Σάββατο 5 Αυγούστου 2017

Ο έλεγχος της κυριότητας των αερομεταφορέων της ΕΕ, 2017/C 191 (μάθημα 7) 5 Αυγούστου 2017


Ο έλεγχος της  κυριότητας των αερομεταφορέων της ΕΕ,  2017/C 191 (μάθημα 7) 5 Αυγούστου 2017


16.6.2017   
EL
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
C 191/1

ΑΝΑΚΟΊΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
Ερμηνευτικές κατευθυντήριες γραμμές για τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου — Κανόνες κυριότητας και ελέγχου των αερομεταφορέων της ΕΕ
(2017/C 191/01)
Πίνακας περιεχομένων
1.
Εισαγωγή
1

2.
Διαδικαστικά θέματα
3

3.
Βάρος της απόδειξης
4

4.
Ιθαγένεια
4

5.
Κυριότητα
4

5.1.
Γενική προσέγγιση
4

5.2.
Θέματα κυριότητας σε περιπτώσεις εισηγμένων στο χρηματιστήριο επιχειρήσεων και θεσμικών επενδύσεων
6

6.
Πραγματικός έλεγχος
6

6.1.
Γενική προσέγγιση
6

6.2.
Κριτήρια αξιολόγησης
7

6.2.1.
Εταιρική διακυβέρνηση
7

6.2.2.
Δικαιώματα των μετόχων
8

6.2.3.
Οικονομικοί δεσμοί μεταξύ της επιχείρησης και του μετόχου τρίτης χώρας
10

6.2.4.
Εμπορική συνεργασία
10

7.
Παρακολούθηση και πιθανά μέτρα
11
1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1.
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα (1) (εφεξής «ο κανονισμός») αποτελεί τη βασική νομική πράξη που διέπει την εσωτερική αγορά αεροπορικών μεταφορών (2). Ο εν λόγω κανονισμός ρυθμίζει τη χορήγηση αδειών στους κοινοτικούς αερομεταφορείς, το δικαίωμα των κοινοτικών αερομεταφορέων να εκμεταλλεύονται ενδοκοινοτικές αεροπορικές υπηρεσίες και την τιμολόγηση των ενδοκοινοτικών αεροπορικών υπηρεσιών.

2.
Στον κανονισμό η έννοια του «κοινοτικού αερομεταφορέα» (εφεξής «αερομεταφορέας της ΕΕ») ορίζεται ως εξής: «αερομεταφορέας με έγκυρη άδεια εκμετάλλευσης την οποία έχει χορηγήσει αρμόδια αρχή αδειοδότησης σύμφωνα με το κεφάλαιο II» (άρθρο 2 παράγραφος 11 του κανονισμού). Αερομεταφορέας της ΕΕ έχει το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται οποιαδήποτε ενδοενωσιακή αεροπορική γραμμή (άρθρο 15 παράγραφος 1 του κανονισμού), ιδίως για τη μεταφορά επιβατών, φορτίου και ταχυδρομείου, χωρίς περαιτέρω έγκριση.

3.
Στον κανονισμό καθορίζονται οι όροι απόκτησης της άδειας εκμετάλλευσης αερομεταφορέα της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης ιθαγένειας. Στο άρθρο 4 του κανονισμού ορίζεται ότι «Χορηγείται από την αρμόδια αρχή αδειοδότησης κράτους μέλους άδεια εκμετάλλευσης σε επιχείρηση, υπό την προϋπόθεση ότι: […] στ) κράτη μέλη ή/και υπήκοοι κρατών μελών κατέχουν άνω του 50 % της επιχείρησης και έχουν τον πραγματικό έλεγχό της, είτε απευθείας είτε έμμεσα μέσω ενός ή περισσοτέρων ενδιάμεσων επιχειρήσεων, με εξαίρεση τα προβλεπόμενα σε συμφωνία με τρίτη χώρα, της οποίας η Κοινότητα είναι συμβαλλόμενο μέρος·».

4.
Τα δύο στοιχεία, δηλαδή η κυριότητα σε ποσοστό άνω του 50 %, καθώς και ο πραγματικός έλεγχος από κράτη μέλη ή υπηκόους τους, είναι διακριτά και σωρευτικά, δηλαδή πρέπει αμφότερα να πληρούνται πάντοτε.

5.
Τρίτες χώρες και οι υπήκοοί τους δεν είναι επιλέξιμες/-οι να έχουν κατά πλειοψηφία κυριότητα ή τον πραγματικό έλεγχο αερομεταφορέων της ΕΕ, εκτός αν η ΕΕ έχει συμφωνήσει διαφορετικά με την ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα, π.χ. μέσω αντίστοιχης (εν γένει αμοιβαίας) χαλάρωσης των απαιτήσεων κυριότητας και ελέγχου. Σε περίπτωση που μεταφορέας παύσει να ανήκει (σε ποσοστό άνω του 50 %) ή να ελέγχεται πραγματικά από κράτος μέλος και/ή υπηκόους κρατών μελών, δεν δικαιούται πλέον να είναι κάτοχος άδειας και, επομένως, δεν μπορεί να επωφελείται πλέον από την ελευθέρωση της αγοράς αερομεταφορών της ΕΕ.

6.
Υπεύθυνη να αξιολογεί κατά πόσον τηρούνται οι διατάξεις περί κυριότητας και ελέγχου είναι, καταρχήν, η αρμόδια αρχή αδειοδότησης, η οποία είναι η αρχή κράτους μέλους που έχει το δικαίωμα να χορηγεί, να απορρίπτει, να ανακαλεί ή να αναστέλλει άδειες εκμετάλλευσης σύμφωνα με το κεφάλαιο II του κανονισμού (άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού). Η Επιτροπή, ωστόσο, έχει επίσης τη δυνατότητα να προβαίνει στη δική της αξιολόγηση βάσει των πληροφοριών που λαμβάνει και δύναται είτε να αποφασίσει να ζητήσει από αρμόδια αρχή αδειοδότησης να λάβει κατάλληλα επανορθωτικά μέτρα είτε να αναστείλει ή να ανακαλέσει την άδεια εκμετάλλευσης (άρθρο 15 παράγραφος 3 του κανονισμού).

7.
Οι σχετικές με την κυριότητα και τον έλεγχο απαιτήσεις για τη χορήγηση της άδειας εκμετάλλευσης, με βάση κριτήρια ιθαγένειας, αποτελούν κοινό γνώρισμα στον κλάδο των διεθνών αερομεταφορών και συναντώνται και σε άλλα νομοθετήματα εκτός της ΕΕ. Εξάλλου, απαιτήσεις αυτού του είδους περιλαμβάνονται κατά κανόνα και σε διμερείς συμφωνίες αεροπορικών υπηρεσιών ως όρος για τη χορήγηση δικαιωμάτων μεταφοράς. Τέτοιου είδους απαιτήσεις αποσκοπούν σήμερα κυρίως στο να διασφαλιστεί ότι τα δικαιώματα μεταφοράς που ανταλλάσσονται δυνάμει των εν λόγω συμφωνιών αξιοποιούνται αποτελεσματικά προς όφελος των συμμετεχόντων μερών και δεν ασκούνται, απευθείας ή μέσω θυγατρικών επιχειρήσεων, από επιχειρήσεις (3) από χώρες που δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας. Επιπλέον, αποτρέπουν τις επιχειρήσεις αυτές να εκμεταλλεύονται υπηρεσίες εξολοκλήρου εντός κράτους ή ομάδα κρατών μέσω θυγατρικών εγκατεστημένων στο εν λόγω κράτος ή την ομάδα κρατών.

8.
Στις 7 Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή ενέκρινε στρατηγική για τις αερομεταφορές στην Ευρώπη, με στόχο να διασφαλιστεί ότι ο κλάδος των αερομεταφορών της ΕΕ παραμένει ανταγωνιστικός και αποκομίζει τα οφέλη της ταχέως μεταβαλλόμενης και αναπτυσσόμενης παγκόσμιας οικονομίας και αγοράς αεροπορικών μεταφορών (4).

9.
Στη στρατηγική για τις αερομεταφορές αναγνωρίζεται η ανάγκη να διευκρινιστεί περισσότερο για τους επενδυτές και για τους αερομεταφορείς η εφαρμογή του κανονισμού όσον αφορά τις διατάξεις περί κυριότητας και ελέγχου. Η Επιτροπή, ανταποκρινόμενη στην επιθυμία που εξέφρασαν σε διάφορες περιστάσεις τα κράτη μέλη και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, αποφάσισε να εκδώσει ερμηνευτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης.

10.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, η Επιτροπή έχει πραγματοποιήσει αρκετές έρευνες σε περιπτώσεις στις οποίες επενδυτής τρίτης χώρας (δηλαδή χώρας εκτός ΕΕ) απέκτησε σημαντικό μερίδιο αερομεταφορέα της ΕΕ, προκειμένου να προσδιοριστεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 4 στοιχείο στ) του κανονισμού.

