϊόν αναστέλλεται αμέσως ή καταργείται, ανάλογα με την περίπτωση.
Άρθρο 33
Τελικές διατάξεις
Ο παρών κανονισμός δεν αποκλείει την εφαρμογή:
α)
τυχόν ειδικών κανόνων που προβλέπονται στις συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών·

β)
των ενωσιακών κανονισμών στο γεωργικό τομέα και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1667/2006 (8), (ΕΚ) αριθ. 614/2009 (9) και (ΕΚ) αριθ. 1216/2009 του Συμβουλίου (10). Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται ως συμπλήρωμα των κανονισμών αυτών και κατά παρέκκλιση τυχόν διατάξεών τους οι οποίες αντιτίθενται στην επιβολή αντισταθμιστικών δασμών·

γ)
ειδικών μέτρων, εφόσον δεν αντιβαίνουν στις υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί στα πλαίσια της ΓΣΔΕ του 1994.
Άρθρο 34
Έκθεση
Η Επιτροπή, στην ετήσια έκθεσή της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την εφαρμογή και την υλοποίηση μέτρων εμπορικής άμυνας, που υποβάλλεται βάσει του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036, περιλαμβάνει και πληροφορίες σχετικά με την υλοποίηση του παρόντος κανονισμού.
Άρθρο 35
Κατάργηση
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 597/2009 καταργείται.
Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος VI.
Άρθρο 36
Έναρξη ισχύος
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Στρασβούργο, 8 Ιουνίου 2016.
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
M. SCHULZ
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
A.G. KOENDERS

(1)  Γνώμη της 10ης Δεκεμβρίου 2014 (ΕΕ C 230 της 14.7.2015, σ. 129).
(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 10ης Μαΐου 2016 (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2016.
(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 597/2009 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 188 της 18.7.2009, σ. 93).
(4)  Βλέπε παράρτημα V.
(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).
(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269 της 10.10.2013, σ. 1).
(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλέπε σ. 21 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).
(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1667/2006 του Συμβουλίου, της 7ης Νοεμβρίου 2006, περί της γλυκόζης και της λακτόζης (ΕΕ L 312 της 11.11.2006, σ. 1).
(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 614/2009 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 2009, περί κοινού συστήματος εμπορίας για την ωοαλβουμίνη και τη γαλακτοαλβουμίνη (ΕΕ L 181 της 14.7.2009, σ. 8).
(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1216/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για τον καθορισμό του καθεστώτος συναλλαγών που εφαρμόζεται για ορισμένα εμπορεύματα που προέρχονται από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων (ΕΕ L 328 της 15.12.2009, σ. 10).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I - ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II - ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ  (1)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III - ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝΤΑΙ ΟΤΑΝ ΕΞΕΤΑΖΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟ ΕΝΑ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΦΟΡΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΙΣΟΔΥΝΑΜΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV - ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ: Η ΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΜΕΙΩΣΕΩΝ



E-mail = ggioggaras@Gmail.com

Κάντε κλικ στην ετικέτα να δείτε τα βιβλία μας

ΝΕΑ Βιβλία για
Ε Ξ Ε Τ Α Σ Ε Ι Σ
Πιστοποιημένων Εκτελωνιστών



Ρωτήστε μας Τελωνειακά θέματα στο:
Να σας απαντήσουμε

Παραγγείλετε αντίτυπα με το σύστημα PrePrint

Εκτύπωση πολυσέλιδων Νόμων, Κανονισμών κλπ
Ιστοσελίδα = PrePrint.gr
Με μικρό κόστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου