Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

Ρευστά διαθέσιμα που εισέρχονται ή εξέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση (καν. 1672/2018 (Μάθημα 11) 3 Νοεμβρίου 2018



Ρευστά διαθέσιμα που εισέρχονται ή εξέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση (καν. 1672/2018 (Μάθημα 11) 3 Νοεμβρίου 2018


12.11.2018   
EL
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
L 284/6

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/1672 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ
της 23ης Οκτωβρίου 2018
σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1889/2005
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως τα άρθρα 33 και 114,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),
Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1)
Η προαγωγή της αρμονικής, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης της εσωτερικής αγοράς ως χώρου στον οποίο παρέχεται η δυνατότητα ελεύθερης και ασφαλούς κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων αποτελεί μία από τις προτεραιότητες της Ένωσης.

(2)
Η επανεισαγωγή στην οικονομία των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η διοχέτευση χρημάτων για τη χρηματοδότηση παράνομων δραστηριοτήτων δημιουργούν στρεβλώσεις και αθέμιτα ανταγωνιστικά μειονεκτήματα σε βάρος των νομοταγών πολιτών και επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, συνιστούν απειλή για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Επιπλέον, οι εν λόγω πρακτικές ευνοούν εγκληματικές και τρομοκρατικές δραστηριότητες που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των πολιτών της Ένωσης. Ως εκ τούτου, η Ένωση έχει λάβει μέτρα για την προστασία της.

(3)
Ένας από τους κύριους πυλώνες των μέτρων που ελήφθησαν από την Ένωση ήταν η οδηγία 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου (3), η οποία προέβλεπε σειρά μέτρων και υποχρεώσεων για χρηματοδοτικούς οργανισμούς, νομικά πρόσωπα και ορισμένα επαγγέλματα όσον αφορά, μεταξύ άλλων, διατάξεις για τη διαφάνεια και την τήρηση αρχείων, καθώς και για την εξακρίβωση της ταυτότητας των πελατών («γνωρίστε τον πελάτη σας»), ενώ προέβλεπε την υποχρέωση δήλωσης των ύποπτων συναλλαγών στις εθνικές μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ). Οι ΜΧΠ ιδρύθηκαν για να λειτουργούν ως κέντρα αξιολόγησης των εν λόγω συναλλαγών, να συνεργάζονται με τους αντίστοιχους φορείς άλλων χωρών και, εφόσον απαιτείται, να επικοινωνούν με τις δικαστικές αρχές. Έκτοτε, η οδηγία 91/308/ΕΟΚ τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από διαδοχικά μέτρα. Οι διατάξεις για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες επί του παρόντος ορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

(4)
Ενόψει του κινδύνου η εφαρμογή της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ να οδηγήσει σε αύξηση των κινήσεων ρευστών διαθεσίμων για παράνομους σκοπούς, εξέλιξη που θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την εσωτερική αγορά, η εν λόγω οδηγία συμπληρώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Σκοπός του εν λόγω κανονισμού είναι η πρόληψη και ο εντοπισμός περιπτώσεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας με την καθιέρωση ενός συστήματος ελέγχων που εφαρμόζονται σε φυσικά πρόσωπα τα οποία εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση μεταφέροντας ποσά ρευστών διαθεσίμων ή διαπραγματεύσιμους τίτλους στον κομιστή αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 10 000 EUR ή του ισοδύναμού τους σε άλλα νομίσματα. Ο όρος «εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση» θα πρέπει να ορίζεται σε συνάρτηση με το έδαφος της Ένωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 355 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), προκειμένου να διασφαλίζεται ότι ο εν λόγω κανονισμός έχει το ευρύτερο δυνατό πεδίο εφαρμογής και ότι δεν υπάρχουν περιοχές που να εξαιρούνται από την εφαρμογή του και να δίνουν δυνατότητες παράκαμψης των ισχυόντων ελέγχων.

(5)
Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 τέθηκαν σε εφαρμογή εντός της Κοινότητας διεθνή πρότυπα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τα οποία καταρτίστηκαν από την ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης (FATF).

(6)
Η FATF, η οποία συγκροτήθηκε από τη σύνοδο κορυφής της G7 που διεξήχθη στο Παρίσι το 1989, είναι ένας διακυβερνητικός φορέας που καθορίζει πρότυπα και προωθεί την αποτελεσματική εφαρμογή των νομικών, ρυθμιστικών και επιχειρησιακών μέτρων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλων συναφών απειλών κατά της ακεραιότητας του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αρκετά κράτη μέλη είναι είτε μέλη της FATF είτε εκπροσωπούνται στη FATF μέσω περιφερειακών φορέων. Η Ένωση εκπροσωπείται στη FATF από την Επιτροπή και έχει αναλάβει τη δέσμευση να εφαρμόζει αποτελεσματικά τις συστάσεις της FATF. Στη σύσταση 32 της FATF για τους μεταφορείς ρευστών διαθεσίμων ορίζεται ότι θα πρέπει να θεσπίζονται μέτρα σχετικά με τη διενέργεια επαρκών ελέγχων στις διασυνοριακές κινήσεις ρευστών διαθεσίμων.

(7)
Στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 προσδιορίζονται και περιγράφονται ορισμένες εγκληματικές δραστηριότητες των οποίων τα έσοδα ενδέχεται να επιχειρηθεί να νομιμοποιηθούν ή ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Τα έσοδα από τις εν λόγω εγκληματικές δραστηριότητες μεταφέρονται συχνά διαμέσου των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης με σκοπό να νομιμοποιηθούν ή να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στον παρόντα κανονισμό, και θα πρέπει να θεσπιστεί ένα σύστημα κανόνων το οποίο, επιπλέον της συμβολής στην πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, και ειδικά από βασικά αδικήματα όπως τα φορολογικά εγκλήματα όπως αυτά ορίζονται στο εθνικό δίκαιο, και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας αυτής καθαυτής, θα διευκολύνει την πρόληψη, τον εντοπισμό, και τη διερεύνηση των εγκληματικών δραστηριοτήτων που ορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849.

(8)
Έχει συντελεστεί πρόοδος όσον αφορά τις γνώσεις για τους μηχανισμούς που χρησιμοποιούνται για τη διασυνοριακή μεταφορά παράνομα αποκτηθείσας αξίας. Συνεπεία αυτού, οι συστάσεις της FATF έχουν επικαιροποιηθεί, η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 έχει εισαγάγει μεταβολές στο ενωσιακό νομικό πλαίσιο και έχουν αναπτυχθεί νέες βέλτιστες πρακτικές. Εν όψει των εν λόγω εξελίξεων και με βάση την αξιολόγηση της υφιστάμενης ενωσιακής νομοθεσίας, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 χρειάζεται να τροποποιηθεί. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του εκτενούς χαρακτήρα των απαιτούμενων τροποποιήσεων, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 θα πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από νέο κανονισμό.

(9)
Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν, βάσει του εθνικού τους δικαίου, τη διεξαγωγή πρόσθετων εθνικών ελέγχων στις κινήσεις ρευστών διαθεσίμων εντός της Ένωσης, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω έλεγχοι συνάδουν με τις θεμελιώδεις ελευθερίες της Ένωσης, και ειδικότερα με τα άρθρα 63 και 65 ΣΛΕΕ.

(10)
Ένα σύνολο κανόνων σε επίπεδο Ένωσης που καθιστούσε δυνατούς συγκρίσιμους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων εντός της Ένωσης θα διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό τις προσπάθειες για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(11)
Ο παρών κανονισμός δεν αφορά μέτρα που λαμβάνονται από την Ένωση ή από τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 66 ΣΛΕΕ και επιβάλλουν περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίων που προκαλούν ή απειλούν να προκαλέσουν σοβαρές δυσχέρειες στη λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης ή δυνάμει των άρθρων 143 και 144 ΣΛΕΕ ως αποτέλεσμα αιφνίδιας κρίσης του ισοζυγίου πληρωμών.

(12)
Λαμβανομένης υπόψη της παρουσίας των τελωνειακών αρχών στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, της εμπειρογνωσίας τους όσον αφορά τη διενέργεια ελέγχων των επιβατών και των εμπορευμάτων που διέρχονται τα εξωτερικά σύνορα, καθώς και της εμπειρίας τους την οποία έχουν αποκτήσει κατά την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1889/2005, οι τελωνειακές αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να ενεργούν ως οι αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Παράλληλα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξακολουθήσουν να είναι σε θέση να ορίζουν άλλες εθνικές αρχές που θα είναι παρούσες στα εξωτερικά σύνορα ώστε να ενεργούν ως αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να εξακολουθήσουν να παρέχουν κατάλληλη κατάρτιση για το προσωπικό των τελωνειακών αρχών και άλλων εθνικών αρχών για την πραγματοποίηση των εν λόγω ελέγχων, μεταξύ άλλων για τη βασισμένη σε μετρητά νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

(13)
Μία από τις βασικές έννοιες που χρησιμοποιούνται στον παρόντα κανονισμό είναι η έννοια των «ρευστών διαθεσίμων», η οποία θα πρέπει να ορίζεται ότι περιλαμβάνει τέσσερις κατηγορίες: τα μετρητά, τους διαπραγματεύσιμους τίτλους στον κομιστή, τα αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας και ορισμένους τύπους προπληρωμένων καρτών. Δεδομένων των χαρακτηριστικών τους, ορισμένοι διαπραγματεύσιμοι τίτλοι στον κομιστή, τα αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας, καθώς και οι προπληρωμένες κάρτες που δεν είναι συνδεδεμένες με τραπεζικό λογαριασμό και τα οποία μπορούν να αποθηκεύσουν χρηματικά ποσά που εντοπίζονται δύσκολα, είναι πιθανό να χρησιμοποιούνται αντί των μετρητών ως ανώνυμα μέσα για τη μεταφορά αξίας διαμέσου των εξωτερικών συνόρων, με τρόπο που δεν μπορεί να ανιχνευθεί από τις δημόσιες αρχές με τη χρήση του κλασικού συστήματος εποπτείας. Ο παρών κανονισμός ως εκ τούτου θα πρέπει να καθορίζει τα ουσιώδη στοιχεία που απαρτίζουν τον ορισμό των «ρευστών διαθεσίμων», παρέχοντας ταυτόχρονα στην Επιτροπή τη δυνατότητα να τροποποιεί τα μη ουσιώδη στοιχεία του παρόντος κανονισμού προκειμένου να αντιμετωπίσει τις προσπάθειες των εγκληματιών και των συνεργών τους να παρακάμψουν ένα μέτρο που ελέγχει ένα μόνο είδος ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμου μέσου αποθήκευσης αξίας μεταφέροντας κάποιο άλλο είδος διαμέσου των εξωτερικών συνόρων. Εφόσον εντοπιστούν στοιχεία που αποδεικνύουν τέτοιου είδους συμπεριφορά σε σημαντική κλίμακα, είναι αναγκαία η άμεση λήψη μέτρων για την επανόρθωση της κατάστασης. Παρά το υψηλό επίπεδο κινδύνου που ενέχουν τα εικονικά νομίσματα, όπως αποδεικνύεται στην έκθεση της Επιτροπής της 26ης Ιουνίου 2017 σχετικά με την εκτίμηση των κινδύνων που συνεπάγονται για την εσωτερική αγορά η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και οι οποίοι συνδέονται με διασυνοριακές δραστηριότητες, οι τελωνειακές αρχές δεν είναι αρμόδιες για την παρακολούθησή τους.

(14)
Οι διαπραγματεύσιμοι τίτλοι στον κομιστή δίνουν στον φυσικό τους κάτοχο τη δυνατότητα αξίωσης πληρωμής χρηματικού ποσού χωρίς να είναι καταχωρισμένος ή να αναφέρεται ονομαστικά. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν εύκολα για τη μεταφορά σημαντικών ποσών αξίας και παρουσιάζουν αξιοσημείωτες ομοιότητες με τα μετρητά από πλευράς ρευστότητας, ανωνυμίας και κινδύνων κατάχρησης.

(15)
Τα αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας χαρακτηρίζονται από υψηλό δείκτη αξίας προς τον όγκο τους και για τα οποία υπάρχει εύκολα προσβάσιμη διεθνής αγορά διαπραγμάτευσης που επιτρέπει τη μετατροπή τους σε μετρητά και μάλιστα με χαμηλό κόστος συναλλαγής. Τα εν λόγω αγαθά παρουσιάζονται συνήθως κατά τρόπο τυποποιημένο, που επιτρέπει την ταχεία εξακρίβωση της αξίας τους.

(16)
Οι προπληρωμένες κάρτες είναι μη ονομαστικές κάρτες στις οποίες αποθηκεύεται ή μέσω των οποίων παρέχεται πρόσβαση σε νομισματική αξία ή κεφάλαια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για συναλλαγές πληρωμών, για αγορά αγαθών ή υπηρεσιών ή για εξόφληση σε μετρητά. Δεν είναι συνδεδεμένες με τραπεζικό λογαριασμό. Οι προπληρωμένες κάρτες περιλαμβάνουν ανώνυμες προπληρωμένες κάρτες, όπως αναφέρεται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849. Χρησιμοποιούνται ευρέως για διάφορους νόμιμους σκοπούς και ορισμένα από τα εν λόγω μέσα παρουσιάζουν επίσης πρόδηλο κοινωνικό ενδιαφέρον. Αυτές οι προπληρωμένες κάρτες είναι εύκολα μεταβιβάσιμες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη μεταφορά σημαντικής αξίας διαμέσου των εξωτερικών συνόρων. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να συμπεριληφθούν οι προπληρωμένες κάρτες στον ορισμό των ρευστών διαθεσίμων, ιδίως εάν μπορούν να αγοραστούν χωρίς διαδικασίες δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Με τον τρόπο αυτό θα καταστεί δυνατή η επέκταση των ελέγχων σε ορισμένους τύπους προπληρωμένων καρτών, λαμβανομένης υπόψη της διαθέσιμης τεχνολογίας, εφόσον τούτο δικαιολογείται από τα αποδεικτικά στοιχεία, υπό την προϋπόθεση ότι η επέκταση των ελέγχων αυτών λαμβάνει υπόψη την αναλογικότητα και τη δυνατότητα πρακτικής εφαρμογής.

(17)
Για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, θα πρέπει να επιβληθεί στα φυσικά πρόσωπα που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση η υποχρέωση δήλωσης των ρευστών διαθεσίμων. Ωστόσο, για να μην περιορίζεται αδικαιολόγητα η ελεύθερη κυκλοφορία ή να μην επιβάλλεται υπερβολικός φόρτος στους πολίτες και στις αρχές λόγω των διοικητικών διατυπώσεων, η υποχρέωση αυτή θα πρέπει να υπόκειται σε κατώτατο όριο της τάξης των 10 000 EUR. Θα πρέπει δε να ισχύει για τους μεταφορείς που μεταφέρουν τα εν λόγω ποσά μαζί τους, στις αποσκευές τους ή στο μεταφορικό μέσο με το οποίο διέρχονται από τα εξωτερικά σύνορα. Θα πρέπει να απαιτείται από τα πρόσωπα αυτά να θέτουν τα ρευστά διαθέσιμα στη διάθεση των αρμόδιων αρχών για τη διεξαγωγή ελέγχου και, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, να τα παρουσιάζουν στις εν λόγω αρχές. Η έννοια του «μεταφορέα» θα πρέπει να γίνεται κατανοητή ως μη περιλαμβάνουσα εκείνους τους μεταφορείς που αναλαμβάνουν την επαγγελματική μεταφορά αγαθών ή προσώπων.

(18)
Όσον αφορά τις κινήσεις ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση με αποστολές ταχυδρομικών δεμάτων, ταχυμεταφορών, ασυνόδευτων αποσκευών ή εμπορευμάτων σε εμπορευματοκιβώτια, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να απαιτούν από τον αποστολέα ή τον αποδέκτη ή τον εκπρόσωπό τους να υποβάλει δήλωση γνωστοποίησης, συστηματικά ή κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες. Η γνωστοποίηση αυτή θα πρέπει να καλύπτει διάφορα στοιχεία που δεν καλύπτονται από τα συνήθη δικαιολογητικά που υποβάλλονται στις τελωνειακές αρχές, όπως τα έγγραφα αποστολής εμπορευμάτων και οι τελωνειακές διασαφήσεις. Τέτοια στοιχεία αποτελούν η γεωγραφική προέλευση, ο προορισμός, η οικονομική προέλευση και τη σκοπούμενη χρήση των ρευστών διαθεσίμων. Η υποχρέωση γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων θα πρέπει να υπόκειται σε κατώτατο όριο πανομοιότυπο με το αντίστοιχο όριο που προβλέπεται για τα ρευστά διαθέσιμα τα οποία μεταφέρονται από μεταφορείς.

(19)
Μια σειρά στοιχείων τυποποιημένων δεδομένων σχετικά με την κίνηση των ρευστών διαθεσίμων, όπως τα προσωπικά στοιχεία του δηλούντος, του κυρίου ή του αποδέκτη, η οικονομική προέλευση και η σκοπούμενη χρήση των ρευστών διαθεσίμων, θα πρέπει να καταγράφεται προς επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, είναι απαραίτητο ο δηλών, ο κύριος ή ο αποδέκτης να παρέχουν τα προσωπικά τους στοιχεία, όπως περιλαμβάνονται στα έγγραφα ταυτότητας, προκειμένου να μειωθεί στο ελάχιστο δυνατό ο κίνδυνος σφαλμάτων σχετικά με την ταυτότητά τους και τις καθυστερήσεις λόγω ενδεχόμενης επακόλουθης ανάγκης εξακρίβωσης.

(20)
Όσον αφορά την υποχρέωση δήλωσης συνοδευόμενων ρευστών διαθεσίμων και την υποχρέωση γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν την αρμοδιότητα να υποβάλλουν σε όλους τους απαιτούμενους ελέγχους τα πρόσωπα, τις αποσκευές τους, το μεταφορικό μέσο που χρησιμοποιείται για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων, καθώς και τυχόν ασυνόδευτες αποστολές ή συσκευασίες μεταφοράς που διέρχονται από τα εξωτερικά σύνορα και ενδέχεται να περιέχουν ρευστά διαθέσιμα ή το μέσο μεταφοράς τους. Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων αυτών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να προβαίνουν σε αυτεπάγγελτη δήλωση για την επακόλουθη διαβίβαση των σχετικών πληροφοριών σε άλλες αρχές.

(21)
Προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή τους από τις αρμόδιες αρχές, οι έλεγχοι θα πρέπει να βασίζονται κατά κύριο λόγο στην ανάλυση κινδύνου, με σκοπό τον προσδιορισμό και την εκτίμηση των κινδύνων και την ανάπτυξη των απαιτούμενων αντίμετρων.

(22)
Η θέσπιση ενός κοινού πλαισίου διαχείρισης κινδύνου δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να διενεργούν δειγματοληπτικούς ελέγχους ή αυθόρμητους ελέγχους, όταν το κρίνουν απαραίτητο.

(23)
Σε περίπτωση που εντοπίζονται ποσά ρευστών διαθεσίμων που είναι μεν μικρότερα από το κατώτατο όριο, αλλά υπάρχουν ενδείξεις πιθανής σύνδεσης των ρευστών διαθεσίμων με εγκληματική δραστηριότητα, όπως καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να καταχωρίζουν, στην περίπτωση των συνοδευόμενων ρευστών διαθεσίμων, πληροφορίες σχετικά με τον μεταφορέα, τον κύριο και, εφόσον υπάρχει, τον τελικό αποδέκτη των ρευστών διαθεσίμων, συμπεριλαμβανομένων ονοματεπωνύμων, στοιχείων επικοινωνίας, στοιχείων σχετικά με το είδος και το ποσό ή την αξία των ρευστών διαθεσίμων, την οικονομική προέλευση και τη σκοπούμενη χρήση των ρευστών διαθεσίμων.

(24)
Σε περίπτωση των ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να καταχωρίζουν πληροφορίες σχετικά με τον δηλούντα, τον κύριο, τον αποστολέα και τον αποδέκτη ή τον τελικό αποδέκτη των ρευστών διαθεσίμων, συμπεριλαμβανομένων ονοματεπωνύμων, στοιχείων επικοινωνίας, στοιχείων σχετικά με το είδος και το ποσό ή την αξία των ρευστών διαθεσίμων, την οικονομική προέλευση και τη σκοπούμενη χρήση των ρευστών διαθεσίμων.

(25)
Οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να διαβιβάζονται στη FIU του οικείου κράτους μέλους, η οποία θα πρέπει να μεριμνά ώστε η FIU να διαβιβάζει οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες, αυθόρμητα ή κατόπιν αιτήματος, στις FIU των λοιπών κρατών μελών. Οι εν λόγω μονάδες έχουν οριστεί ως οι κεντρικοί φορείς για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίοι λαμβάνουν και επεξεργάζονται πληροφορίες από διάφορες πηγές, όπως χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, και αναλύουν τις πληροφορίες αυτές προκειμένου να αποφανθούν αν συντρέχουν λόγοι για περαιτέρω διερεύνηση, οι οποίοι ενδέχεται να μην είναι προφανείς για τις αρμόδιες αρχές που συγκεντρώνουν τις δηλώσεις και διενεργούν ελέγχους δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική ροή των πληροφοριών, οι ΜΧΠ θα πρέπει να είναι διασυνδεδεμένες με το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών (CIS) που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου (6), και τα δεδομένα που παράγουν ή ανταλλάσσουν οι αρμόδιες αρχές και οι ΜΧΠ θα πρέπει να είναι συμβατά και συγκρίσιμα μεταξύ τους.

(26)
Αναγνωρίζοντας ότι η αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των σχετικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων των ΜΧΠ εντός του νομικού πλαισίου που τις καλύπτει, είναι σημαντική για την επιτυχή παρακολούθηση του παρόντος κανονισμού και την ανάγκη να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ ΜΧΠ εντός της Ένωσης, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει αξιολογήσει μέχρι την 1η Ιουνίου 2019 το ενδεχόμενο δημιουργίας κοινού μηχανισμού για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(27)
Ο εντοπισμός ποσών μικρότερων ρευστών διαθεσίμων από το κατώτατο όριο σε περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις εγκληματικής δραστηριότητας είναι ιδιαίτερα σημαντικός σε αυτό το πλαίσιο. Ως εκ τούτου, αν υπάρχουν ενδείξεις εγκληματικής δραστηριότητας, θα πρέπει επίσης να παρέχεται η δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών για ποσά μικρότερα από το κατώτατο όριο.

(28)
Λαμβανομένου υπόψη ότι οι κινήσεις ρευστών διαθεσίμων που υπόκεινται σε ελέγχους δυνάμει του παρόντος κανονισμού πραγματοποιούνται διαμέσου των εξωτερικών συνόρων, και δεδομένης της δυσκολίας λήψης μέτρων μετά την απομάκρυνση των ρευστών διαθεσίμων από το σημείο εισόδου ή εξόδου και του σχετικού κινδύνου σε περίπτωση παράνομης χρήσης ακόμη και μικρών ποσών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να δεσμεύουν προσωρινά τα ρευστά διαθέσιμα σε ορισμένες περιπτώσεις, υπό τον όρο της εφαρμογής ελέγχων και εξισορροπήσεων: κατά πρώτον, σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης δήλωσης ή γνωστοποίησης ρευστών διαθεσίμων και, κατά δεύτερον, σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις εγκληματικής δραστηριότητας, ανεξάρτητα από το ύψος των ρευστών διαθεσίμων ή από αν είναι αυτά συνοδευόμενα ή ασυνόδευτα. Λόγω της φύσης αυτής της προσωρινής δέσμευσης και των επιπτώσεων που ενδέχεται να έχει στην ελεύθερη κυκλοφορία και στο δικαίωμα ιδιοκτησίας, η περίοδος δέσμευσης θα πρέπει να περιορίζεται στον απολύτως ελάχιστο χρόνο που χρειάζονται οι υπόλοιπες αρμόδιες αρχές για να εξακριβώσουν αν συντρέχουν λόγοι για περαιτέρω επέμβαση, όπως έρευνα ή κατάσχεση των ρευστών διαθεσίμων βάσει άλλων νομικών μέσων. Η απόφαση για προσωρινή δέσμευση ρευστών διαθεσίμων δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να συνοδεύεται από αιτιολόγηση και θα πρέπει να περιγράφει επαρκώς τους συγκεκριμένους παράγοντες που οδήγησαν στη λήψη μέτρων. Θα πρέπει να είναι δυνατή η παράταση της περιόδου προσωρινής δέσμευσης των ρευστών διαθεσίμων σε συγκεκριμένες και δεόντως αξιολογηθείσες περιπτώσεις, για παράδειγμα όταν οι αρμόδιες αρχές συναντούν δυσκολίες στη λήψη πληροφοριών σχετικά με ενδεχόμενη εγκληματική δραστηριότητα, μεταξύ άλλων, όταν απαιτείται επικοινωνία με τρίτη χώρα, όταν πρέπει να μεταφραστούν έγγραφα ή όταν είναι δύσκολη η ταυτοποίηση και η επαφή με τον αποστολέα ή τον αποδέκτη σε περίπτωση ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων. Εάν κατά τη λήξη της σχετικής προθεσμίας δέσμευσης δεν έχει ληφθεί απόφαση σχετικά με περαιτέρω επέμβαση ή σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή αποφασίσει ότι δεν συντρέχουν λόγοι για περαιτέρω δέσμευση των ρευστών διαθεσίμων, τα εν λόγω ρευστά διαθέσιμα θα πρέπει να τίθενται αμέσως στη διάθεση, αναλόγως της κατάστασης, του προσώπου από το οποίο αυτά δεσμεύτηκαν προσωρινά, του μεταφορέα ή του κυρίου.

(29)
Για να ενισχύουν την ευαισθητοποίηση σχετικά με τον παρόντα κανονισμό, τα κράτη μέλη θα πρέπει, σε συνεργασία με την Επιτροπή, να διαμορφώσουν το κατάλληλο ενημερωτικό υλικό σχετικά με την υποχρέωση δήλωσης ή γνωστοποίησης των ρευστών διαθεσίμων.

(30)
Είναι σημαντικό οι αρμόδιες αρχές που συγκεντρώνουν πληροφορίες δυνάμει του παρόντος κανονισμού να τις διαβιβάζουν εγκαίρως στην εθνική ΜΧΠ, ώστε αυτή να είναι σε θέση να προβαίνει σε περαιτέρω ανάλυση και σύγκριση των πληροφοριών με άλλα δεδομένα, όπως ορίζει η οδηγία (ΕΕ) 2015/849.

(31)
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εφόσον οι αρμόδιες αρχές καταχωρίσουν μη υποβολή δήλωσης ή γνωστοποίησης ρευστών διαθεσίμων ή σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις εγκληματικής δραστηριότητας, θα πρέπει να κοινοποιούν αμέσως τις πληροφορίες αυτές μέσω κατάλληλων διαύλων επικοινωνίας στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών. Αυτή η ανταλλαγή δεδομένων είναι αναλογική δεδομένου ότι οι πρόσωπα που έχουν παραβεί την υποχρέωση δήλωσης ή γνωστοποίησης ρευστών διαθεσίμων οι οποίοι έχουν συλληφθεί σε ένα κράτος μέλος θα επιλέξουν κατά πάσα πιθανότητα κάποιο άλλο κράτος μέλος εισόδου ή εξόδου, στο οποίο οι αρμόδιες αρχές δεν θα γνωρίζουν την προγενέστερη παράβασή τους. Η ανταλλαγή των εν λόγω πληροφοριών θα πρέπει να καταστεί υποχρεωτική, ούτως ώστε να διασφαλίζεται συνεκτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε όλα τα κράτη μέλη. Σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ρευστά διαθέσιμα συνδέονται με εγκληματική δραστηριότητα η οποία θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, οι σχετικές πληροφορίες θα πρέπει να τίθενται επίσης στη διάθεση της Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, όπως θεσπίστηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου (7) από τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία δυνάμει του εν λόγω κανονισμού και της Ευρωπόλ, όπως θεσπίστηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8). Για την καλύτερη επίτευξη των προληπτικών και αποτρεπτικών στόχων του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την παράκαμψη της υποχρέωσης δήλωσης ή γνωστοποίησης των ρευστών διαθεσίμων, είναι σκόπιμο να καταστεί επίσης υποχρεωτική η ανταλλαγή των ανωνυμοποιημένων πληροφοριών κινδύνων και των αποτελεσμάτων της ανάλυσης κινδύνων μεταξύ των κρατών μελών και με την Επιτροπή, σύμφωνα με πρότυπα τα οποία θα καθοριστούν σε εκδιδόμενες δυνάμει του παρόντος κανονισμού εκτελεστικές πράξεις.

(32)
Θα πρέπει να είναι δυνατή η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της αρμόδιας αρχής ενός κράτους μέλους ή της Επιτροπής και των αρχών τρίτων χωρών, υπό τον όρο ότι παρέχονται κατάλληλες διασφαλίσεις. Η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών θα πρέπει να επιτρέπεται μόνον υπό την προϋπόθεση της συμμόρφωσης με τις συναφείς εθνικές και ενωσιακές διατάξεις σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατόπιν έγκρισης εκ μέρους των αρχών που έλαβαν αρχικά τις πληροφορίες. Η Επιτροπή θα πρέπει να τηρείται ενήμερη για οποιαδήποτε περίπτωση ανταλλαγής πληροφοριών με τρίτες χώρες δυνάμει του παρόντος κανονισμού και θα πρέπει να υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(33)
Δεδομένης της φύσης των πληροφοριών που συλλέγονται και της εύλογης προσδοκίας των μεταφορέων και των δηλούντων ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν και τα στοιχεία σχετικά με την αξία των ρευστών διαθεσίμων που έχουν εισαγάγει ή εξαγάγει από την Ένωση θα τηρούνται εμπιστευτικά, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παρέχουν επαρκείς διασφαλίσεις όσον αφορά την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου από τους υπαλλήλους που ζητούν πρόσβαση στις πληροφορίες, καθώς και επαρκές επίπεδο προστασίας των εν λόγω πληροφοριών από τη μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, χρήση ή κοινοποίησή τους. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να γνωστοποιούνται χωρίς την άδεια της αρχής που τις έλαβε, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από τον παρόντα κανονισμό ή από το εθνικό δίκαιο, ιδίως στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών.
Η επεξεργασία δεδομένων δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορεί επίσης να αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και θα πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αποκλειστικά με τρόπο συμβατό με τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Κάθε συλλογή, γνωστοποίηση, διαβίβαση, κοινοποίηση και άλλη μορφή επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να υπόκειται στις απαιτήσεις των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 45/2001 (9) και (ΕΕ) 2016/679 (10). Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού θα πρέπει επίσης να συνάδει με το θεμελιώδες δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, που κατοχυρώνεται βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και με το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που κατοχυρώνονται αντίστοιχα στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο «Χάρτης»).

(34)
Για τους σκοπούς της ανάλυσης που διενεργούν οι ΜΧΠ και προκειμένου οι αρχές άλλων κρατών μελών να είναι σε θέση να ελέγχουν και να επιβάλλουν την υποχρέωση δήλωσης ρευστών διαθεσίμων, ιδίως όσον αφορά τα πρόσωπα που έχουν παραβεί κατά το παρελθόν την εν λόγω υποχρέωση, είναι απαραίτητο τα δεδομένα των δηλώσεων δυνάμει του παρόντος κανονισμού να αποθηκεύονται για αρκετά μακρά χρονική περίοδο. Προκειμένου οι ΜΧΠ να διεξάγουν αποτελεσματικά την ανάλυσή τους και οι αρμόδιες αρχές να διεκπεραιώνουν τον έλεγχο και την αποτελεσματική επιβολή της υποχρέωσης δήλωσης ή γνωστοποίησης ρευστών διαθεσίμων, η περίοδος διατήρησης των δεδομένων των δηλώσεων δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα πέντε έτη, με δυνατότητα περαιτέρω παράτασης, κατόπιν εμπεριστατωμένης αξιολόγησης της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας μιας τέτοιας περαιτέρω διατήρησης, η οποία δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα τρία έτη.

(35)
Για την ενθάρρυνση της συμμόρφωσης και την αποτροπή της καταστρατήγησης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κυρώσεις σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων υποβολής δήλωσης ή γνωστοποίησης ρευστών διαθεσίμων. Οι εν λόγω κυρώσεις θα πρέπει να επιβάλλονται μόνο σε περιπτώσεις μη υποβολής δήλωσης ή γνωστοποίησης ρευστών διαθεσίμων δυνάμει του παρόντος κανονισμού και δεν θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την εν δυνάμει εγκληματική δραστηριότητα που συνδέεται ενδεχομένως με τα ρευστά διαθέσιμα, η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω έρευνας και λήψης μέτρων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και θα πρέπει να μην υπερβαίνουν τα απαιτούμενα όρια για την ενθάρρυνση της συμμόρφωσης. Οποιεσδήποτε κυρώσεις θεσπίζονται από κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν ισοδύναμο αποτρεπτικό αποτέλεσμα σε ολόκληρη την Ένωση για τυχόν παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού.