11.
Η Επιτροπή έχει εκδώσει μόνο μία επίσημη απόφαση σχετικά με τη συμμόρφωση με τις διατάξεις περί κυριότητας και ελέγχου μετά την επένδυση της Swiss Air στη Sabena (στο εξής «απόφαση Swissair/Sabena» (5)). Η απόφαση αυτή εκδόθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2407/92 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1992, περί της εκδόσεως αδειών των αερομεταφορέων (6) (στο εξής «κανονισμός 2407/92»), ο οποίος αντικαταστάθηκε με τον κανονισμό. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας μεταξύ του βελγικού κράτους και της Swissair, η Sabena συμμορφωνόταν με τις απαιτήσεις περί κυριότητας και ελέγχου που όριζε ο κανονισμός 2407/92. Η Επιτροπή έκρινε ότι τα κριτήρια της κυριότητας και του πραγματικού ελέγχου πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται με βάση το συνολικό πλαίσιο του κανονισμού 2407/92. Ειδικότερα, κάθε μεμονωμένη περίπτωση πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα του στόχου διαφύλαξης των συμφερόντων του κλάδου των αεροπορικών μεταφορών της Ένωσης, γεγονός που συνεπάγεται, ειδικότερα, ότι επιχειρήσεις τρίτων χωρών δεν πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιούν πλήρως, σε μονομερή βάση, την ελευθερωμένη εσωτερική αγορά αεροπορικών μεταφορών της Ένωσης. Με άλλα λόγια, οι εταιρείες αυτές μπορούν να επωφελούνται από την εσωτερική αγορά, συμμετέχοντας σε αερομεταφορέα της ΕΕ, μόνον εντός των ορίων κυριότητας και ελέγχου που καθορίζει ο κανονισμός.

12.
Περαιτέρω, η Επιτροπή δήλωσε ότι «για την αξιολόγηση μιας σημαντικής επένδυσης από αερομεταφορέα τρίτης χώρας σε ένα αερομεταφορέα της Κοινότητας θα πρέπει να λαμβάνεται επίσης υπόψη το ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η εν λόγω επένδυση και, πιο συγκεκριμένα, οι σχέσεις τις οποίες διατηρεί η Κοινότητα με την εν λόγω τρίτη χώρα στον τομέα της αεροπορίας» (7). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το γενικότερο πλαίσιο χαρακτηριζόταν από συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Κοινότητας και της Ελβετίας με σκοπό την άρση των ισχυόντων περιορισμών σχετικά με την κυριότητα και τον έλεγχο σε αμοιβαία βάση. Με δεδομένο αυτό το γενικότερο πλαίσιο, η Επιτροπή έκρινε ότι οι ρυθμίσεις μεταξύ του βελγικού κράτους και της Swissair «φαίνεται ότι είχαν κυρίως μεταβατικό χαρακτήρα» (8).

13.
Σκοπός των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών είναι η παροχή καθοδήγησης για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης επιχείρησης που υποβάλλει αίτηση ή είναι κάτοχος άδειας εκμετάλλευσης με τη διάταξη του κανονισμού περί κυριότητας και ελέγχου, με βάση την πείρα που έχει αποκτήσει η Επιτροπή από τις αξιολογήσεις υποθέσεων κατά τα τελευταία έτη. Λαμβάνεται επίσης υπόψη η ανάλυση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της απόφασης Swissair/Sabena, καθώς και τις βέλτιστες πρακτικές που έχουν αναπτυχθεί από τις αρμόδιες αρχές αδειοδότησης σε εθνικό επίπεδο. Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή εννοεί τον κανονισμό στο σημείο αυτό και τον τρόπο με τον οποίο κρίνει ότι πρέπει να εφαρμόζεται. Σκοπός τους δεν είναι να δημιουργηθούν νέες νομικές υποχρεώσεις και διατυπώνονται με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου της ΕΕ για τη δεσμευτική ερμηνεία.
2.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
14.
Στο κεφάλαιο II του κανονισμού περιλαμβάνονται οι διατάξεις σχετικά με την άδεια εκμετάλλευσης. Το άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού προβλέπει ότι «οι αρμόδιες αρχές αδειοδότησης δεν χορηγούν ούτε διατηρούν σε ισχύ άδεια εκμετάλλευσης όταν δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου». Η κυριότητα και ο πραγματικός έλεγχος από κράτη μέλη ή υπηκόους τους αποτελεί μέρος, μεταξύ άλλων, των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για την απόκτηση και τη διατήρηση σε ισχύ της άδειας. Την ευθύνη εάν πληρούται η απαίτηση αυτή (και τα δύο συστατικά μέρη) φέρουν κατά κύριο λόγο οι αρμόδιες αρχές αδειοδότησης που χορηγούν την άδεια εκμετάλλευσης στον αερομεταφορέα.

15.
Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 του κανονισμού, «η αρμόδια αρχή αδειοδότησης παρακολουθεί στενά τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου». Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 7 του κανονισμού, «όσον αφορά τους κοινοτικούς αερομεταφορείς στους οποίους έχει χορηγήσει άδεια, η αρμόδια αρχή αδειοδότησης αποφασίζει εάν η άδεια εκμετάλλευσης πρέπει να υποβληθεί εκ νέου προς έγκριση σε περίπτωση μεταβολής ενός ή περισσότερων στοιχείων που επηρεάζουν τη νομική κατάσταση ενός κοινοτικού αερομεταφορέα και, ιδίως, σε περίπτωση συγχώνευσης ή εξαγοράς». Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 5, οι αερομεταφορείς της ΕΕ πρέπει να κοινοποιούν εκ των προτέρων τις εν λόγω αλλαγές στην αρμόδια αρχή αδειοδότησης.

16.
Αρμόδια αρχή αδειοδότησης μπορεί να κληθεί να χειριστεί αίτηση αδειοδότησης (ή να ελέγξει υφιστάμενη άδεια) σε περιστάσεις κατά τις οποίες άλλη επιχείρηση, που ανήκει στον ίδιο όμιλο με την επιχείρηση την οποία αφορά η υπόθεση, είναι ήδη κάτοχος άδειας, που έχει εκδοθεί από άλλη αρμόδια αρχή αδειοδότησης. Η αρχή που έρχεται αντιμέτωπη με μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη την αξιολόγηση που πραγματοποιήθηκε από την άλλη αρχή, ιδίως όταν η σχετική ιδιοκτησιακή δομή είναι η ίδια. Ωστόσο, δεν παύει να υποχρεούται να αξιολογήσει η ίδια την υπόθεση επί της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου II του κανονισμού. Ως ορθή πρακτική, μια αρχή που έχει αμφιβολίες ή απορίες αναφορικά με την προηγούμενη αξιολόγηση θα πρέπει να επικοινωνεί με την άλλη αρχή, προκειμένου να λάβει περισσότερες πληροφορίες ή να συζητήσει το θέμα.

17.
Όσον αφορά τον πιθανό έλεγχο από την Επιτροπή, γίνεται παραπομπή στο άρθρο 15 παράγραφος 3 και στο άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού.

18.
Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3, «εάν η Επιτροπή […] διαπιστώσει ότι η άδεια εκμετάλλευσης που έχει χορηγηθεί σε κοινοτικό αερομεταφορέα δεν πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, διαβιβάζει τα πορίσματά της στην αρμόδια αρχή αδειοδότησης η οποία αποστέλλει τις παρατηρήσεις της στην Επιτροπή εντός 15 εργασίμων ημερών.
Εάν η Επιτροπή, μετά την εξέταση των παρατηρήσεων της αρμόδιας αρχής αδειοδότησης, επιβεβαιώσει ότι η άδεια εκμετάλλευσης δεν πληροί τις απαιτήσεις ή εάν δεν λάβει παρατηρήσεις από την αρμόδια αρχή αδειοδότησης, αποφασίζει, με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 25 παράγραφος 2, να ζητήσει από την αρμόδια αρχή αδειοδότησης να λάβει τα κατάλληλα επανορθωτικά μέτρα ή να αναστείλει ή να ανακαλέσει την άδεια εκμετάλλευσης. Με την απόφαση καθορίζεται ημερομηνία έως την οποία πρέπει να εφαρμοσθούν το επανορθωτικό μέτρο ή οι ενέργειες από την αρμόδια αρχή αδειοδότησης. Εφόσον τα επανορθωτικά μέτρα ή ενέργειες δεν έχουν εφαρμοσθεί έως την ημερομηνία αυτή ο ενδιαφερόμενος κοινοτικός αερομεταφορέας δεν δικαιούται να […] [εκμεταλλεύεται ενδοενωσιακές αεροπορικές γραμμές]».

19.
Στο άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού προβλέπεται ότι «η Επιτροπή μπορεί να συλλέξει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες από τα κράτη μέλη, τα οποία επίσης διευκολύνουν την παροχή των σχετικών πληροφοριών από τους αερομεταφορείς στους οποίους η αρμόδια αρχή αδειοδότησης έχει χορηγήσει άδεια εκμετάλλευσης».
3.   ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ
20.
Όπως αποσαφηνίζεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, οι επιχειρήσεις που ζητούν την έκδοση άδειας φέρουν το βάρος της απόδειξης ότι συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του άρθρου 4 στοιχείο στ) και με τις λοιπές απαιτήσεις του κανονισμού. Το ίδιο ισχύει στις περιπτώσεις που, μετά την έκδοση της άδειας, η αρμόδια αρχή αδειοδότησης έχει λόγους να εξακριβώσει κατά πόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι εν λόγω απαιτήσεις.

21.
Εναπόκειται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να διασφαλίσει ότι παρέχονται επαρκείς αποδείξεις στην αρμόδια αρχή αδειοδότησης. Εν προκειμένω, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1, «η αρμόδια αρχή αδειοδότησης αποφασίζει επί σχετικής αιτήσεως το συντομότερο δυνατό και το αργότερο τρεις μήνες μετά την υποβολή όλων των αναγκαίων πληροφοριών, αφού λάβει υπόψη όλα τα διαθέσιμα στοιχεία». Αυτό σημαίνει ότι, με την επιφύλαξη του καθήκοντος της αρχής να διενεργήσει τη διαδικασία με καλή πίστη, μια επιχείρηση έχει κάθε συμφέρον να υποβάλει σε αυτήν τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή της το συντομότερο δυνατό, διότι διαφορετικά ενδέχεται να απορριφθεί ή αίτησή της για χορήγηση άδειας.
4.   ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ
22.
Μόνο φυσικά πρόσωπα μπορούν να έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους. Στην περίπτωση επιχείρησης που ανήκει και/ή ελέγχεται πραγματικά εν όλω ή εν μέρει από μία ή περισσότερες ενδιάμεσες οντότητες που δεν είναι φυσικά πρόσωπα, η Επιτροπή θεωρεί ότι η απαίτηση της ιθαγένειας του άρθρου 4 στοιχείο στ) του κανονισμού πρέπει να θεωρείται ότι αφορά τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν και/ή ελέγχουν πραγματικά τις εν λόγω οντότητες στο τελικό επίπεδο της κυριότητας και του ελέγχου.

23.
Ο κανονισμός ορίζει, στο άρθρο 4 στοιχείο στ) ότι «[…] υπήκοοι κρατών μελών κατέχουν άνω του 50 % της επιχείρησης και έχουν τον πραγματικό έλεγχό της […]».

24.
Ορισμένες δυσκολίες ενδέχεται να ανακύψουν όταν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα έχουν περισσότερες της μίας ιθαγένειες και η ιθαγένεια ενός κράτους μέλους δεν είναι εκ καταγωγής. Καταρχήν κάθε κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για τον καθορισμό των όρων κτήσης και απώλειας της ιθαγένειάς του. Ωστόσο, όπως επιβεβαιώνεται από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ (9), κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στον τομέα της ιθαγένειας, τα κράτη μέλη πρέπει να συμμορφώνονται με το δίκαιο της Ένωσης. Τουτέστιν, οι όροι και οι διαδικασίες για την κτήση και την απώλεια της ιθαγένειας των κρατών μελών ρυθμίζονται από το εθνικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους, με την επιφύλαξη της τήρησης του δικαίου της Ένωσης.

25.
Τα κράτη μέλη πρέπει να κάνουν χρήση του προνομίου τους να χορηγούν ιθαγένεια σύμφωνα με το πνεύμα της καλόπιστης συνεργασίας με τα άλλα κράτη μέλη και την ΕΕ (άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ). Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι κανόνες και οι υποχρεώσεις που τα δεσμεύουν βάσει του διεθνούς δικαίου, καθώς και τα κριτήρια βάσει των οποίων τα κράτη μέλη θεσπίζουν κατά παράδοση τους οικείους νόμους περί ιθαγένειας. Βάσει των εν λόγω αρχών, απαιτείται ιδίως η ύπαρξη πραγματικού δεσμού μεταξύ του αιτούντος και της χώρας ή των υπηκόων της.
5.   ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ
5.1.   Γενική προσέγγιση
26.
Όσον αφορά την κυριότητα, στο άρθρο 4 στοιχείο στ) του κανονισμού ορίζεται ότι χορηγείται από την αρμόδια αρχή αδειοδότησης άδεια εκμετάλλευσης σε επιχείρηση, υπό την προϋπόθεση ότι «τα κράτη μέλη ή/και υπήκοοι κρατών μελών κατέχουν άνω του 50 % της επιχείρησης».

27.
Η Επιτροπή θεωρεί ότι η εν λόγω απαίτηση κυριότητας πληρούται εάν τουλάχιστον το 50 % συν μία μετοχή του μετοχικού κεφαλαίου της εξεταζόμενης επιχείρησης ανήκει σε κράτη μέλη και/ή υπηκόους κρατών μελών.

28.
Εν προκειμένω, η Επιτροπή νοεί ως κεφάλαιο το μετοχικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης. Επομένως, καθοριστική σημασία για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με την απαίτηση κυριότητας έχει να προσδιορίζεται ποιο κεφάλαιο της επιχείρησης μπορεί να χαρακτηριστεί μετοχικό κεφάλαιο.

29.
Στην απόφαση Sabena/Swissair, η Επιτροπή έκρινε ότι το ζήτημα αν ένα συγκεκριμένο είδος κεφαλαίου μπορεί να χαρακτηριστεί μετοχικό κεφάλαιο μπορεί να απαντηθεί μόνο κατά περίπτωση, και εφόσον ληφθούν υπόψη όλες οι σχετικές περιστάσεις. Εάν, ωστόσο, το κεφάλαιο δεν παρέχει στους κατόχους του οποιοδήποτε από τα ακόλουθα δύο δικαιώματα σε σημαντικό βαθμό, θα πρέπει, καταρχήν, να μην λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του ιδιοκτησιακού καθεστώτος μιας επιχείρησης σύμφωνα με το άρθρο 4 στοιχείο στ):
α)
το δικαίωμα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων που επηρεάζουν τις δραστηριότητες της επιχείρησης· και

β)
το δικαίωμα λήψης μεριδίου εκ των υπολειπόμενων κερδών ή, σε περίπτωση εκκαθάρισης, εκ των υπολειπόμενων στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης μετά την εκπλήρωση όλων των υπολοίπων υποχρεώσεων (με άλλα λόγια, οι μετοχές αντικατοπτρίζουν τον κίνδυνο και τα οφέλη της κανονικής επιχειρηματικής δραστηριότητας).

30.
Ενώ η αρμόδια αρχή αδειοδότησης θα πρέπει πάντα να αναλύει λεπτομερώς πολύπλοκες δομές, η Επιτροπή κρίνει ότι λεπτομερής ανάλυση επιβάλλεται ιδίως όταν ανακύπτουν τα εξής θέματα:
α)
ύπαρξη διαφορετικών κατηγοριών μετοχών με διαφορετικές τιμές και χαρακτηριστικά·

β)
ύπαρξη δικαιωμάτων προαίρεσης ή τίτλων επιλογής που δύνανται να καταστήσουν άνευ αντικειμένου τα χαρακτηριστικά «ιδίου κεφαλαίου» μιας κατηγορίας μετοχών (10)·

γ)
ύπαρξη θεσμικών επενδυτών όταν ο τελικός πραγματικός δικαιούχος, σύμφωνα με την παράγραφο 44, δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί εύκολα.

31.
Όπως προκύπτει από το σημείο 22 ανωτέρω, η Επιτροπή κρίνει ότι η κυριότητα σε επιχείρηση οι μετοχές της οποίας ανήκουν σε άλλη οντότητα (εκτός από φυσικό πρόσωπο· εφεξής «ενδιάμεση οντότητα»), πρέπει να αξιολογείται σε συνάρτηση με την ιθαγένεια των προσώπων (ή την ταυτότητα των κρατών) που είναι κάτοχοι μετοχών της εν λόγω οντότητας.

32.
Εν προκειμένω, οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στα σημεία 22 έως 24 ανωτέρω εφαρμόζονται, κατά τον ίδιο τρόπο, αναφορικά με μετοχές της ενδιάμεσης οντότητας.

33.
Ειδικά προβλήματα ενδέχεται να προκύψουν εφόσον τόσο οι μετοχές που κατέχουν μέτοχοι της ΕΕ στην ενδιάμεση οντότητα όσο και οι μετοχές που κατέχει η οντότητα αυτή στον αερομεταφορέα αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 100 % των αντίστοιχων μετοχών.

34.
Η ακόλουθη περίπτωση μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα: μέτοχοι της ΕΕ κατέχουν το 55 % εταιρείας Α (ενώ το υπόλοιπο ανήκει σε τρίτες χώρες ή υπηκόους τρίτων χωρών· στο εξής: μέτοχοι τρίτων χωρών), και η εταιρεία Α κατέχει με τη σειρά της το 60 % του μεταφορέα Β, ενώ το υπόλοιπο 40 % των μετοχών του αερομεταφορέα Β ανήκει σε μετόχους τρίτων χωρών.

35.
Εν προκειμένω, τίθεται το ζήτημα αν οι μέτοχοι της ΕΕ «κατέχουν άνω του 50 % της επιχείρησης».

36.
Όπως εξηγείται στην παράγραφο 28 ανωτέρω, η «κυριότητα» μεταφράζεται σε δικαιώματα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων που επηρεάζουν τις δραστηριότητες της επιχείρησης, καθώς και σε χρηματικής φύσεως δικαιώματα, και συγκεκριμένα την απόκτηση μεριδίου επί των υπολειπόμενων κερδών ή, σε περίπτωση εκκαθάρισης, μεριδίου επί των υπολειπόμενων στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης μετά την εκπλήρωση όλων των άλλων υποχρεώσεών της.

37.
Όσον αφορά το δικαίωμα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων που επηρεάζουν τις δραστηριότητες της επιχείρησης, κατάσταση όπως αυτή που περιγράφεται ανωτέρω θα πρέπει κανονικά να θεωρείται σύμφωνη με το άρθρο 4 στοιχείο στ) του κανονισμού, με την παραδοχή ότι το σύνολο των σχετικών μετοχών συνεπάγονται ίδια δικαιώματα ψήφου και ότι δεν υπάρχουν ειδικές ρυθμίσεις που εμποδίζουν τους μετόχους της ΕΕ να ελέγχουν τις ψήφους που έχει η εταιρεία Α επί της εταιρείας Β, χάρη στο γεγονός ότι κατέχει την πλειονότητα των συνολικών μετοχών.