(36)
Ενώ τα περισσότερα κράτη μέλη ήδη χρησιμοποιούν εναρμονισμένο έντυπο δήλωσης, το έντυπο δήλωσης ρευστών διαθεσίμων της ΕΕ (EU-CDF), σε εθελοντική βάση, για τη διασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής των ελέγχων και για την αποτελεσματική επεξεργασία, διαβίβαση και ανάλυση των δηλώσεων από τις αρμόδιες αρχές, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές εξουσίες για την κατάρτιση των υποδειγμάτων του εντύπου δήλωσης και του εντύπου γνωστοποίησης, για τον προσδιορισμό των κριτηρίων ενός κοινού πλαισίου διαχείρισης κινδύνων, για τον καθορισμό των τεχνικών κανόνων για την ανταλλαγή πληροφοριών και του υποδείγματος του εντύπου που πρέπει να χρησιμοποιείται για τη διαβίβαση πληροφοριών, καθώς και για τον καθορισμό των κανόνων και του μορφοτύπου που πρέπει να χρησιμοποιείται για τη διαβίβαση στατιστικών στοιχείων στην Επιτροπή. Οι εν λόγω εξουσίες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

(37)
Προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση που επικρατεί σήμερα λόγω της περιορισμένης πρόσβασης σε στατιστικά δεδομένα και των λιγοστών ενδείξεων σχετικά με την έκταση του φαινομένου της παράνομης διακίνησης ρευστών διαθεσίμων πέρα των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης από εγκληματίες, θα πρέπει να ξεκινήσει μια αποτελεσματικότερη συνεργασία μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων αρχών και με την Επιτροπή. Για να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα των πληροφοριών, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει εάν το θεσμοθετημένο σύστημα πληροί τον σκοπό του ή εάν υπάρχουν εμπόδια στην έγκαιρη και απευθείας ανταλλαγή πληροφοριών. Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει να δημοσιεύει στατιστικές πληροφορίες στον δικτυακό της τόπο.

(38)
Για να είναι δυνατό να λαμβάνονται ταχέως υπόψη μελλοντικές τροποποιήσεις διεθνών προτύπων όπως τα πρότυπα που θεσπίζονται από την FATF ή για την αντιμετώπιση της καταστρατήγησης του παρόντος κανονισμού μέσω της χρήσης αγαθών που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας ή προπληρωμένων καρτών, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, όσον αφορά τις τροποποιήσεις του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διενεργεί η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, και οι εν λόγω διαβουλεύσεις να διενεργούνται σύμφωνα με τις αρχές που προβλέπονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (12). Ειδικότερα, προκειμένου να εξασφαλιστεί ισότιμη συμμετοχή στην κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(39)
Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως εξαιτίας των διεθνικών διαστάσεων που έχουν η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, καθώς και εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων της εσωτερικής αγοράς και των θεμελιωδών ελευθεριών της, των οποίων η πλήρης άσκηση είναι δυνατή μόνον εφόσον διασφαλιστεί ότι δεν επιβάλλεται υπερβολικά διαφορετική μεταχείριση βάσει των εθνικών νομοθεσιών για τα ρευστά διαθέσιμα που διέρχονται από τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(40)
Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 ΣΕΕ και αποτυπώνονται στον Χάρτη και ιδίως στον τίτλο ΙΙ.

(41)
Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων κλήθηκε να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001,
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Αντικείμενο
Ο παρών κανονισμός προβλέπει τη θέσπιση συστήματος ελέγχων όσον αφορά τα ρευστά διαθέσιμα που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση, με σκοπό τη συμπλήρωση του νομικού πλαισίου για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που προβλέπεται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849.
Άρθρο 2
Ορισμοί
1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
α)   «ρευστά διαθέσιμα»:
i)
μετρητά·

ii)
διαπραγματεύσιμοι τίτλοι στον κομιστή·

iii)
αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας·

iv)
προπληρωμένες κάρτες·
β)   «που εισέρχεται ή εξέρχεται από την Ένωση»: άφιξη από έδαφος εκτός του εδάφους που καλύπτεται από το άρθρο 355 ΣΛΕΕ στο έδαφος που καλύπτεται από το εν λόγω άρθρο, ή αναχώρηση από το έδαφος που καλύπτεται από το εν λόγω άρθρο·
γ)   «μετρητά»: χαρτονομίσματα και κέρματα που είναι σε κυκλοφορία ως μέσο συναλλαγής ή που ήταν σε κυκλοφορία ως μέσο συναλλαγής και μπορούν ακόμη να αποτελέσουν αντικείμενο συναλλαγής, μέσω χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή κεντρικών τραπεζών, έναντι χαρτονομισμάτων και κερμάτων που είναι σε κυκλοφορία ως μέσο συναλλαγής·
δ)   «διαπραγματεύσιμοι τίτλοι στον κομιστή»: μέσα εκτός των μετρητών που παρέχουν στους κατόχους τους το δικαίωμα αξίωσης χρηματικού ποσού με την προσκόμιση του τίτλου, χωρίς αυτοί να είναι υποχρεωμένοι να αποδείξουν την ταυτότητά τους ή το δικαίωμα αξίωσης του ποσού αυτού. Τα εν λόγω μέσα είναι:
i)
οι ταξιδιωτικές επιταγές, και

ii)
οι επιταγές, τα γραμμάτια ή οι εντολές πληρωμής είτε στον κομιστή, με υπογραφή αλλά με παράλειψη του ονόματος του δικαιούχου, είτε με οπισθογράφηση χωρίς περιορισμό, είτε έχοντας εκδοθεί σε διαταγή εικονικού δικαιούχου, είτε άλλως διαμορφωμένοι κατά τρόπον ώστε η κατοχή να συνεπάγεται κυριότητα·
ε)   «αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας»: αγαθά, όπως απαριθμούνται στο σημείο 1 του παραρτήματος I, τα οποία χαρακτηρίζονται από υψηλό δείκτη αξίας προς όγκο και τα οποία μπορούν να μετατραπούν εύκολα σε μετρητά μέσω προσβάσιμων αγορών διαπραγμάτευσης, με χαμηλό κόστος συναλλαγής·
στ)   «προπληρωμένη κάρτα»: μη ονομαστική κάρτα, όπως απαριθμείται στο σημείο 2 του παραρτήματος I, στην οποία είναι δυνατή η αποθήκευση νομισματικής αξίας ή κεφαλαίων ή η οποία παρέχει πρόσβαση σε νομισματική αξία ή κεφάλαια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για συναλλαγές πληρωμών, για αγορά αγαθών ή υπηρεσιών ή για εξόφληση σε μετρητά, και η οποία δεν είναι συνδεδεμένη με τραπεζικό λογαριασμό·
ζ)   «αρμόδιες αρχές»: οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών και οποιεσδήποτε άλλες αρχές που είναι επιφορτισμένες από τα κράτη μέλη με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·
η)   «μεταφορέας»: κάθε φυσικό πρόσωπο που εισέρχεται ή εξέρχεται από την Ένωση και μεταφέρει ρευστά διαθέσιμα είτε μαζί του, είτε στις αποσκευές του, είτε στο μεταφορικό του μέσο·
θ)   «ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα»: ρευστά διαθέσιμα που αποτελούν μέρος αποστολής χωρίς μεταφορέα·
ι)   «εγκληματική δραστηριότητα»: οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 3 σημείο 4) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849·
ια)   «μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ)»: η οντότητα που συγκροτείται σε ένα κράτος μέλος για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 32 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.
2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15 του παρόντος κανονισμού με σκοπό την τροποποίηση του παραρτήματος Ι του παρόντος κανονισμού, ώστε να λαμβάνονται υπόψη νέες τάσεις στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 3 και 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ή στη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 5 της εν λόγω οδηγίας, ή ώστε να λαμβάνονται υπόψη βέλτιστες πρακτικές για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή να προλαμβάνεται η χρήση αγαθών που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας και προπληρωμένων καρτών από εγκληματίες για την παράκαμψη των υποχρεώσεων που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 του παρόντος κανονισμού.
Άρθρο 3
Υποχρέωση δήλωσης συνοδευόμενων ρευστών διαθεσίμων
1.   Μεταφορείς που μεταφέρουν ρευστά διαθέσιμα αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 10 000 EUR δηλώνουν τα εν λόγω ρευστά διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους μέσω του οποίου εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση και τα καθιστούν διαθέσιμα προς έλεγχο. Η υποχρέωση δήλωσης ρευστών διαθεσίμων θεωρείται ότι δεν έχει εκπληρωθεί αν οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι ανακριβείς ή ελλιπείς ή αν τα ρευστά διαθέσιμα δεν καθίστανται διαθέσιμα προς έλεγχο.
2.   Η δήλωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχει στοιχεία όσον αφορά τα ακόλουθα:
α)
τον μεταφορέα, μεταξύ των οποίων το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, την ιθαγένεια και τον αριθμό του εγγράφου ταυτότητας·