38.
Όσον αφορά χρηματικής φύσεως δικαιώματα, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, ακόμη και όταν το σχετικό μερίδιο του αερομεταφορέα κατέχουν μέτοχοι της ΕΕ άμεσα και όχι μέσω ενδιάμεσης οντότητας, το δικαίωμα αυτό μπορεί να υπόκειται σε ειδικές εσωτερικές ρυθμίσεις. Σε αυτές ενδέχεται να περιλαμβάνονται προνόμια των μετόχων τρίτων χωρών σε σύγκριση με τους μετόχους της ΕΕ. Όπως εξηγείται στην υπόθεση Swissair/Sabena, τέτοιες καταστάσεις δεν αποκλείονται αναγκαστικά δυνάμει του άρθρου 4 στοιχείο στ) του κανονισμού, εφόσον τα εν λόγω (χρηματικά) δικαιώματα ανήκουν στον μέτοχο της ΕΕ «σε σημαντικό βαθμό».

39.
Οι ίδιες αρχές θα πρέπει να εφαρμόζονται όταν τα χρηματικά δικαιώματα θίγονται από το γεγονός ότι η συμμετοχή των μετόχων της ΕΕ στον αερομεταφορέα πραγματοποιείται μέσω ενδιάμεσης οντότητας και η συμμετοχή σε κάθε στάδιο αντιστοιχεί σε λιγότερο από το 100 % του μετοχικού κεφαλαίου

40.
Εφόσον, στο ανωτέρω παράδειγμα, τα κέρδη διανέμονται από τον αερομεταφορέα Β και τα έσοδα από τα υπολειπόμενα περιουσιακά στοιχεία σε περίπτωση εκκαθάρισης της Β περιέρχονται σε μετόχους της ΕΕ κατ’ αναλογία προς τις απομειωμένες μετοχές (εφόσον το σύνολο των μετοχών της εταιρείας Α και του αερομεταφορέα Β είναι της ίδιας κατηγορίας), τα χρηματικά δικαιώματα μπορεί να εξακολουθήσουν να θεωρηθούν επαρκή για τους σκοπούς του άρθρου 4 στοιχείο στ) του κανονισμού.

41.
Τέτοιου είδους περιπτώσεις θα πρέπει, ωστόσο, να εξετάζονται μεμονωμένα, και να λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις, και ιδίως όλες οι ρυθμίσεις που αφορούν τα σχετικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις.

42.
Προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ανωτέρω αξιολόγηση, οι κάτοχοι άδειας ή οι αιτούντες άδεια θα πρέπει να παρέχουν στην αρχή αδειοδότησης αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα δικαιώματα που συνδέονται με τις διάφορες κατηγορίες μετοχών, καθώς και σχετικά με τον τελικό πραγματικό ιδιοκτήτη των μετοχών.
5.2.   Θέματα κυριότητας σε περιπτώσεις εισηγμένων στο χρηματιστήριο επιχειρήσεων και θεσμικών επενδύσεων
43.
Ιδιαίτερες προκλήσεις για την αξιολόγηση της απαίτησης κυριότητας ενδέχεται να ανακύψουν σε σχέση με επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο ή ανήκουν σε επενδυτικά ιδρύματα, διότι η ιδιοκτησία των μετοχών μπορεί να μεταβάλλεται από ημέρα σε ημέρα και ενδέχεται να υπάρχουν αρκετά στάδια κυριότητας. Σε κάθε στάδιο, η επιχείρηση θα πρέπει να μπορεί να αποδείξει ότι η πλειονότητα των μετοχών ανήκει σε μετόχους της ΕΕ.

44.
Όταν τις μετοχές κατέχει εντολοδόχος, καταπιστευματικό ταμείο, ταμείο ή οποιοσδήποτε άλλος θεσμικός επενδυτής, η απαίτηση κυριότητας μπορεί να πληρούται αν ο εντολοδόχος ή ο καταπιστευματοδόχος ή άλλος καταχωρισμένος ιδιοκτήτης είναι κράτος μέλος ή υπήκοος κράτους μέλους. Ωστόσο, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των στοιχείων που ενδέχεται να υποδεικνύουν ότι ιδιοκτήτης από οικονομική άποψη, δηλαδή τελικός δικαιούχος των δικαιωμάτων που αναφέρονται ανωτέρω, είναι διαφορετικό πρόσωπο. Αυτό, ειδικότερα, θα εξαρτάται από τις συμφωνίες ή άλλες ρυθμίσεις που δεσμεύουν αυτούς τους θεσμικούς επενδυτές.
6.   ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
6.1.   Γενική προσέγγιση
45.
Το άρθρο 4 στοιχείο στ) του κανονισμού ορίζει ότι χορηγείται άδεια εκμετάλλευσης σε επιχείρηση από την αρμόδια αρχή αδειοδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι «κράτη μέλη ή/και υπήκοοι κρατών μελών έχουν τον πραγματικό έλεγχο» της επιχείρησης.

46.
Η έννοια του πραγματικού ελέγχου ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 9 του κανονισμού ως εξής:
«σχέση που συνίσταται σε δικαιώματα, συμβάσεις ή άλλα μέσα τα οποία, είτε χωριστά είτε από κοινού, και με βάση τα σχετικά πραγματικά ή νομικά κριτήρια, επιτρέπουν να ασκηθεί άμεση ή έμμεση αποφασιστική επιρροή σε μια επιχείρηση, ιδίως:
α)
με το δικαίωμα χρήσης όλων ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης,

β)
με δικαιώματα ή συμβάσεις που παρέχουν αποφασιστική επιρροή στη σύνθεση, την ψηφοφορία ή τις αποφάσεις των οργάνων μιας επιχείρησης ή καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο επηρεάζουν αποφασιστικά τη λειτουργία της επιχείρησης·».

47.
Όπως εξηγείται στην απόφαση Swissair/Sabena, η διάταξη αυτή απαιτεί αξιολόγηση της θέσης των κρατών μελών και/ή των υπηκόων τους όσον αφορά το κατά πόσον ασκούν αποφασιστική επιρροή στη διαχείριση της εν λόγω επιχείρησης κατά τρόπο που υπερβαίνει την επιρροή των μετόχων τρίτων χωρών. Στην ανάλυση λαμβάνονται υπόψη οι δυνατότητες που διαθέτει ο μέτοχος της ΕΕ να επηρεάσει θετικά τις στρατηγικές επιχειρηματικές αποφάσεις της επιχείρησης.

48.
Οι στρατηγικές επιχειρηματικές αποφάσεις συνδέονται κυρίως με τον διορισμό των ανώτερων διευθυντικών στελεχών, με την έγκριση του προϋπολογισμού και/ή του επιχειρηματικού σχεδίου, καθώς και με την πραγματοποίηση μεγάλων επενδύσεων ή με δικαιώματα σε ειδικούς κλάδους της αγοράς.

49.
Εν προκειμένω, θα πρέπει να προσδιοριστεί πρώτα πού λαμβάνονται οι εν λόγω αποφάσεις και με ποιους όρους. Για κάτι τέτοιο απαιτείται ανάλυση της εταιρικής διακυβέρνησης της επιχείρησης, η οποία πρέπει να διενεργείται με βάση τη συνολική εικόνα λειτουργίας της επιχείρησης.

50.
Σε ένα δεύτερο στάδιο, θα πρέπει να εξετάζονται άλλα ζητήματα που μπορούν να επηρεάσουν τη λήψη αποφάσεων επί σημαντικών στρατηγικών επιχειρηματικών θεμάτων. Στα ζητήματα αυτά περιλαμβάνονται τα δικαιώματα των μετόχων, οι οικονομικοί δεσμοί και η εμπορική συνεργασία μεταξύ της επιχείρησης και κάθε εταίρου τρίτης χώρας. Λεπτομερέστερη καθοδήγηση σχετικά με τα εν λόγω κριτήρια αξιολόγησης παρέχονται κατωτέρω. Ωστόσο, είναι αδύνατον να καταρτιστεί πλήρης κατάλογος των στοιχείων που δυνητικά έχουν σημασία για την ανάλυση σε δεδομένη περίπτωση. Ως εκ τούτου, συναφή μπορεί να είναι στοιχεία άλλα από τα αναφερόμενα, ανάλογα με τις περιστάσεις της εξεταζόμενης υπόθεσης.

51.
Όπως εξηγείται στην απόφαση Swissair/Sabena, ο πραγματικός έλεγχος πρέπει να ασκείται αποκλειστικά από κράτη μέλη ή υπηκόους τους. Αυτό προφανώς δεν συμβαίνει στις περιπτώσεις που κράτη μέλη ή υπήκοοί τους απλώς έχουν δικαιώματα αρνησικυρίας και όχι δικαιώματα που θα τους επέτρεπαν να επηρεάσουν θετικά τη διαχείριση της εν λόγω επιχείρησης.

52.
Διάφοροι παράγοντες μπορεί να συμβάλλουν ώστε να είναι δυνατή η θετική επιρροή από μετόχους της ΕΕ, όπως οι εξουσίες ανάληψης πρωτοβουλιών ή μηχανισμοί πρόωρης ή προνομιακής πρόσβασης σε πληροφορίες μέσα στην επιχείρηση.

53.
Οι γενικές αρχές που περιγράφονται ανωτέρω πρέπει να εφαρμόζονται λαμβάνοντας αφού ληφθούν υπόψη όλες οι σχετικές πραγματολογικές ή νομικές εκτιμήσεις. Κάθε μεμονωμένη περίπτωση πρέπει να αξιολογείται με βάση τα δικά της χαρακτηριστικά.

54.
Οι περιπτώσεις στις οποίες χρειάζεται ανάλυση βάσει του άρθρου 4 στοιχείο στ) του κανονισμού συχνά αφορούν επίσης την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (11) («κανονισμός συγκεντρώσεων»), όσον αφορά τους όρους του κανονισμού αυτού. Δεδομένου ότι οι ορισμοί του ελέγχου στους αντίστοιχους κανονισμούς παρουσιάζουν ορισμένες ομοιότητες, κρίνεται σκόπιμη η προσθήκη των ακόλουθων διευκρινίσεων.

55.
Πρώτον, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, όσον αφορά τους μετόχους της ΕΕ, ο «από κοινού έλεγχος» για τους σκοπούς του κανονισμού συγκεντρώσεων και ο «πραγματικός έλεγχος» κατά την έννοια του κανονισμού δεν αλληλοαποκλείονται, όπως προκύπτει από την απόφαση Swissair/Sabena.

56.
Δεύτερον, η απαίτηση ελέγχου του άρθρου 4 στοιχείο στ) του κανονισμού δεν πληρούται όταν ο μέτοχος τρίτης χώρας έχει τον αποκλειστικό έλεγχο της επιχείρησης (12). Στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω επιχείρηση δεν μπορεί, εξ ορισμού, να ελεγχθεί πραγματικά από μετόχους της ΕΕ κατά την έννοια του κανονισμού.

57.
Επειδή τα ζητήματα που εγείρει, αφενός, ο κανονισμός συγκεντρώσεων και, αφετέρου, η απαίτηση κυριότητας και ελέγχου του κανονισμού παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες, παρά τις διαφορές μεταξύ των δύο καθεστώτων, η Επιτροπή αξιολογεί, κατά περίπτωση, τις περιπτώσεις εκ παραλλήλου υπό τα δύο καθεστώτα. Για το σκοπό αυτό, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής θα συνεργάζονται στενά, όπως είναι φυσικό.
6.2.   Κριτήρια αξιολόγησης
58.
Δεν είναι δυνατόν στο πλαίσιο της καθοδήγησης να προβλεφθούν όλες οι πιθανές καταστάσεις ελέγχου μιας επιχείρησης και να ληφθούν επίσης υπόψη οι διαφορές μεταξύ των εθνικών κανόνων σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση. Κάθε αξιολόγηση πρέπει να πραγματοποιείται κατά περίπτωση, και σε κάθε επιμέρους περίπτωση πρέπει να εξετάζεται η νομική και η πραγματική κατάσταση.

59.
Με αυτά τα δεδομένα, με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές παρέχονται ορισμένες γενικές αρχές για την αξιολόγηση και επισημαίνονται ορισμένα ζητήματα που ενδέχεται να προκαλούν ανησυχίες και απαιτούν λεπτομερέστερη ανάλυση βάσει του κριτηρίου του πραγματικού ελέγχου (13).
6.2.1.   Εταιρική διακυβέρνηση
60.
Το πρώτο βήμα για την αξιολόγηση του πραγματικού ελέγχου συνίσταται στην ανάλυση της εταιρικής διακυβέρνησης της επιχείρησης. Ως εταιρική διακυβέρνηση εν προκειμένω νοούνται οι διεργασίες και οι διαδικασίες με τις οποίες η επιχείρηση λαμβάνει αποφάσεις σχετικές με την άσκηση των δραστηριοτήτων της.

61.
Στην ανάλυση της εταιρικής διακυβέρνησης θα πρέπει να εξετάζονται τόσο τα νομικά όσο και τα πραγματολογικά στοιχεία που είναι διαθέσιμα.

62.
Στην ανάλυση θα πρέπει να προσδιορίζονται τα όργανα λήψης αποφάσεων της επιχείρησης, οι αρμοδιότητες και η σύνθεσή τους, οι σχετικοί κανόνες διορισμού, εκλογής, αποδοχών και απόλυσης, η φύση των αποφάσεων που λαμβάνουν, οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων απαρτίας και των κανόνων ψηφοφορίας (κατά πλειοψηφία, με ομοφωνία), τυχόν προνόμια που απονέμονται σε άλλα όργανα (όσον αφορά, για παράδειγμα, τις προτάσεις, τους διορισμούς, τις διαβουλεύσεις, τις δεσμευτικές ή μη γνωμοδοτήσεις, τις συστάσεις, τη συναίνεση).

63.
Η χαρτογράφηση αυτή θα πρέπει να καλύπτει όλα τα όργανα λήψης αποφάσεων, ιδίως τη συνέλευση των μετόχων, το εκτελεστικό όργανο (π.χ. διοικητικό συμβούλιο, διαχειριστικό συμβούλιο), τους ελεγκτικούς φορείς (π.χ. εποπτικό συμβούλιο), το προσωπικό με κομβικό ρόλο (προσωπικό διαχείρισης με δικαίωμα έκδοσης αποφάσεων που έχουν σημασία για τη διεξαγωγή της επιχειρηματικής δραστηριότητας) και τις εσωτερικές επιτροπές (συμβουλευτικές ή μη).

64.
Στην ανάλυση θα πρέπει να αξιολογείται ο τρόπος με τον οποίο τα κράτη μέλη και/ή οι υπήκοοί τους εκπροσωπούνται στους φορείς λήψης αποφάσεων και ο τρόπος με τον οποίο τα δικαιώματα που διαθέτουν στο εν λόγω πλαίσιο τους επιτρέπουν να καθορίζουν τις στρατηγικές αποφάσεις, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία έγκρισής τους. Στο σημείου αυτό, στην ανάλυση θα πρέπει να εξετάζεται η απαρτία που απαιτείται για τη λήψη αποφάσεων.

65.
Όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων, ιδιαίτερη σημασία έχει η ανάλυση των δικαιωμάτων αρνησικυρίας τυχόν μετόχων τρίτων χωρών. Η ύπαρξη διευρυμένων δικαιωμάτων αρνησικυρίας των εν λόγω μετόχων σε θέματα σημαντικά για τη λειτουργία της επιχείρησης ενδέχεται να έχει επίπτωση στην ικανότητα των μετόχων της ΕΕ να ασκούν πραγματικό έλεγχο στην επιχείρηση. Η ενδελεχέστερη σφαιρική αξιολόγηση των αντίστοιχων δικαιωμάτων των μετόχων της ΕΕ και των μετόχων τρίτων χωρών θα πρέπει επομένως να διενεργείται κατά περίπτωση.

66.
Η ικανότητα συγκεκριμένου μετόχου να ασκεί δικαίωμα αρνησικυρίας κατά ορισμένων αποφάσεων δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι ο πραγματικός έλεγχος ανήκει στον εν λόγω μέτοχο. Πρέπει να εξακριβώνεται κατά πόσον αυτά τα δικαιώματα αρνησικυρίας επηρεάζουν μόνο συγκεκριμένες αποφάσεις περιορισμένης σημασίας ή, αντίθετα, βασικές στρατηγικές αποφάσεις. Το ερώτημα είναι αν, στο πλαίσιο συνολικής αξιολόγησης των διαφόρων δικαιωμάτων των μετόχων, τα κράτη μέλη ή οι υπήκοοί τους έχουν καθοριστική επιρροή επί στρατηγικών εταιρικών αποφάσεων, όπως εξηγείται στο σημείο 47 ανωτέρω. Μια τέτοια συνολική αξιολόγηση, με βάση πολλούς παράγοντες, πρέπει να πραγματοποιείται κατά περίπτωση.

67.
Μέτοχος τρίτης χώρας μπορεί να έχει δικαιώματα αρνησικυρίας χωρίς αυτό να οδηγεί κατ’ ανάγκη στην απώλεια του πραγματικού ελέγχου του μετόχου της ΕΕ.

68.
Ένα πιθανό σενάριο είναι τα δικαιώματα αρνησικυρίας των μετόχων τρίτης χώρας να είναι αναγκαία και αναλογικά προς τον στόχο της προστασίας της αξίας των μειοψηφουσών μετοχών. Συνήθως, ένα τέτοιο δικαίωμα αρνησικυρίας αφορά τροποποιήσεις του καταστατικού ή κάποιας αντίστοιχης ιδρυτικής πράξης, αύξηση ή μείωση του κεφαλαίου, έκδοση ομολόγων μετατρέψιμων σε μετοχές, μεταβολή των δικαιωμάτων που συνδέονται με τις μετοχές, εισαγωγή στο χρηματιστήριο ή δημόσια προσφορά, διανομή μερισμάτων, παύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή ουσιαστική μεταβολή της, αποφάσεις περί εκκαθάρισης, διάσπασης ή συγχώνευσης. Αυτό καθαυτό το δικαίωμα δεν συνεπάγεται ότι οι μέτοχοι της ΕΕ δεν έχουν τον πραγματικό έλεγχο.

69.
Μια πιο εμπεριστατωμένη αξιολόγηση ενδέχεται να πρέπει να πραγματοποιείται σε περιπτώσεις στις οποίες τα δικαιώματα αρνησικυρίας των μετόχων τρίτων χωρών αφορούν άλλα ζητήματα, ιδίως αποφάσεις ικανές να επηρεάσουν σημαντικά ή να εμποδίσουν την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως αγορές στοιχείων ενεργητικού, επενδύσεις, παράταση ή αποδοχή χρηματοδοτικών μέσων όπως εγγυήσεων ή δανείων, συμβάσεις, επιχειρηματικές συναλλαγές με πρόσωπα που συνδέονται με την επιχείρηση ή με έναν από τους μετόχους.