β)
τον κύριο των ρευστών διαθεσίμων, μεταξύ άλλων το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, την ιθαγένεια και τον αριθμό του εγγράφου ταυτότητας όταν ο κύριος είναι φυσικό πρόσωπο, ή το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, τον αριθμό καταχώρισης και, εφόσον υπάρχει, τον αριθμό φορολογικού μητρώου φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), όταν ο κύριος είναι νομικό πρόσωπο·

γ)
εφόσον υπάρχει, τον τελικό αποδέκτη των ρευστών διαθεσίμων, μεταξύ των οποίων το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, την ιθαγένεια και τον αριθμό του εγγράφου ταυτότητας όταν ο τελικός αποδέκτης είναι φυσικό πρόσωπο, ή το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, τον αριθμό καταχώρισης και, εφόσον υπάρχει, τον αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ, όταν ο τελικός αποδέκτης είναι νομικό πρόσωπο·

δ)
το είδος και το ποσό ή την αξία των ρευστών διαθεσίμων·

ε)
την οικονομική προέλευση των ρευστών διαθεσίμων·

στ)
τη σκοπούμενη χρήση των ρευστών διαθεσίμων·

ζ)
τη διαδρομή, και

η)
το μεταφορικό μέσο.
3.   Οι πληροφορίες της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου παρέχονται γραπτώς ή ηλεκτρονικώς, με τη χρήση του εντύπου της δήλωσης που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο α). Επικυρωμένο αντίγραφο της δήλωσης χορηγείται στον δηλούντα κατόπιν σχετικής αίτησης.
Άρθρο 4
Υποχρέωση γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων
1.   Σε περίπτωση που ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 10 000 EUR εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μέσω των οποίων τα ρευστά διαθέσιμα εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση μπορούν να απαιτούν από τον αποστολέα ή τον αποδέκτη των ρευστών διαθεσίμων ή τον εκπρόσωπό τους, ανάλογα με την περίπτωση, να υποβάλει δήλωση γνωστοποίησης, εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τις 30 ημέρες. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να δεσμεύσουν τα ρευστά διαθέσιμα έως ότου ο αποστολέας ή ο αποδέκτης ή ο εκπρόσωπός του προβεί στη δήλωση γνωστοποίησης. Η υποχρέωση γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων θεωρείται ότι δεν έχει εκπληρωθεί αν η δήλωση δεν έχει υποβληθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας, αν οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι ανακριβείς ή ελλιπείς ή αν τα ρευστά διαθέσιμα δεν καθίστανται διαθέσιμα προς έλεγχο.
2.   Η δήλωση γνωστοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχει στοιχεία σχετικά με τα ακόλουθα:
α)
τον δηλούντα, μεταξύ των οποίων το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, την ιθαγένεια και τον αριθμό του εγγράφου ταυτότητας·

β)
τον κύριο των ρευστών διαθεσίμων, μεταξύ άλλων το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, την ιθαγένεια και τον αριθμό του εγγράφου ταυτότητας, όταν ο κύριος είναι φυσικό πρόσωπο, ή το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, τον αριθμό καταχώρισης και, εφόσον υπάρχει, τον αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ, όταν ο κύριος είναι νομικό πρόσωπο·

γ)
τον αποστολέα των ρευστών διαθεσίμων, μεταξύ άλλων το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, την ιθαγένεια και τον αριθμό του εγγράφου ταυτότητας, όταν ο αποστολέας είναι φυσικό πρόσωπο, ή το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, τον αριθμό καταχώρισης και, εφόσον υπάρχει, τον αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ, όταν ο αποστολέας είναι νομικό πρόσωπο·

δ)
τον αποδέκτη ή τον τελικό αποδέκτη των ρευστών διαθεσίμων, μεταξύ άλλων το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, την ιθαγένεια και τον αριθμό του εγγράφου ταυτότητας, όταν ο αποδέκτης ή ο τελικός αποδέκτης είναι φυσικό πρόσωπο, ή το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, τον αριθμό καταχώρισης και, εφόσον υπάρχει, τον αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ, όταν ο αποδέκτης ή ο τελικός αποδέκτης είναι νομικό πρόσωπο·

ε)
το είδος και το ποσό ή την αξία των ρευστών διαθεσίμων·

στ)
την οικονομική προέλευση των ρευστών διαθεσίμων, και

ζ)
τη σκοπούμενη χρήση των ρευστών διαθεσίμων.
3.   Οι πληροφορίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου παρέχονται γραπτώς ή ηλεκτρονικώς, με τη χρήση του εντύπου γνωστοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο α). Επικυρωμένο αντίγραφο της δήλωσης γνωστοποίησης χορηγείται στον δηλούντα κατόπιν σχετικής αίτησης.
Άρθρο 5
Εξουσίες των αρμόδιων αρχών
1.   Για την εξακρίβωση της τήρησης της υποχρέωσης δήλωσης συνοδευόμενων ρευστών διαθεσίμων που προβλέπεται στο άρθρο 3, οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να υποβάλλουν σε έλεγχο τα φυσικά πρόσωπα, τις αποσκευές τους και τα μεταφορικά μέσα τους, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που τίθενται στο εθνικό δίκαιο.
2.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής της υποχρέωσης γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων που προβλέπεται στο άρθρο 4, οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να υποβάλλουν σε έλεγχο κάθε αποστολή, συσκευασία ή μέσο μεταφοράς που ενδέχεται να περιέχει ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που τίθενται στο εθνικό δίκαιο.
3.   Σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης δήλωσης συνοδευόμενων ρευστών διαθεσίμων του άρθρου 3 ή της υποχρέωσης γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων του άρθρου 4, οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν σε αυτεπάγγελτη δήλωση, γραπτώς ή σε ηλεκτρονική μορφή, η οποία περιλαμβάνει, στο μέτρο του δυνατού, τα λεπτομερή στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 4 παράγραφος 2, ανάλογα με την περίπτωση.
4.   Οι έλεγχοι βασίζονται κατά κύριο λόγο στην ανάλυση κινδύνων, με σκοπό τον προσδιορισμό και την αξιολόγηση των κινδύνων και την ανάπτυξη των απαιτούμενων αντίμετρων, και διεξάγονται εντός κοινού πλαισίου διαχείρισης των κινδύνων σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο β), το οποίο λαμβάνει επίσης υπόψη τις αξιολογήσεις κινδύνων που έχουν θεσπίσει η Επιτροπή και οι FIU στο πλαίσιο της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.
5.   Για τους σκοπούς του άρθρου 6, οι αρμόδιες αρχές ασκούν επίσης τις εξουσίες που ανατίθενται σε αυτές βάσει του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 6
Ποσά μικρότερα από το κατώτατο όριο για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι συνδέονται με εγκληματική δραστηριότητα
1.   Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές εντοπίσουν μεταφορέα με ποσό ρευστών διαθεσίμων μικρότερο από το κατώτατο όριο που αναφέρεται στο άρθρο 3 και διαπιστώσουν ότι υπάρχουν ενδείξεις σύνδεσης των ρευστών διαθεσίμων με εγκληματική δραστηριότητα, καταχωρίζουν τις σχετικές πληροφορίες και τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 3 παράγραφος 2.
2.   Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές διαπιστώσουν ότι εισέρχεται ή εξέρχεται από την Ένωση ποσό ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων μικρότερο από το κατώτατο όριο που αναφέρεται στο άρθρο 4 και ότι υπάρχουν ενδείξεις σύνδεσης των ρευστών διαθεσίμων με εγκληματική ενέργεια, καταχωρίζουν τις σχετικές πληροφορίες και τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 4 παράγραφος 2.
Άρθρο 7
Προσωρινή δέσμευση ρευστών διαθεσίμων από τις αρμόδιες αρχές
1.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται προσωρινά να δεσμεύουν ρευστά διαθέσιμα μέσω διοικητικής απόφασης, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που τίθενται στο εθνικό δίκαιο, όταν:
α)
δεν έχει τηρηθεί η υποχρέωση δήλωσης συνοδευόμενων ρευστών διαθεσίμων του άρθρου 3 ή η υποχρέωση γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων του άρθρου 4, ή

β)
υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ρευστά διαθέσιμα συνδέονται, ανεξάρτητα από το ύψος του ποσού, με εγκληματική δραστηριότητα.
2.   Η διοικητική απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υπόκειται σε αποτελεσματική προσφυγή σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν την αιτιολόγηση της διοικητικής απόφασης:
α)
στο πρόσωπο που υποχρεούται να προβεί σε δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 3 ή σε δήλωση γνωστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 4, ή

β)
στο πρόσωπο που υποχρεούται να παράσχει τις πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 ή 2.
3.   Η περίοδος προσωρινής δέσμευσης περιορίζεται αυστηρά, δυνάμει του εθνικού δικαίου, στον χρόνο που απαιτείται ώστε οι αρμόδιες αρχές να προσδιορίσουν αν οι περιστάσεις της υπόθεσης αιτιολογούν περαιτέρω δέσμευση. Η περίοδος προσωρινής δέσμευσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 30 ημέρες. Αφού οι αρμόδιες αρχές διεξάγουν διεξοδική αξιολόγηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας μιας περαιτέρω προσωρινής δέσμευσης, μπορούν να αποφασίσουν να παρατείνουν την περίοδο προσωρινής δέσμευσης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τις 90 ημέρες.
Όταν εντός της εν λόγω περιόδου δεν ληφθεί απόφαση σχετικά με περαιτέρω δέσμευση των ρευστών διαθεσίμων ή αν αποφασιστεί ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης δεν αιτιολογούν περαιτέρω δέσμευση, τα ρευστά διαθέσιμα τίθενται αμέσως στη διάθεση:
α)
του προσώπου από το οποίο δεσμεύτηκαν προσωρινά τα ρευστά διαθέσιμα στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 ή 4, ή

β)
του προσώπου από το οποίο δεσμεύτηκαν προσωρινά τα ρευστά διαθέσιμα στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 ή 2.
Άρθρο 8
Εκστρατείες ενημέρωσης
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που εισέρχονται ή φεύγουν από την Ένωση ή τα πρόσωπα που αποστέλλουν ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα από την Ένωση ή λαμβάνουν ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα στην Ένωση είναι ενήμερα για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού και, σε συνεργασία με την Επιτροπή, καταρτίζουν κατάλληλο ενημερωτικό υλικό που απευθύνεται στα εν λόγω πρόσωπα.
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι διατίθεται επαρκής χρηματοδότηση για τις εν λόγω εκστρατείες ενημέρωσης.
Άρθρο 9
Παροχή πληροφοριών στη FIU
1.   Οι αρμόδιες αρχές καταχωρίζουν τις πληροφορίες που λαμβάνουν δυνάμει των άρθρων 3 και 4, του άρθρου 5 παράγραφος 3 ή του άρθρου 6 και τις διαβιβάζουν στη FIU του κράτους μέλους στο οποίο ελήφθησαν, σύμφωνα με τους τεχνικούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο γ).
2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η ΜΧΠ του εν λόγω κράτους μέλους να ανταλλάσσει τέτοιες πληροφορίες με τις σχετικές ΜΧΠ των λοιπών κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.
3.   Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 το συντομότερο δυνατό, και σε κάθε περίπτωση το αργότερο 15 εργάσιμες ημέρες μετά την ημερομηνία κατά την οποία οι πληροφορίες ελήφθησαν.
Άρθρο 10
Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και με την Επιτροπή
1.   Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους διαβιβάζει, με ηλεκτρονικά μέσα, στις αρμόδιες αρχές όλων των υπόλοιπων κρατών μελών τις ακόλουθες πληροφορίες:
α)
τις αυτεπάγγελτες δηλώσεις που συντάσσονται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3·

β)
τις πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 6·

γ)
τις δηλώσεις που παραλαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 3 ή 4, σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ρευστά διαθέσιμα συνδέονται με εγκληματική δραστηριότητα·

δ)
τις ανωνυμοποιημένες πληροφορίες κινδύνων και τα αποτελέσματα της ανάλυσης κινδύνων.
2.   Σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ρευστά διαθέσιμα συνδέονται με εγκληματική δραστηριότητα η οποία θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διαβιβάζονται επίσης στην Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία από τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 και στις περιπτώσεις που έχει αρμοδιότητα δράσης βάσει του άρθρου 22 του εν λόγω κανονισμού, και την Ευρωπόλ στις περιπτώσεις που έχει αρμοδιότητα δράσης βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/794.
3.   Η αρμόδια αρχή διαβιβάζει τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 σύμφωνα με τους τεχνικούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και χρησιμοποιώντας το έντυπο που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο δ).
4.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β) και γ) και στην παράγραφο 2 διαβιβάζονται το συντομότερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση το αργότερο 15 εργάσιμες ημέρες μετά την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθησαν οι εν λόγω πληροφορίες.
5.   Οι πληροφορίες και τα αποτελέσματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ) διαβιβάζονται σε εξαμηνιαία βάση.
Άρθρο 11
Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες
1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη ή η Επιτροπή δύνανται, στο πλαίσιο της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής, να διαβιβάζουν σε τρίτες χώρες τις ακόλουθες πληροφορίες, κατόπιν γραπτής έγκρισης από την αρμόδια αρχή που έλαβε αρχικά τις εν λόγω πληροφορίες, εφόσον η εν λόγω διαβίβαση συμμορφώνεται με το σχετικό εθνικό και ενωσιακό δίκαιο σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες:
α)
τις αυτεπάγγελτες δηλώσεις που συντάσσονται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3·

β)
τις πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 6·

γ)
τις δηλώσεις που παραλαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 3 ή 4, σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ρευστά διαθέσιμα συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
2.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για κάθε διαβίβαση πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 1.
Άρθρο 12
Επαγγελματικό απόρρητο και εμπιστευτικότητα και ασφάλεια των δεδομένων
1.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν την ασφάλεια των δεδομένων που έχουν ληφθεί σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4, το άρθρο 5 παράγραφος 3, και το άρθρο 6.
2.   Όλες οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.
Άρθρο 13
Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και περίοδοι διατήρησής τους
1.   Οι αρμόδιες αρχές ενεργούν ως υπεύθυνοι επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έχουν λάβει κατ’ εφαρμογή των άρθρων 3 και 4, του άρθρου 5 παράγραφος 3 και του άρθρου 6.
2.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει του παρόντος κανονισμού πραγματοποιείται μόνο για τους σκοπούς της πρόληψης και της καταπολέμησης εγκληματικών δραστηριοτήτων.
3.   Η πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν ληφθεί κατ’ εφαρμογή των άρθρων 3 και 4, του άρθρου 5 παράγραφος 3 και του άρθρου 6 επιτρέπεται μόνο σε δεόντως εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους των αρμόδιων αρχών και προστατεύονται επαρκώς από τη μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση ή διαβίβασή τους. Δεν επιτρέπεται η γνωστοποίηση ή διαβίβαση των δεδομένων χωρίς τη ρητή έγκριση της αρμόδιας αρχής που τα έλαβε αρχικά, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στα άρθρα 9, 10 και 11. Ωστόσο, η έγκριση αυτή δεν είναι απαραίτητη σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να γνωστοποιήσουν ή να διαβιβάσουν τα εν λόγω δεδομένα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους, κυρίως στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών.
4.   Οι αρμόδιες αρχές και η ΜΧΠ αποθηκεύουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν ληφθεί κατ’ εφαρμογή των άρθρων 3 και 4, του άρθρου 5 παράγραφος 3, και του άρθρου 6 για χρονική περίοδο πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθησαν τα δεδομένα. Τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαγράφονται, όταν παρέλθει η περίοδος αυτή.
5.   Η περίοδος δέσμευσης μπορεί να παραταθεί μία φορά κατά περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τρία πρόσθετα έτη εάν:
α)
αφού διενεργηθεί ενδελεχής αξιολόγηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας μιας τέτοιας περαιτέρω δέσμευσης και θεωρηθεί ότι είναι αιτιολογημένη για την εκπλήρωση των καθηκόντων της αναφορικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η ΜΧΠ προσδιορίσει ότι απαιτείται περαιτέρω δέσμευση, ή