70.
Στοιχεία που μπορεί να οδηγήσουν σε τέτοια αναλυτική αξιολόγηση, ανάλογα με το θέμα της απόφασης που πρόκειται να ληφθεί, είναι για παράδειγμα: η ψηφοφορία, αποφάσεις που απαιτούν συναίνεση, δικαίωμα μετόχων τρίτων χωρών να διορίζουν πρόσωπα για ορισμένες (σημαντικές) θέσεις, απαίτηση πριν από (σημαντικές) αποφάσεις να διατυπώνονται προτάσεις ή συστάσεις των εν λόγω μετόχων, διατάξεις βάσει των οποίων, μετά από αίτηση των εν λόγω μετόχων, δεν πραγματοποιείται ψηφοφορία, παραταξιακή ψήφος (vote en bloc) κ.λπ.

71.
Όσον αφορά αποφάσεις που λαμβάνονται στις συνελεύσεις των μετόχων της επιχείρησης, ενδέχεται να πρέπει να ληφθούν υπόψη η μετοχική δομή, η συμμετοχή των μετόχων στις συνεδριάσεις και οι συνήθεις πρακτικές ψηφοφορίας στις συνεδριάσεις αυτές. Στις περιπτώσεις στις οποίες η κυριότητα της επιχείρησης είναι κατακερματισμένη σε πολλά μερίδια και ένας μέτοχος τρίτης χώρας είναι από τους μεγαλύτερους μετόχους, ο εν λόγω μέτοχος μπορεί να είναι σε θέση να επιβάλλει την υπερψήφιση των προτάσεών του, ακόμη και αν κατέχει μερίδιο σημαντικά χαμηλότερο του 50 %. Επομένως, πρέπει ίσως να εξεταστούν το ποσοστό συμμετοχής των μετόχων στις συνελεύσεις των μετόχων και οι συνήθεις πρακτικές ψηφοφορίας των μετόχων αυτών, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον έχουν, εν τοις πράγμασι, τον πραγματικό έλεγχο της επιχείρησης.

72.
Ειδικότερα, η συμμετοχή σε επιχείρηση την οποία κατέχει τρίτη χώρα ή υπήκοος τρίτης χώρας σε ποσοστό άνω του 30 % μπορεί, κατά κανόνα, να απαιτεί εμπεριστατωμένη αξιολόγηση από την αρμόδια αρχή αδειοδότησης. Στις περιπτώσεις που η κυριότητα της επιχείρησης είναι κατακερματισμένη σε πολλά μερίδια και ένας μέτοχος τρίτης χώρας είναι από τους μεγαλύτερους μετόχους, η διενέργεια αξιολόγησης είναι ίσως απαραίτητη και σε περίπτωση μικρότερου μεριδίου.

73.
Σημαντικό εν προκειμένω μπορεί επίσης να είναι το κατά πόσον τα πρόσωπα που καταλαμβάνουν θέσεις κλειδιά εντός της επιχείρησης έχουν δεσμούς με τον μέτοχο τρίτης χώρας. Δεν ισχύει, ωστόσο, το ίδιο για την ιθαγένεια των προσώπων αυτών. Η ιθαγένειά τους δεν έχει καμία ενδεικτική αξία για να προσδιοριστεί αν η επιχείρηση ελέγχεται πραγματικά από κράτη μέλη και/ή υπηκόους τους, πόσο μάλλον σε έναν παγκόσμιο τομέα όπως οι αεροπορικές μεταφορές. Σημαντικό μπορεί μόνο να είναι μόνο αν τα κράτη μέλη και/ή οι υπήκοοί τους έχουν τον έλεγχο των διεργασιών που οδηγούν στη λήψη σημαντικών αποφάσεων, μεταξύ των οποίων μπορεί να είναι ο διορισμός και η απόλυση μελών του προσωπικού που κατέχουν θέσεις-κλειδιά.
6.2.2.   Δικαιώματα των μετόχων
74.
Η αξιολόγηση των δικαιωμάτων των μετόχων στην αξιολόγηση του πραγματικού ελέγχου είναι αναγκαία, διότι η ύπαρξη διευρυμένων δικαιωμάτων των μετόχων τρίτων χωρών θα μπορούσε, εκ των πραγμάτων, να οδηγήσει σε μια κατάσταση στην οποία αυτοί και όχι ο/οι μέτοχος/-οι της ΕΕ ελέγχουν πραγματικά την επιχείρηση, ενδεχομένως μέσω της επιρροής που ασκούν επί του/των τελευταίου/-ων. Αυτό μπορεί να αφορά, για παράδειγμα, την ικανότητα εξασφάλισης παραχωρήσεων επί ζητημάτων στα οποία, κατά τα φαινόμενα, και όσον αφορά την εταιρική διακυβέρνηση που έχει συμφωνηθεί, φαίνεται να ελέγχονται από μέτοχο/μετόχους της ΕΕ.

75.
Ορισμένα παραδείγματα δικαιωμάτων μετόχων που γενικά αξίζουν λεπτομερέστερη εξέταση περιγράφονται κατωτέρω.
6.2.2.1.   Δικαίωμα αρνησικυρίας στη μεταβίβαση μετοχών
76.
Το δικαίωμα αρνησικυρίας μετόχου τρίτης χώρας στη μεταβίβαση μετοχών της επιχείρησης που κατέχει μέτοχος κράτους μέλους θα πρέπει να εξετάζεται λεπτομερώς. Συνηθίζεται, μετά από επένδυση μετόχου τρίτης χώρας, να υπάρχει μια περίοδος κατά την οποία η μεταβίβαση μετοχών από οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος δεν επιτρέπεται ή εξαρτάται από τη συμφωνία του άλλου μέρους. Εφόσον η περίοδος αυτή δεν υπερβαίνει τις συνήθεις πρακτικές του κλάδου, μπορεί κανονικά να θεωρηθεί εγγύηση για τη σταθερότητα της επένδυσης και, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί ότι δεν επηρεάζει την κατάσταση όσον αφορά τον πραγματικό έλεγχο. Ωστόσο, ακόμη και σε τέτοιες περιπτώσεις ειδικές περιστάσεις μπορεί να καθιστούν απαραίτητη την πραγματοποίηση λεπτομερέστερου ελέγχου. Συγκεκριμένα, όταν ο περιορισμός εφαρμόζεται μόνον προς όφελος του μετόχου τρίτης χώρας, μπορεί να αποτελεί ένδειξη ανισορροπίας, υπό την έννοια ότι οι μέτοχοι της ΕΕ μπορεί να εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από αυτόν, ενώ να μην ισχύει και το αντίθετο.
6.2.2.2.   Δικαιώματα προτίμησης
77.
Δικαίωμα προτίμησης είναι δικαίωμα με το οποίο υφιστάμενος μέτοχος αποκτά προτεραιότητα αγοράς σε περίπτωση που ο άλλος μέτοχος επιθυμεί να πωλήσει τις μετοχές του. Η ύπαρξη δικαιωμάτων προτίμησης είναι κοινή επιχειρηματική πρακτική και, εφόσον δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την προστασία της επένδυσης των μετόχων, δεν εγείρει ιδιαίτερα προβλήματα σε ό,τι αφορά τον πραγματικό έλεγχο. Ωστόσο, ορισμένες μορφές δικαιωμάτων προτίμησης θα μπορούσαν να έχουν αποτέλεσμα αντίστοιχο με το δικαίωμα αρνησικυρίας όσον αφορά τη μεταβίβαση μετοχών. Αυτό είναι πιθανό να ισχύει όταν μέτοχος τρίτης χώρας έχει το δικαίωμα να καθορίζει την τιμή πώλησης των εν λόγω μετοχών.
6.2.2.3.   Δικαίωμα μετόχου τρίτης χώρας να πωλήσει τις μετοχές του
78.
Προκειμένου να προστατεύσουν την αξία της επένδυσής τους και να διαφυλάξουν την επιρροή τους στην επιχείρηση κατά της απομείωσης των μετοχών της, οι μειοψηφούντες μέτοχοι συχνά διεκδικούν κάποια μορφή του δικαιώματος πώλησης. Τέτοιο δικαίωμα πώλησης δίνει στον εκάστοτε μειοψηφούντα μέτοχο το δικαίωμα να πωλήσει σε καθορισμένη τιμή τις μετοχές του στην επιχείρηση (τον αερομεταφορέα) ή στους υπόλοιπους μετόχους όταν συμβεί ένα καθορισμένο γεγονός. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τα εν λόγω δικαιώματα πώλησης θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τη συνολική αξιολόγηση του πραγματικού ελέγχου.

79.
Όταν το εν λόγω δικαίωμα πώλησης μεταβιβάζεται σε μέτοχο τρίτης χώρας, αυτό μπορεί να έχει επίπτωση στον πραγματικό έλεγχο εκ μέρους του/των μετόχου/-ων της ΕΕ, διότι η αποχώρηση του πρώτου θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει οικονομικά και εμπορικά την επιχείρηση. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δημιουργήσει μια κατάσταση στην οποία ο μέτοχος τρίτης χώρας έχει επιρροή επί του/των μετόχου/-ων της ΕΕ σε βαθμό που ο/οι τελευταίος/-οι να μη διατηρεί/-ούν τον πραγματικό έλεγχο.