β)
αφού διενεργηθεί ενδελεχής αξιολόγηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας μιας τέτοιας περαιτέρω δέσμευσης και θεωρηθεί ότι είναι αιτιολογημένη για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους σχετικά με την παροχή αποτελεσματικών ελέγχων αναφορικά με την υποχρέωση δήλωσης συνοδευόμενων ρευστών διαθεσίμων ή με την υποχρέωση γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίσουν ότι απαιτείται περαιτέρω δέσμευση.
Άρθρο 14
Κυρώσεις
Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει κυρώσεις που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση δήλωσης συνοδευόμενων ρευστών διαθεσίμων όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 ή την υποχρέωση γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων όπως προβλέπεται στο άρθρο 4. Οι κυρώσεις αυτές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.
Άρθρο 15
Άσκηση της εξουσιοδότησης
1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.
2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τις 2 Δεκεμβρίου 2018.
3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην απόφαση αυτή. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.
4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διαβουλεύεται με εμπειρογνώμονες οι οποίοι ορίζονται από κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.
5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.
6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.
Άρθρο 16
Εκτελεστικές αρμοδιότητες
1.   Η Επιτροπή θεσπίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τα ακόλουθα μέτρα για τη διασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής των ελέγχων από τις αρμόδιες αρχές:
α)
τα υποδείγματα για το έντυπο της δήλωσης που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 και για το έντυπο της γνωστοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3·

β)
τα κριτήρια του κοινού πλαισίου διαχείρισης κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 4, και πιο συγκεκριμένα, την καθιέρωση κριτηρίων κινδύνου, προτύπων, και τομέων ελέγχου προτεραιότητας, βάσει των πληροφοριών που ανταλλάσσονται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο δ), και τις ενωσιακές και διεθνείς πολιτικές και βέλτιστες πρακτικές·

γ)
τους τεχνικούς κανόνες για την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφοι 1 και 3 και του άρθρου 10 του παρόντος κανονισμού, μέσω του CIS, όπως θεσπίστηκε στο άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97·

δ)
το υπόδειγμα του εντύπου για τη διαβίβαση των πληροφοριών που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 3, και

ε)
τους κανόνες και τον μορφότυπο που πρέπει να χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη για τη διαβίβαση ανωνυμοποιημένων στατιστικών στοιχείων στην Επιτροπή σχετικά με τις δηλώσεις και τις παραβάσεις σύμφωνα με το άρθρο 18.
2.   Οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2.
Άρθρο 17
Διαδικασία επιτροπής
1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή ελέγχου των ρευστών διαθεσίμων. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
Άρθρο 18
Διαβίβαση πληροφοριών σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού
1.   Έως τις 4 Δεκεμβρίου 2018, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:
α)
τον κατάλογο των αρμόδιων αρχών·

β)
τα λεπτομερή στοιχεία των κυρώσεων που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 14·

γ)
ανωνυμοποιημένα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις δηλώσεις, τους ελέγχους και τις παραβάσεις, με τη χρήση του εντύπου που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε).
2.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με κάθε μεταγενέστερη αλλαγή που έχει επέλθει στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) το αργότερο έναν μήνα μετά την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζουν να ισχύουν οι εν λόγω αλλαγές.
Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) παρέχονται στην Επιτροπή τουλάχιστον κάθε έξι μήνες.
3.   Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση όλων των υπόλοιπων κρατών μελών τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των εν λόγω πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 2.
4.   Η Επιτροπή δημοσιεύει σε ετήσια βάση τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και γ) και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των εν λόγω πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 2 στον ιστότοπό της και πληροφορεί τους χρήστες με σαφήνεια σχετικά με τους ελέγχους που αφορούν τα ρευστά διαθέσιμα που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση.
Άρθρο 19
Αξιολόγηση
1.   Έως τις 3 Δεκεμβρίου 2021, και στη συνέχεια ανά πενταετία, η Επιτροπή, βάσει των πληροφοριών που λαμβάνει τακτικά από τα κράτη μέλη, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.
Στην έκθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αξιολογείται συγκεκριμένα εάν:
α)
θα πρέπει να συμπεριληφθούν και άλλα περιουσιακά στοιχεία στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού·

β)
η διαδικασία γνωστοποίησης για ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα είναι αποτελεσματική·

γ)
θα πρέπει να αναθεωρηθεί το κατώτατο όριο για τα ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα·

δ)
η ροή των πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10 και η χρήση του CIS, ειδικότερα, είναι αποτελεσματικά ή εάν υπάρχουν εμπόδια για την έγκαιρη και άμεση ανταλλαγή συμβατών και συγκρίσιμων πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, καθώς και με τις ΜΧΠ·

ε)
οι κυρώσεις που θεσπίζονται από τα κράτη μέλη είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και συνάδουν με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εάν έχουν ισοδύναμο αποτρεπτικό αποτέλεσμα σε ολόκληρη την Ένωση για τυχόν παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού.
2.   Η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει, εφόσον υπάρχουν:
α)
συγκεντρωμένες πληροφορίες που έχουν ληφθεί από τα κράτη μέλη όσον αφορά ρευστά διαθέσιμα που συνδέονται με εγκληματικές δραστηριότητες οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, και

β)
στοιχεία όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες.
Άρθρο 20
Κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1889/2005
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 καταργείται.
Οι παραπομπές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος II.
Άρθρο 21
Έναρξη ισχύος και εφαρμογή
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εφαρμόζεται από τις 3 Ιουνίου 2021. Ωστόσο, το άρθρο 16 εφαρμόζεται από τις 2 Δεκεμβρίου 2018.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Στρασβούργο, 23 Οκτωβρίου 2018.
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
A. TAJANI
Για το Συμβούλιο
Η Πρόεδρος
K. EDTSTADLER

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2018 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 9ης Οκτωβρίου 2018.
(3)  Οδηγία 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1991, για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ΕΕ L 166 της 28.6.1991, σ. 77).
(4)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).
(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Κοινότητα (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 9).
(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 1997, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων (ΕΕ L 82 της 22.3.1997, σ. 1).
(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).
(8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, για τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) και την αντικατάσταση και κατάργηση των αποφάσεων του Συμβουλίου 2009/371/ΔΕΥ, 2009/934/ΔΕΥ, 2009/935/ΔΕΥ, 2009/936/ΔΕΥ και 2009/968/ΔΕΥ (ΕΕ L 135 της 24.5.2016, σ. 53).
(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).
(10)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).
(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
Αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας και προπληρωμένες κάρτες, τα οποία θεωρούνται ρευστά διαθέσιμα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημεία iii) και iv)
1.
Αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας:
α)
τα κέρματα με περιεκτικότητα σε χρυσό τουλάχιστον 90 %, και

β)
οι ράβδοι χρυσού, όπως πλάκες, ψήγματα ή βώλοι με περιεκτικότητα σε χρυσό τουλάχιστον 99,5 %.

2.
Προπληρωμένες κάρτες: P.M.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1889/2005
Παρών κανονισμός
Άρθρο 1
Άρθρο 1
Άρθρο 2
Άρθρο 2
Άρθρο 3
Άρθρο 3
Άρθρο 4
Άρθρο 4 παράγραφος 1
Άρθρο 5
Άρθρο 5 παράγραφος 2
Άρθρο 6
Άρθρο 4 παράγραφος 2
Άρθρο 7
Άρθρο 8
Άρθρο 5 παράγραφος 1
Άρθρο 9
Άρθρο 6
Άρθρο 10
Άρθρο 7
Άρθρο 11
Άρθρο 8
Άρθρο 12
Άρθρο 13
Άρθρο 9
Άρθρο 14
Άρθρο 15
Άρθρο 16
Άρθρο 17
Άρθρο 18
Άρθρο 10
Άρθρο 19
Άρθρο 20
Άρθρο 11
Άρθρο 21
Παράρτημα I
Παράρτημα II

Ρωτήστε μας Τελωνειακά θέματα στο:
Να σας απαντήσουμε