80.
Ο αντίκτυπος του δικαιώματος πώλησης εξαρτάται από τους ισχύοντες όρους, οι οποίοι θα πρέπει, συνεπώς, να ελέγχονται με μεγάλη προσοχή. Ένα υπερβολικά ευρύ δικαίωμα πώλησης που επιτρέπει στον μέτοχο τρίτης χώρας να το επικαλείται σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να του δίνει τη δυνατότητα να αποσπά παραχωρήσεις από την επιχείρηση ή τους υπόλοιπους μετόχους σε ζητήματα στα οποία μέτοχος τρίτης χώρας κατά κανόνα δεν μπορεί να αποφασίσει ή να επικαλεστεί δικαίωμα αρνησικυρίας. Δεν εγείρονται ζητήματα όταν το δικαίωμα πώλησης περιορίζεται σε ό,τι είναι αναγκαίο και ανάλογο προς τον σκοπό της προστασίας του μετόχου τρίτης χώρας από την απομείωση των μετοχών του, ενώ σε άλλες περιπτώσεις απαιτείται λεπτομερέστερος έλεγχος.
6.2.2.4.   Δικαίωμα αγοράς επιπλέον μετοχών
81.
Δικαιώματα αγοράς ή μετατροπής επιτρέπουν στον μέτοχο τρίτης χώρας είτε να αγοράσει περισσότερες μετοχές στην επιχείρηση είτε να μετατρέψει χρέος ή οιονεί ίδιο κεφάλαιο σε μετοχές. Τυχόν πρόσθετα δικαιώματα ψήφου ή άλλα δικαιώματα που ο εν λόγω μέτοχος θα αποκτούσε ως αποτέλεσμα της άσκησης δικαιώματος αγοράς ή δικαιώματος μετατροπής θα πρέπει να ελέγχονται όσον αφορά τις πιθανές συνέπειές στον πραγματικό έλεγχο της επιχείρησης.
6.2.2.5.   Όροι επένδυσης
82.
Εάν μέτοχος τρίτης χώρας καθιστά την επένδυσή του υποκείμενη σε όρους, οι εν λόγω όροι θα πρέπει να ελέγχονται λεπτομερώς όσον αφορά την επίπτωσή τους στον πραγματικό έλεγχο της επιχείρησης. Ενώ δεν ανακύπτουν συγκεκριμένα ζητήματα εφόσον οι όροι είναι αναγκαίοι και αναλογικοί για την προστασία της αξίας της επένδυσης, για άλλους όρους μπορεί να απαιτείται περισσότερο εμπεριστατωμένος έλεγχος.

83.
Όσον αφορά όρους που σχετίζονται με τη ρυθμιστική έγκριση ή άλλα θέματα που μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της δημόσιας πολιτικής, δεν έχουν υπό κανονικές συνθήκες αντίκτυπο στον πραγματικό έλεγχο.

84.
Όροι που επιβάλλονται από τον μέτοχο τρίτης χώρας σχετικά με οικονομικά ζητήματα, όπως ο λογιστικός έλεγχος των ετήσιων λογαριασμών, η φερεγγυότητα, η αναδιάρθρωση του χρέους ή η διαβούλευση σχετικά με βασικά ζητήματα πριν από την ολοκλήρωση της επένδυσης, δεν έχουν υπό κανονικές συνθήκες αντίκτυπο στον πραγματικό έλεγχο, διότι αφορούν την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης πριν από την εκτέλεση της επένδυσης και, επομένως, την αξία της επένδυσης για τον μέτοχο τρίτης χώρας.

85.
Οι επενδυτικοί όροι που σχετίζονται ιδίως με το επιχειρηματικό σχέδιο της επιχείρησης, τον διορισμό των στελεχών ή τη σύναψη συμφωνίας συνεργασίας ενδέχεται να περιορίζουν, εξολοκλήρου ή εν μέρει, εκ του νόμου ή εκ των πραγμάτων, τις εξουσίες των οργάνων λήψης αποφάσεων της επιχείρησης. Οι όροι που επιβάλλονται πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη συνολική αξιολόγηση του πραγματικού ελέγχου. Ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες σημαντικές στρατηγικές αποφάσεις επιβάλλονται από μέτοχο τρίτης χώρας ως όροι για την εκτέλεση της επένδυσής του, ώστε η εν εξελίξει επιρροή των μετόχων της ΕΕ στο πλαίσιο των οργάνων λήψης αποφάσεων της επιχείρησης, με βάση τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί, να καθίσταται άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας. Το ζήτημα αυτό πρέπει να εξετάζεται στο συνολικό πλαίσιο, υπό το πρίσμα ιδίως των συγκεκριμένων μέσω και διαδικασιών με τις οποίες ο μέτοχος της ΕΕ δικαιούται να ασκεί επιρροή εντός της επιχείρησης.
6.2.3.   Οικονομικοί δεσμοί μεταξύ της επιχείρησης και του μετόχου τρίτης χώρας
86.
Το ζήτημα κατά πόσον η χρηματοδοτική συνεισφορά του μετόχου τρίτης χώρας έχει ως αποτέλεσμα την απουσία πραγματικού ελέγχου από τους μετόχους των κρατών μελών πρέπει να αξιολογείται με βάση την οικονομική εξάρτηση την οποία συνεπάγεται η χρηματοδοτική συνεισφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η εξάρτηση αυτή μπορεί να σημαίνει ότι ο μέτοχος της ΕΕ στερείται, εκ των πραγμάτων, εν όλω ή εν μέρει, τη δυνατότητα να επηρεάζει τη λειτουργία της επιχείρησης μέσω των οργάνων λήψης αποφάσεων. Σε τέτοιες καταστάσεις, συνήθεις είναι οι περιπτώσεις στις οποίες, λόγω της εξάρτησης της επιχείρησης από χρηματοδότηση που παρέχεται ή διατηρείται από μέτοχο τρίτης χώρας, αυτός είναι σε θέση να αποσπάσει παραχωρήσεις σε στρατηγικούς τομείς, παρότι, από νομική άποψη, ο μέτοχος των κρατών μελών έχει τα μέσα να αρνηθεί τέτοιες παραχωρήσεις.

87.
Για την αξιολόγηση του βαθμού οικονομικής εξάρτησης, πρέπει πρώτα να καθορίζεται κατά πόσον ο μέτοχος τρίτης χώρας συνεισέφερε στη χρηματοδότηση της επιχείρησης κατ’ αναλογία προς τη συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο (14). Σε αυτή την περίπτωση, και εφόσον δεν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο μέτοχος τρίτης χώρας δεν απέκτησε επιρροή στις δραστηριότητες της επιχείρησης πέραν εκείνης που απορρέει από τα δικαιώματα που διαθέτει όσον αφορά τη λειτουργία της επιχείρησης, ως συνέπεια των μετοχών που έχει αποκτήσει και των συμφωνιών που έχουν συναφθεί.

88.
Κατά την εν λόγω αξιολόγηση, το επίπεδο της συνεισφοράς του μετόχου τρίτης χώρας θα πρέπει να συγκρίνεται με τη συνεισφορά των άλλων μετόχων και των εξωτερικών της επιχείρησης πηγών. Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα μέσα χρηματοδότησης, με την ευρύτερη δυνατή έννοια, όπως αύξηση του κεφαλαίου, δάνεια, εγγυήσεις, ομόλογα, διαγραφές χρεών, εγγυητικές διευκολύνσεις (15) και επιχορηγήσεις. Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο οι συνεισφορές μετά την επένδυση από τον μέτοχο τρίτης χώρας, αλλά και οι συνεισφορές που έχουν προέλθει από υφιστάμενους μετόχους και εξωτερικές πηγές κατά την προετοιμασία για την πώληση των μετοχών της επιχείρησης (την πώληση που οδήγησε στην είσοδο του μετόχου τρίτης χώρας).

89.
Εάν η συνεισφορά του μετόχου τρίτης χώρας στη χρηματοδότηση της επιχείρησης υπερβαίνει το ποσό που αντιστοιχεί στη συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο, το στοιχείο αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη συνολική αξιολόγηση.
6.2.4.   Εμπορική συνεργασία
90.
Η εμπορική συνεργασία μπορεί να συνίσταται στην επιχειρησιακή συνεργασία μεταξύ δύο επιχειρήσεων (αερομεταφορέων), όπως είναι οι πτήσεις με κοινό κωδικό, ή μπορεί να λάβει τη μορφή κοινοπραξίας ή αγοράς και πώλησης αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ του μετόχου τρίτης χώρας και της επιχείρησης.

91.
Στον βαθμό που η επιχείρηση εξαρτάται από τέτοια συνεργασία με μέτοχο τρίτης χώρας, ο μέτοχος αποκτά ανάλογη επιρροή επί της επιχείρησης. Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις που υπάρχει τέτοια συνεργασία, πρέπει να αξιολογείται κατά πόσον η εξάρτηση που προκύπτει είναι τέτοια ώστε να εξαναγκάζει τον μέτοχο της ΕΕ να στηρίζει στρατηγικές αποφάσεις του εταίρου τρίτης χώρας.

92.
Ορισμένες συμφωνίες συνεργασίας θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν ειδικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων μέσω των οποίων οι δύο επιχειρήσεις λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με τη συνεργασία αυτή, ιδίως στην περίπτωση των κοινοπραξιών.

93.
Σε περίπτωση που η εμπορική συνεργασία αποτελεί όρο για την επένδυση του μετόχου της τρίτης χώρας, ο εν λόγω όρος θα πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα του ανωτέρω σκεπτικού.

94.
Αν η καταγγελία ή η παραβίαση της συμφωνίας εμπορικής συνεργασίας μπορεί να προκαλέσει την έξοδο του μετόχου τρίτης χώρας, αυτό το δικαίωμα του μετόχου θα πρέπει επίσης να αξιολογείται με τον τρόπο που περιγράφεται ανωτέρω.
7.   ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΚΑΙ ΠΙΘΑΝΑ ΜΕΤΡΑ
95.
Όσον αφορά την παρακολούθηση της συμμόρφωσης από τις επιχειρήσεις, οι ελάχιστες νομικές υποχρεώσεις των αρμοδίων αρχών αδειοδότησης καθορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 του κανονισμού. Πέρα από τα καθήκοντα αυτά, οι αρχές μπορεί να θεωρήσουν σκόπιμο να ελέγχουν πιο συχνά την κατάσταση όσον αφορά τη συμμετοχή, π.χ. σε μηνιαία ή τριμηνιαία βάση ή ακόμη και σε μικρότερα χρονικά διαστήματα, ανάλογα με το ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου που ανήκει σε τρίτη χώρα.

96.
Εν προκειμένω, οι επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο ή, ιδίως, ανήκουν σε επενδυτικά ιδρύματα πρέπει να διασφαλίζουν ότι παρέχονται επαρκείς πληροφορίες ώστε η αρμόδια αρχή αδειοδότησης να είναι σε θέση να κρίνει ότι πληρούν την απαίτηση του άρθρου 4 στοιχείο στ) του κανονισμού. Για τον σκοπό αυτό, οι επιχειρήσεις ενδέχεται να επιθυμούν να τηρούν, στο μέτρο του δυνατού, αρχεία των μετοχών που αγοράζονται και πωλούνται. Στο καταστατικό των επιχειρήσεων θα μπορούσαν να περιληφθούν διατάξεις που δίνουν στους διευθυντές τη δυνατότητα να ελέγχουν την ιθαγένεια των μετόχων και να ζητούν πιστοποιητικά ιθαγένειας από τους σημαντικούς μετόχους.

97.
Ο μέτοχος τρίτης χώρας είναι υπεύθυνος να παρέχει στην αρμόδια αρχή αδειοδότησης όλες τις πληροφορίες που ζητούνται κατά την αξιολόγηση της άδειας, προκειμένου να αποδειχθεί ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 4 στοιχείο στ) του κανονισμού (βλέπε τμήμα 3 ανωτέρω).

98.
Η αρμόδια αρχή αδειοδότησης πρέπει να διασφαλίζει την εμπιστευτικότητα όλων των επιχειρηματικών απορρήτων που λαμβάνει κατά τη διάρκεια της εξέτασης.

99.
Όσον αφορά ιδιαίτερα τον «πραγματικό έλεγχο», εφαρμόζεται το ακόλουθο σκεπτικό.

100.
Κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων της, η αρμόδια αρχή αδειοδότησης μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ορισμένα στοιχεία που διαπιστώθηκαν δεν συνεπάγονται απώλεια του πραγματικού ελέγχου από τα κράτη μέλη ή τους υπηκόους τους, αλλά ότι πιθανές μελλοντικές εξελίξεις που σχετίζονται με τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν να έχουν τέτοια συνέπεια. Στις περιπτώσεις αυτές, η αρμόδια αρχή αδειοδότησης ίσως πρέπει να παρακολουθεί, στο πλαίσιο του τακτικού ελέγχου, δηλαδή της συμμόρφωσης της εν λόγω επιχείρησης προς τις απαιτήσεις του κανονισμού, την εξέλιξη των συγκεκριμένων στοιχείων. Στόχος είναι η εν λόγω αρχή να αντιληφθεί το συντομότερο δυνατό κάθε κατάσταση στην οποία ο/οι μέτοχος/-οι της ΕΕ δεν θα έχει/-ουν πλέον πραγματικό έλεγχο και συνεπώς δεν θα πληρούνται πλέον οι απαιτήσεις του κανονισμού.

101.
Όποτε η αρμόδια αρχή αδειοδότησης έχει ορισμένες επιφυλάξεις αυτού του είδους, χρειάζεται να τις παρακολουθεί. Όταν δεν μπορούν να διασκεδαστούν με άλλον τρόπο, η αρχή θα πρέπει να τις επισημαίνει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση.

102.
Εάν ως αποτέλεσμα η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποφασίσει να επιφέρει ορισμένες αλλαγές σε ό,τι αφορά την εταιρική της διακυβέρνηση ή άλλες σχετικές πτυχές, η κοινοποίηση ή η εκ νέου κοινοποίηση βάσει του κανονισμού συγκεντρώσεων μπορεί να καταστεί απαραίτητη σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού.

(2)  Ο κανονισμός ισχύει σε τρίτες χώρες όπου έχει ενσωματωθεί σε συμφωνίες που έχουν συναφθεί με την ΕΕ. Επί του παρόντος, αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της συμφωνίας ΕΟΧ (όσον αφορά τη Νορβηγία, την Ισλανδία και το Λιχτενστάιν) και της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών ΕΕ-Ελβετίας (ΕΕ L 114 της 30.4.2002). Παρόμοιες συμφωνίες μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης/εφαρμογής στο μέλλον. Για τους σκοπούς της ερμηνείας του άρθρου 4 στοιχείο στ) που δίνεται στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, η Ελβετία, η Νορβηγία, η Ισλανδία και το Λιχτενστάιν θεωρούνται κράτη μέλη της ΕΕ και οι υπήκοοί τους θεωρούνται υπήκοοι κρατών μελών της ΕΕ.
(3)  Στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί τον όρο «επιχειρήσεις» κατά την έννοια που ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του κανονισμού.
(4)  Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών (COM(2015) 598 final) της 7.12.2015.
(5)  Απόφαση 95/404/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 1995, σχετικά με διαδικασία βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2407/92 του Συμβουλίου («Swissair/Sabena») (ΕΕ L 239 της 7.10.1995, σ. 19).
(7)  Βλέπε σημείο ΧΙ, σ. 27 της απόφασης Swissair/Sabena.
(8)  Απόφαση Swissair/Sabena, σημείο XI.
(9)  Υπόθεση C-135/08, 2.3.2010, Rottmann, σκέψεις 39, 45, 48.
(10)  Η ύπαρξη δικαιωμάτων προαίρεσης ή τίτλων επιλογής που μπορεί να μεταβάλει την ισορροπία των συμμετοχών σε κάποια στιγμή στο μέλλον δεν αφορά το θέμα της κυριότητας επί του παρόντος. Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν ορισμένες περίπλοκες δομές στις οποίες η ύπαρξη δικαιωμάτων προαίρεσης μπορεί δυνητικά να καταστήσει άνευ αντικειμένου τα χαρακτηριστικά «ιδίου κεφαλαίου» μιας κατηγορίας μετοχών. Αυτές αξίζουν εκ του σύνεγγυς εξέταση. Εν πάση περιπτώσει, τα δικαιώματα προαίρεσης μπορεί να εγείρουν άμεσο ζήτημα όσον αφορά τον έλεγχο, αν η ύπαρξή τους απονέμει σε μειοψηφούντα μέτοχο δυνατότητα να επιβάλει τις αξιώσεις του στην επιχείρηση.
(12)  Αυτή η κατάσταση προκύπτει όταν, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού συγκεντρώσεων, μόνο «ένα» πρόσωπο αποκτά τον έλεγχο της επιχείρησης.
(13)  Για την αξιολόγηση του από κοινού ελέγχου βάσει του κανονισμού συγκεντρώσεων, συναφείς είναι οι διατάξεις της κωδικοποιημένης ανακοίνωσης της Επιτροπής για θέματα δικαιοδοσίας (ΕΕ C 95 της 16.4.2008, σ. 1).
(14)  Έστω, για παράδειγμα, επιχείρηση που έχει συνολικό μετοχικό κεφάλαιο ύψους 100 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων οι μέτοχοι της ΕΕ κατέχουν μερίδιο 60 εκατ. ευρώ και οι μέτοχοι τρίτων χωρών μερίδιο 40 εκατ. ευρώ. Οι μέτοχοι της ΕΕ έχουν παράσχει στην επιχείρηση μακροπρόθεσμο δάνειο με όρους αγοράς, ύψους 6 εκατ. ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο 10 % του μετοχικού τους μεριδίου. Προκειμένου να διατηρηθεί η ισορροπία των οικονομικών δεσμών, οι μέτοχοι τρίτων χωρών μπορούν επομένως μόνο να συνεισφέρουν μέγιστη πρόσθετη χρηματοδότηση (πέρα από τη συμμετοχή τους στο κεφάλαιο) ίση με το 10 % του μετοχικού τους μεριδίου (δηλαδή 4 εκατ. ευρώ).
(15)  Για παράδειγμα, επενδυτής χορηγεί εγγύηση σε τράπεζα και έτσι η τράπεζα είναι διατεθειμένη να χορηγήσει δάνειο.


ΝΕΑ Βιβλία για
Ε Ξ Ε Τ Α Σ Ε Ι Σ
Πιστοποιημένων Εκτελωνιστών


Ρωτήστε μας Τελωνειακά θέματα στο:
Να σας απαντήσουμε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου