Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Βασικός οδηγός της συμφωνίας για τη Δασμολογητέα Αξία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τελωνείων (ΠΟΤ) (Μάθημα 1) 26 Νοεμβρίου 2014


Βασικός οδηγός της συμφωνίας για τη Δασμολογητέα Αξία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τελωνείων (ΠΟΤ) (Μάθημα 1) 26 Νοεμβρίου 2014


ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ


Το παρόν φυλλάδιο επιμελήθηκε η Γραμματεία τoυ Παγκόσμιου Οργανισμού Τελωνείων (ΠΟΤ) με σκοπό την ενημέρωση των τελωνειακών υπαλλήλων και άλλων ενδιαφερομένων,
 όσον αφορά στη δασμολογητέα αξία, με βάση την Συμφωνία ΓΣΔΕ (GATT) τoυ 1994.

Λαμβανομένoυ υπόψη ότι το παρόν φυλλάδιο αποτελεί βοήθημα στοιχειώδους ενημέρωσης, περιέχονται σ’ αυτό μόνο οι τεχνικές διατάξεις της Συμφωνίας ήτοι: οι κυρίως Κανόνες προσδιορισμού της δασμολογητέας αξίας με τις έπ’ αυτών Ερμηνευτικές Σημειώσεις και οι ιδιαίτεροι Κανόνες που εφαρμόζονται στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Το πλήρες κείμενο της Συμφωνίας για την δασμολογητέα αξία καθώς και τα κείμενα που εκδόθηκαν από την Τεχνoκή Επιτροπή Δασμολογητέας και την Επιτροπή Δασμολογητέας Αξίας, μπορεί, ν’ αναζητηθούν στη Συλλογή για την Δασμολογητέα Αξία του ΠΟΤ.

Το φυλλάδιο συμπληρώνεται με ένθετο που περιέχει τα Κράτη - Μέλη που έχουν αποδεχθεί και εφαρμόζουν τη Συμφωνία ΓΣΔΕ (GATT  για τη δασμολογητέα αξία.

 Ιδρύθηκε το 1952 με το όνομα Συμβούλιο τελωνειακής Συνεργασίας


ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ VII ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΔΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΤΟΥ 1994


ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ


1. Η πρώτη βάση για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας στο πλαίσιο της παρούσης συμφωνίας είναι η συναλλακτική αξία όπως ορίζεται στο άρθρο 1.
Το άρθρο αυτό θα πρέπει να συνδυάζεται με το άρθρο 8, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων , προσαρμογές της πράγματι πληρωθείσης ή πληρωτέας τιμής, όταν ορισμένα ειδικά στοιχεία τα οποία θεωρούνται ότι απoτελούν μέρος της δασμολογητέας αξίας βαρύνούν τον αγοραστή αλλά δεν περιλαμβάνονται στην  πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα. για τα εισαγόμενα εμπορεύματα τιμή. Το άρθρο 8 προβλέπει ομοίως ότι περιλαμβάνονται στη συvαλλακτική αξία, ορισμένες παροχές του αγοραστή προς όφελος του πωλητού υπό μoρφή εμπορευμάτων ή ορισμένων υπηρεσιών μάλλον, παρά υπό μορφή χρημάτων. Τα άρθρα 2 μέχρι και 7 αναφέρουν τις μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας εάν ο καθορισμός αυτός δεν δύναται να γίνει κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1.

2. Όταν η δασμολογητέα αξία δεν δύναται να καθορισθεί κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1, η τελωνειακή διοίκηση και ο εισαγωγέας θα πρέπει κανονικώς να συνεργάζονται για να προσδιορίσουν τη βάση της αξίας κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2 ή 3. Είναι δυνατό να συμβεί, παραδείγματος χάρη. να κατέχει ο εισαγωγέας πληροφορίες που αφορούν τη δασμολογητέα αξία πανομοιότυπων ή ομοειδών εισαγομένων εμπορευμάτων. τις οποίες η τελωνειακή διοίκηση του τόπου εισαγωγής δεν διαθέτει αμέσως. Αντιστρόφως η τελωνειακή διοίκηση δύναται να έχει πληροφορίες που αφορούν τη δασμολογητέα αξία, πανομοιότυπων ή ομοειδών εισαγομένων εμπoρευμάτων , στις οποίες ο εισαγωγέας δεν έχει εύκολα πρόσβαση. Μία συvεργασία μεταξύ των δύο μερών καθιστά δυνατή την ανταλλαγή πληροφοριών. με τήρηση των υποχρεώσεων περί του εμπορικού απορρήτου, ώστε να καθορισθεί η ορθή βάση για την δασμολογητέα αξία.

3. Τα άρθρα 5 και 6 παρέχούν δύο βάσεις καθορισμoύ της δασμολογητέας αξίας όταν η αξία αυτή δα είναι δυνατό να καθορισθεί με βάση τη συναλλακτική αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων ή πανομοιότυπων ή ομοειδών εισαγομένων εμπορευμάτων. Δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 1, η δασμολογητέα αξία καθορίζεται με βάση την τιμή, στην οποία πωλούνται τα εμπορεύματα στην κατάσταση που εισήχθησαν στη χώρα εισαγωγής σε ένα αγοραστή ο οποίος δεν συνδέεται με τον πωλητή. Ο εισαγωγέας έχει ομοίως το δικαίωμα, με αίτησή του, να ζητήσει να καθορισθεί η αξία κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 των εμπορευμάτων τα οποία αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας ή μεταποιήσεως μετά την εισαγωγή. Δυνάμει του άρθρου 6 η δασμολογητέα αξία καθορίζεται βάσει της υπολογιζόμενης αξίας. Οι δύο αυτές μέθοδοι παρουσιάζούν ορισμένες δυσκολίες και, για το λόγο αυτό ο εισαγωγέας έχει το δικαίωμα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4, να επιλέξει τη σειρά με την οποία θα γίvει χρήση των δύο μεθόδων.

4. Το άρθρο 7 αναφέρει τον τρόπο καθορισμού της δασμολογητέας αξίας στις περιπτώσεις που ο καθορισμός αυτός δεν είναι δυνατός με βάση κανένα από τα προηγούμενα άρθρα.

Γενική Σημείωση


Διαδοχική εφαρμογή των μεθόδων καθορισμού της δασμολογητέας αξίας

1. Τα άρθρα 1 μέχρι και 7 όριζαν τον τρόπο, κατά τον οποίο πρέπει να καθορίζεται η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παρούσης συμφωνίας. Οι μέθοδοι καθορισμού της αξίας αναφέρονται κατά τη σειρά εφαρμογής τους. Η πρώτη μέθοδος για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ορίζεται στο άρθρο 1 και για τα εισαγόμενα εμπορεύματα πρέπει να καθορίζεται η αξία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού σε κάθε περίπτωση που πληρούνται οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις.

2. Όταν η δασμολογητέα αξία δεν δύναται να καθορισθεί κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1, συντρέχει περίπτωση εφαρμογής διαδοχικά των επομένων άρθρων μέχρι το πρώτο μεταξύ αυτών, άρθρο που θα καταστήσει δυνατό τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4, μόνο όταν η δασμολογητέα αυτή αξία δεν δύναται να καθορισθεί κατ' εφαρμογή ενός ορισμένου άρθρου, επιτρέπεται η εφαρμογή των διατάξεων του αμέσως επομένου άρθρου κατά τη σειρά εφαρμογής.

3. Σε περίπτωση πω ο εισαγωγέας δεν ζητά αντιστροφή της σειράς των άρθρων 5 και 6, πρέπει να τηρείται η κανονική σειρά εφαρμογής. Αν διατυπωθεί τέτοιο αίτημα. αλλά αποδεικνύεται εν συνεχεία αδύνατος ο καθορισμός της δασμολογητέας αξίας κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 , η δασμολογητέα αξία πρέπει να καθορισθεί κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 αν τούτο είναι δυνατό.

4. Αν η δασμολογητέα αξία δεν δύναται να καθορισθεί κατ' εφαρμογή κανενός από τα άρθρα 1 μέχρι και 6, πρέπει να καθορισθεί κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 7.

Εφαρμογή γενικά αποδεκτών λογιστικών αρχών


1. Οι "γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές" είναι εκείνες για τις οποίες σε μία χώρα και σε μία δεδομένη στιγμή, υφίσταται ανεγνωρισμένη συναίνεση ή σημαντική υποστήριξη από έγκυρες πηγές και βάσει των οποίων καθορίζεται ποιοι είναι οι οικονομικοί πόροι και υποχρεώσεις που πρέπει να καταχωρίζονται ως ενεργητικό και παθητικό, ποιες μεταβολές του παθητικού και του ενεργητικού πρέπει να καταχωρίζονται. πώς πρέπει να γίνεται η μέτρηση του ενεργητικού και του παθητικού, καθώς και των επερχομένων μεταβολών, ποιες πληροφορίες πρέπει να ανακοινώνονται και με ποιόν τρόπο και ποιες οικονομικές καταστάσεις πρέπει να συντάσσονται. Οι κανόνες αυτοί είναι δυνατό να αποτελούν ευρείες κατευθυντήριες αρχές γενικής εφαρμογής, καθώς και λεπτομερείς πρακτικές και διαδικασίες.

2. Για τους σκοπούς της παρούσης συμφωνίας η τελωνειακή διοίκηση κάθε Μέρους χρησιμοποιεί πληροφορίες που συλλέγονται κατά τρόπο συμβιβάσιμο με ης γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές στη συγκεκριμένη χώρα με βάση το οικείο άρθρο. Παραδείγματος χάρη, τα συνήθη κέρδη και γενικά έξοδα, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 5 καθορίζονται βάσει πληροφοριών που συλλέγονται κατά τρόπο συμβιβάσιμο με τις γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές στη χώρα εισαγωγής. Αντίθετα, τα συνήθη κέρδη και γενικά έξοδα, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 6, καθορίζονται βάσει πληροφοριών που συλλέγονται κατά τρόπο συμβιβάσιμο με τις γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές στη χώρα παραγωγής. Άλλο παράδειγμα , ο προσδιορισμός ενός στοιχείου αναφερομένου στο άρθρο 8 παράγραφος 1 περίπτωση β) , ο οποίος πραγματοποιείται στη χώρα εισαγωγής γίνεται βάσει πληροφοριών χρησιμοποιουμένων κατά τρόπο συμβιβάσιμο με τις γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές στη χώρα αυτή.

ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ  (συνέχεια)



Τα  Μέρη,

Έχοντας υπόψη τις Πολυμερείς εμπορικές διαπpαγματώσεις,

ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να επιτύχουν τους στόχους της Γ.Σ.Δ.Ε. του 1994 και να εξασφαλίσουν συμπληρωματικά πλεονεκτήματα στο διεθνές εμπόριο των αναπτυσσομένων χωρών

ΑNΑΓΝΩPIZONTΑΣ την σημασία των διατάξεων του άρθρου VII της Γ.Σ.Δ.Ε. του 1994 εrπθυμώντας να επεξεργασθούν κανόνες για την εφαρμογή τους για να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη ομοιομορφία και βεβαιότητα στην υλοποίησή τους.

ΑΝΑΓNΩPIZONTΑΣ την ανάγκη ενός δικαίου, ομοιομόρφου και ουδετέρου συστήματος καθορισμού της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, το οποίο να αποκλείει τη χρήση αυθαίρετων ή πλασματικών δασμολογητέων αξιών.

AΝΑΓΝΩPIZONTΑΣ. ότι η βάση της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων θα πρέπει να είναι, κατά το δυνατό η συναλλακτική αξία των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων .

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι η δασμολογητέα αξία θα πρέπει να καθορίζεται με:
κριτήρια απλά και δίκαια, συμβιβάσιμα προς την εμπορική πρακτική και ότι οι διαδικασίες καθορισμού της αξίας θα πρέπει να είναι γενικής εφαρμογής, χωρίς διακρίσεις μεταξύ πηγών εφοδιασμού

AΝΑΓΝΩPΙZONTΑΣ ότι οι διαδικασίες καθορισμού της αξίας δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση του ντάμπινγκ

Συμφώνησαν τα επόμενα :

Μέρος I


ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΑΣΜΟΛΟΓΗΤΕΑΣ ΑΞΙΑΣ


Άρθρο 1


1. Η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική, αξία, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής μετά από προσαρμογή που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 8, εφόσον.

α) δεν υφίστανται περιορtσμοί όσον αφορά τη μεταβίβαση ή τη χρησtμοποίηση των εμπopευμάτων από τον αγοραστή. εκτός από τους περιορισμούς οι οποίοι :

ι) επιβάλλονται ή απαιτούνται από το νόμο ή από τις δημόσιες αρχές της χώρας εισαγωγής,

ii) περιορίζουν τη γεωγραφική ζώνη στην οποία δύνανται να μεταπωληθούν τα εμπορεύματα ή

iii) δεν επηρεάζουν ουσιωδώς την αξία των εμπορευμάτων.


β) η πώληση ή η τιμή δεν εξαρτάται από προϋποθέσεις ή παροχές των οποίων η αξία δεν είναι δυνατό να καθορισθεί όσον αφορά τα υπ6 καθορισμό αξίας εμπορεύματα

γ) κανένα μtρος του προϊόντος κάθε μεταγενέστερης μεταπωλήσεως, μεταβιβάσεως ή χρησιμοποιήσεως των εμπορευμάτων από τον αγoραστή δεν περιέρχεται αμέσως ή εμμέσως στον πωλητή εκτός αν είναι δυνατό να γίνει κατάλληλη προσαρμογή  δυνάμει του άρθρου 8 και

δ) ο αγοραστής και ο πωλητής δεν συνδέονται μεταξύ τους, ή εάν συνδέονται η συναλλακτική αξία είναι αποδεκτή για δασμολογικούς σκοπούς  δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου


2. α) Για να καθορισθεί αν η συναλλακτική αξία είναι αποδεκτή για τους σκοπούς εφαρμογής της παραγράφου 1, το γεγονός ότι ο αγοραστής και ο πωλητής συνδέονται μεταξύ τους κατά την έννοια του άρθρου 15 δεν συνιστά αυτό καθεαυτό επαρκή αιτία ώστε να θεωρηθεί η απαλλακτική αξία ως απαράδεκτη. Σε τέτoια περίπτωση, εξετάζονται οι περιστάσεις περί την πώληση και η συναλλακτική  αξία γίνεται δεκτή εφ’ όσον οι σχέσεις αυτές δεν έχουν επηρεάσει την τιμή.  Εάν αφού ληφθούν υπόψη οι πληροφορίες που παρέχει ο εισαγωγέας ή οι οποίες συλλέγονται από άλλες πηγές. η τελωνειακή διοίκηση έχει λόγους να θεωρεί ότι οι σχέσεις αυτές επηρέασαν την τιμή να ανακοινώνει τους λόγους αυτoύς στον εισαγωγέα και του παρέxει εύλογη προθεσμία δυνατότητας απαντήσεως.
Κατόπιν αιτήσεως του εισαγωγέα,  οι λόγοι του ανακοινώνονται εγγράφως


β) σε μία πώληση μεταξύ συνδεομένων μεταξύ τoυς προσώπων , η συναλλακτική αξία γίνεται αποδεκτή και τα εμπορεύματα εκτιμώνται. σύμφώνα  με την παράγραφο 1, όταν ο εισαγωγέας αποδεικνύει ότι. η εν λόγω αξία προσεγγίζει πολύ μία από τις κατωτέρω αναφερόμενες αξίες, οι. οποίες . υφίστανται κατά την ίδια χρονική στιγμή ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή:

ι) συναλλακτική αξία επί πωλήσεων. προς αγοραστές μη συνδεομένους. πανομοιότυπων ή ομοειδών εμπορευμάτων, προς εξαγωγή με προορισμό την ίδια χώρα εισαγωγής

ιι) δασμολογητέα αξία πανομοιότυπων ή ομοειδών εμπορευμάτων, όπως καθορίζετάι κατ’ εφαρμογή τoυ άρΘpου 5

ιιι) δασμολογητέα αξία πανομοιότυπων ή ομοειδών εμπορευμάτων, όπως καθορίζεται κατ' εφαρμογή τoυ άρθρου 6.

Κατά την εφαρμoγή των προαναφερθέντων κριτηρίων., λαμβάνονται δεόντως υπόψη αποδεικνυόμενες διαφορές μεταξύ εμπορικών επιπέδων, ποσότητες. στοιχεία που απαριθμώνται στο άρθρο 8 και τα έξοδα που βαρύνουν τον πωλητή. επί πωλήσεων, στις οποίες.ο αγοραστής και ο πωλητής δεν συνδέονται μεταξύ τους και που δεν βαρύνουν τον πωλητή επί πωλήσεων στις οποίες ο αγοραστής και ο πωλητής συνδέονται μεταξύ τους.

γ) Τα κριτήρια πω αναφέρονται στη παράγραφο 2 περίπτωση β) πρέπει να χρησιμοποιούνται με πρωτoβουλία του εισαγωγέως και μόνο για σκοnojς συγκρίσεως. Δεν δύνανται να καθιερωθούν ως αξίες υποκαταστάσεως δυνάμει της παραγράφω 2 περίπτωση β).


Σημείωση σχετική με το άρθρο πρώτο.


Πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή

1. Η πράγματι. πληρωθείσα η πληρωτέα τιμή είναι η συνολική πληρωμή που έγινε ή πρόκειται να γίνει από τον αγοραστή προς τον πωλητή. ή υπέρ του πωλητού, για τα εισαγόμενα εμπορεύματα. Η πληρωμή δεν είναι. αναγκαίο να γίνεται. σε χρήμα. Είναι δυνατό να λάβει χώρα με πιστωτικούς τίτλους ή αξιόγραφα. Δύναται να πραγματοποιηθεί άμεσα ή έμμεσα.
Ενα παράδειγμα έμμεσης πληρωμής είναι η ολική ή μερική εξόφληση. από τον αγοραστή. ενός χρέους του πωλητή.

2. Οι δραστηριότητες τις οποίες αναλαμβάνει ο αγοραστής για δικό του λογαριασμό. εκτός από τις δραστηριότητες για τις οποίες προβλέπεται προσαρμογή στο άρθρο 8, δεν θεωρούνται ως έμμεση πληρωμή στον πωλητή, έστω και αν είναι δυνατό να Θεωρηθεί ότι ο πωλητής επωφελείται από αυτές.
Εξ.αυτού προκύπτει ότι για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας το κόστος των δραστηριοτήτων αυτών δεν προστίθεται στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή.

3. Η δασμολογητέα αξία δεν περιλαμβάνει τα έξοδα ή το κόστος που αναφέρονται κατωτέρω. υπό τον όρο ότι διακρίνονται από την πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εισαγόμενα εμπορεύματα τιμή

α) έξοδα σχετικά με εργασίες κατασκευής, εγκαταστάσεως, συναρμολογήσεως, συντηρήσεως ή τεχνικής βοήθειας, οι οποίες λαμβάνoυv χώρα μετά την εισαγωγή όσον αφορά τα εισαγόμενα εμπορεύματα. όπως εγκαταστάσεις, μηχανών ή βιομηχανικού υλικού.

β) κόστος μεταφοράς μετά την εισαγωγή

γ) δασμοί και φορολογικές επιβαρύνσεις της χώρας εισαγωγής.


4. Η πράγματι πληρωθείσα η πληρωτέα τιμή νοείται ως η τιμή των εισαγομένων εμπορευμάτων. Ετσι. η μεταφορά από τον αγοραστή στον πωλητή μερισμάτων και άλλων πληρωμών που δεν αφορούν τα εισαγόμενα εμπορεύματα δεν αποτελούν μέρος της δασμολογητέάς αξίας.

Πσρdγραφος 1 περίπτωση α) υπό iii)

Μεταξύ των περιορισμών πoυ δεν καθιστών απαράδεκτη μία πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή περιλαμβάνονται και οι περιορισμοί που δεν επηρεάζoυv ουσιωδώς την αξία των εμπορευμάτων. Τούτο δύναται να συμβεί, παραδείγματος χάρη, όταν ένας πωλητής ζητεί an6 έναν αγοραστή αυτοκινήτων να μη τα μεταπωλήσει ή να μη τα εκθέσει πριν από ορισμένη ημερομηνία, η οποία χαρακτηρίζει την έναρξη τoυ έτoυς για τα αντίστοιχα μοντέλα αυτοκινήτων.

Παράγραφος 1 περίπτωση β)

1. Εάν η πώληση ή η τιμή εξαρτώνται από όρους ή παροχές των οποίων η αξία,στην περίπτωση των υπ6 εκτίμηση εμπορευμάτων. δεν είναι δυνατό να καθορισθεί, η συναλλακτική αξία δεν γίνεται αποδεκτή για δασμολογικούς σκοπούς. Είναι δυνατό. να πρόκειται. παραδείγματος χάρη. για τις ακόλoυΘες περιπτώσεις :

α} ο πωλητής καθορίζει την τιμή των εισαγομένων εμπορευμάτων σε συνάρτηση με τον όρο ότι ο αγοραστής Θα αγοράσει και άλλα εμπορεύματα σε ορισμένες ποσότητες

β) η τιμή των εισαγομένων εμπορευμάτων εξαρτάται από την ή τις τιμές,στις οποίες ο αγοραστής των εισαγομένων εμπορευμάτων πωλεί άλλα εμπορεύματα στον πωλητή των εν λόγω εισαγομένων εμπορευμάτων .

γ} η τιμή καθορίζεται βάσει ενός τρόπου πληρωμής που δεν έχει σχέση με τα εισαγόμενα εμπορεύματα : παραδείγματος χάρη, όταν τα εισαγόμενα εμπορεύματα είναι ημιτελή προϊόντα. τα οποία διατίθενται από τον πωλητή υπ6 τον όρο ότι Θα δεχθεί ορισμένη ποσότητα ετοίμων προϊόντων

2. Εν τούτοις, όροι ή παροχές σχετικοί με την παραγωγή ή την εμπορία των εισαγομένων εμπορευμάτων δεν έχουν σαν αποτέλεσμα την απόρριψη της συναλλακτικής αξίας. Παραδείγματος χάρη, το γεγονός ότι ο αγοραστής παρέχει στον πωλητή εργασίες μηχανικής ή μηχανολογίας ή σχέδια εκτελούμενα στη χώρα εισαγωγής δεν έχει σαν αποτέλεσμα την απόρριψη της συναλλακτικής αξίας με βάση το άρθρο 1. Ομοίως εάν ο αγοραστής αναλαμβάνει για δικό του λογαριασμό έστω κα στο πλαίσιο συμφωνίας με τον πωλητή δραστηριότητες που αφορούν την εμπορία των εισαγομένων εμπορευμάτων, η αξία των δραστηριοτήτων αυτών δεν αποτελεί μέρος της  δασμολογητέας αξία και οι εν λόγω δραστηριότητες δεν έχουν σαν αποτέλεσμα την απόρριψη της συναλλακτικής αξίας.  

Παράγραφος 2

1. Οι παράγραφοι 2 περίπτωση α) και β) του άρθρου 1 προβλέπουν διάφορα μέσα για να προσδιορίσουν αν μια συναλλακτική αξία δύναται να γίνει αποδεκτή.

2 Η παράγραφος 2 περίπτωση α) προβλέπει ότι, ο αγοραστής και ο πωλητής συνδέονται μεταξύ τους, εξετάζονται οι περιστάσεις για την πώληση και η συναλλακτική αξία γίνεται δεκτή ως δασμολογητέα αξία εφόσον οι σχέσεις αυτές δεν έχουν επηρεάσει την τιμή. Τούτο δεν σημαίνει ότι οι συνθήκες της πωλήσεως θα έπρεπε να εξετάζονται κάθε φορά που ο αγοραστής και ο πωλητής συνδέονται μεταξύ τους. Η εξέταση αυτή απαιτείται μόνο όταν υπάρχει αμφιβολία ως προς τα αν πρέπει να γίνει αποδεκτή η τιμή. Όταν η τελωνειακή διοίκηση δεν έχει καμία αμφιβολία ότι η τιμή πρέπει να γίνει αποδεκτή η τιμή αυτή θα πρέπει να γίνει αποδεκτή χωρίς υποχρέωση για τον εισαγωγέα παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών. Παραδείγματος χάρη, η τελωνειακή διοίκηση είναι δυνατό να έχει εξετάσει προγενέστερα το ζήτημα των σχέσεων, ή να κατέχει ήδη λεπτομερείς πληροφορίες ως προς τον αγοραστή και τον πωλητή και να έχει πεισθεί, βάσει της εξετάσεως ή των πληροφοριών αυτών ,ότι οι σχέσεις δεν έχουν επηρεάσει την τιμή. 

3.  Όταν η τελωνειακή διοίκηση δεν είναι σε θέση να αποδεχθεί τη συναλλακτική αξία χωρίς συμπληρωματική έρευνα, θα πρέπει να δίδει στον εισαγωγέα τη δυνατότητα προσκόμισης όλων των άλλων λεπτομερών πληροφοριών που θα ήταν δυνατό να χρειασθούν προκειμένου να καταστεί δυνατή η εξέταση των συνθηκών τη ς πωλήσεως. Από την άποψη αυτή, η τελωνειακή διοίκηση θα πρέπει να είναι έτοιμη να εξετάσει τις κρίσιμες πλευρές της συναλλαγής, συμπεριλαμβανομένου και του τρόπου, κατά τον οποίο ο αγοραστής κα ο πωλητής οργανώνουν τις εμπορικές τους σχέσεις και του τρόπου κατά τον οποίο καθορίστηκε η εν λόγω τιμή, με σκοπό να προσδιορίσει εάν οι σχέσεις  έχουν επηρεάσει τη τιμή.

Αν είναι δυνατό να αποδειχθεί ότι ο αγοραστής και ο πωλητής αν και συνδεόμενοι κατά την έννοια του άρθρου 15, αγοράζουν και πωλούν ο ένας στον άλλον σαν να μην ήταν συνδεόμενοι μεταξύ τους, θα αποδεικνυόταν έτσι ότι οι σχέσεις δεν έχουν επηρεάσει την τιμή. Παραδείγματος χάρη, εάν η τιμή έχει διαμορφωθεί κατά τρόπο συμβιβάσιμο με τις κανονικές πρακτικές καθορισμού των τιμών στον εν λόγω κλάδο παραγωγής. Ή μ ε τον τρόπο, κατά τον οποίο ο πωλητής διαμορφώνει τις τιμές του, για πωλήσεις προς αγοραστές που δεν συνδέονται μ’ αυτόν, τούτο θα αποδείκνυε ότι οι σχέσεις δεν έχουν επηρεάσει την τιμή. Ομοίως εφόσον θα αποδεικνυόταν ότι η τιμή επαρκεί για την κάλυψη όλων των εξόδων και για την εξασφάλιση κέρδους αντιπροσωπευτικού του συνολικού κέρδους , το οποίο πραγματοποιεί η επιχείρηση κατά τη διάρκεια αντιπροσωπευτικής περιόδου (παραδείγματος χάρη επί ετησίας βάσεως) για πωλήσεις εμπορευμάτων της αυτής φύσεως ή το αυτού είδους, θα αποδεικνυόταν έτσι ότι δεν έχει επηρεασθεί η τιμή. 

4. Η παράγραφος 2 περίπτωση β) προβλέπει ότι ο εισαγωγέας έχει τη δυνατότητα να αποδείξει ότι η συναλλακτική αξία προσεγγίζει πολύ μια αξία «κριτήριο», την οποία έχει αποδειχθεί προγενεστέρα η τελωνειακή διοίκηση ότι, κατά συνέπεια, είναι αποδεκτή σύμφωνα με τις διατάξεις τoυ όρθρoυ 1.
Όταν πληρούται ένα από τα κριτήρια πoυ προβλέπονται στην παράγραφο 2 περίπτωση β), δεν είναι αναγκαίο να εξετασθεί το ζήτημα της επίπτωσης πoυ προβλέπεται στην παράγραφο 2 περίπτωση α) . Εάν η τελωνειακή διοίκηση κατέχει ήδη επαρκείς πληροφορίες ώστε να έχει πεισθεί, χωρίς λεπτομερέστερες έρευνες, ότι πληρούται ένα από τα κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 2 περίπτωση β), δεν υπάρχει λόγος να απαιτήσει από τον εισαγωγέα να αποδείξει ότι πληρούται το κριτήριο αυτό. Στην παράγραφο 2 περίπτωση β), η έκφραση «αγοραστές μη συνδεόμενοι» σημαίνει αγοραστές που δεν συνδέονται με τον πωλητή σε καμία ειδική περίπτωση.


Πcράγραφος 2 περίπτωση  β

Πρέπει να ληφθούν υπόψη ορισμένα στοιχεία για να καθορισθεί εάν μία αξία προσεγγίζει κατά πολύ μία άλλη αξία. Τέτοια στοιxεtα είναι ιδίως η φύση των εισαγομένων εμπορευμάτων, η φύση του οικείoυ κλάδcυ παραγωγής, η εποχή κατά την διάρκεια της οποίας εισάγονται τα εμπορε'jματα και εάν η διαφορά αξίας είναι χαρακτηριστική από άποψη εμπορική. Επειδή τα στοιχεία αυτά είναι δυνατό να ποικίλλουν από τη μία περίπτωση, στην άλλη, θα ήταν αδύνατο να εφαρμοσθεί σε όλες τις περιπτώσεις ένας ομοιόμορφος κανόνας, όπως ο κανόνας ενός σταθερού ποσοστού, παραδείγματος χάρη, για να προσδιορισθεί εάν η συναλλακτική αξία προσεγγίζει πολύ  τις άξίες κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 περίπτωση β), μία μικρή διαφορά αξίας θα ήταν δυνατό να είναι απαράδεκτη σε περίπτωση ορισμένου τύπου εμπορευμάτων, ενώ μια σημαντική διαφορά θα ήταν ίσως δυνατό να γίνει αποδεκτή σε περίπτωση άλλου τύπου εμπορευμάτων. 


Άρθρο 2


1.α) Εάν η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων δεν δύναται
να καθαρισθεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1, η δασμολογητέα αξία είναι η συναλλακτική αξία πανομοιότυπων  εμπορευμάτων, τα οποία πωλούνται για εξαγωγή με προορισμό την ίδια χώρα εισαγωγής και εξάγονται κατά την ίδια χρονική στιγμή ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα.

β) Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η δασμολογητέα αξία καθαρίζεται βάσει της συναλλακτικής αξίας πανομοισrυπων εμπορευμάτων, τα οποία πωλούνται στο ίδιο εμπορικό επίπεδο και στην ίδια oυσιαστικώς ποσότητα με τα υπό εκτίμηση.εμπορεύματα. Ελλείψει τέτοιων πωλήσεων, θα πρέπει να γίνεται χρήση της συναλλακτικής αξίας πανομοιότυπων εμπορευμάτων, τα οποία πωλούνται σε διαφορετικό εμπορικό επίπεδο ή/και σε διαφορετική ποσότητα, προσαρμοζόμενη ώστε να ληφθούν υπόψη οι ,διαφορές που είναι δυνατό να οφείλονται στο εμπορικό επίπεδο ή/και στην ποσότητα, υπό την προϋπόθεση ότι οι προσαρμογές αυτές, ανεξαρτήτως εάν καταλήγoυν σε αύξηση ή μείωση της αξίας, είναι δυνατό να βασίζονται επί προσκομιζομένων αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία να αποδεικνύουν σαφώς ότι οι προσαρμογές είναι εύλογες και ακριβείς.


2. Όταν το κόστος και οι δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 περιλαμβάνονται στη συναλλακτική αξία η αξία αυτή προσαρμόζεται για να ληφθούν υπόψη σημαvτικές διαφορές πoυ είναι δυνατό να υπάρχουv μεταξύ Toυ κόστoυς και των εξόδων που αφορούν, εφ’ ενός τα εισαγόμενα εμπορεύματα και αφ’ ετέρoυ. τα πανομοιότυπα μ’ αυτά εμπορεύματα, συvεπεία διαφορών στις αποστάσεις και στoυς τρόπους μεταφοράς.

3 Εάν κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου διαπιστωθούν περισσότερες από μία συναλλακτικές αξίες πανομοιότυπων εμπορευμάτων. πρέπει να ληφθεί υπόψη η κατώτερη συναλλακτική αξία για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων.


Σnμείωση  σχετική με το άρθρο 2

1. Κατά την εφαρμογή του άρθρου 2. η τελωνειακή διοίκηση αναφέρεται, όποτε: είναι δυνατόν, σε πώληση πανομοιότυπων εμπορευμάτων, η οποία πραγματοποιείται στο ίδιο εμπορικό επίπεδο και αφορά την ίδια oυσιαστικώς ποσότητα με την πώληση των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων. Ελλείψει τέτοιων πωλήσεων. είναι δυνατό να γίνει αναφορά σε πώληση πανομοιότυπων εμπορευμάτων, η οποία πραγματοποιείται υπό μία από τις ακόλoυθες τρεις περιστάσεις :
:
α) πώληση στο ίδιο εμπορικό επίπεδο, αλλά που αφορά διαφορετική ποσότητα

β) πώληση σε διαφορετικό εμπορικό επίπεδο, αλλά πoυ αφορά την ίδια ουσιαστικώς ποσότητα ή

γ) πώληση σε διαφορετικό εμπορικό εmπεδο, πoυ αφορά διαφορετική ποσότητα,


2. Εάν διεπιστώθη πώληση υπό οποιαδήποτε: από τις τρεις αυτές περιπτώσεις, γίνονται προσαρμογές για να ληφθεί υπόψη, κατά περίπτωση.

α) αποκλειστικώς, ο παράγων ποσότης

β) αποκλειστικώς, ο παράγων εμπορικό επίπεδο ή

γ) ταυτόχρονα ο παράγων εμπορικό επίπεδο και ο παράγων ποσότης.


3. Η διατύπωση ή/και παρέχει την ευχέρεια αναφοράς σε πωλήσεις και διενεργείας των αναγκαίων προσαρμογών υπό οποιαδήποτε: από τις τρεις περιστάσεις που περιγράφονται ανωτέρω.


4. Για το σκοπό του άρθρου 2, η συναλλακτική αξία πανομοιότυπων εισαγομένων εμπορευμάτων νοείται ως η δασμολογητέα αξία προσαρμοζόμενη σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 περίπτωση β) και 2 τoυ εν λόγω άρθρoυ, η οποία έχει γίνει ήδη αποδεκτή με βάση το άρθρο 1.

5. Προϋπόθεση κάθε προσαρμογής πραγματοποιούμενης λόγω διαφορών εμπορικού επιπέδου ή ποσότητας είναι ότι η προσαρμογή αυτή, ανεξάρτητα εάν συνεπάγεται την αύξηση ή την μείωση της αξίας, γίνεται μόνο βάσει προσκομιζομένων αποδεικτικών στοιχείων σαφώς ότι η προσαρμογή είναι εύλογη και ακριβής, παραδείγματος χάρη, γίνεται με βάση ισχύοντες τιμοκαταλόγους, στους οποίους περιλαμβάνονται τιμές που αφορούν διαφορετικά επίπεδα ή διαφορετικές ποσότητες. παραδείγματος χάρη, εάν τα υπό εκτίμηση  εισαγόμενα εμπορεύματα αποτελούν μία αποστολή δέκα μονάδων, ενώ τα μόνα πανομοιότυπα εισαχθέντα εμπορεύματα για τα οποία υπάρχει συναλλακτική αξία, επωλήθησαν σε ποσότητες των 500 μονάδων, αναγνωρίζεται δε ότι ο πωλητής χορηγεί εκπτώσεις λόγω ποσότητας, η αναγκαία προσαρμογή θα είναι δυνατό να γίνει με αναφορά στον τιμοκατάλογο του πωλητού και με χρήση της τιμής που ισχύει για πώληση δέκα μονάδων. Δεν είναι απαραίτητη, για το σκοπό αυτό, η ύπαρξη πωλήσεως δέκα μονάδων, εφόσον αποδεικνύεται, από πωλήσεις που αφορούν διαφορετικές ποσότητες, ότι ο τιμοκατάλογος είναι ειλικρινής. Ελλείψεις πάντως τέτοιου αντικειμενικού κριτηρίου, δεν προσήκει ο καθορισμός της δασμολογητέας αξίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2.      


Άρθρο 3


1.α) Εάν η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων δεν δύναται
να καθαρισθεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 και 2 , η δασμολογητέα αξία είναι η συναλλακτική αξία ομοειδών εμπορευμάτων, τα οποία πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό την ίδια χώρα εισαγωγής και τα οποία εξάγονται κατά την ίδια χρονική στιγμή ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα.

β) Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η δασμολογητέα αξία κα8σρίζεται βάσει της συναλλακτικής αξίας πανομοισrυπων εμπορευμάτων, τα οποία πωλούνται στο ίδιο εμπορικό επίπεδο και στην ίδια oυσlαστικώς ποσότητα με τα υπό εκτίμηση.εμπορεύματα. Ελλείψει τέτοιων πωλήσεων, θα πρέπει να γίνεται χρήση της συναλλακτικής αξίας πανομοιότυπων εμπορευμάτων, τα οποία πωλούνται σε διαφορετικό εμπορικό επίπεδο ή/και σε διαφορετική ποσότητα, προσαρμοζόμενη ώστε να ληφθούν υπόψη οι ,διαφορές που είναι δυνατό να οφείλονται στο εμπορικό επίπεδο ήίκqι στην ποσότητα, υπό την προϋπόθεση ότι οι προσαρμογές αυτές, ανεξαρτήτως εάν καταλήγoυν σε αύξηση ή μείωση της αξίας, είναι δυνατό να βασίζονται επί προσκομιζσμένων αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία να αποδεικνύουν σαφώς ότι οι προσαρμογές είναι εύλογες και ακριβείς.


2. Όταν το κόστος και οι δαπάνες που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 περιλαμβάνονται στη συναλλακτική αξία, η αξία αυτή προσαρμόζεται για να ληφθούν υπόψη σημαντικές διαφορές που είναι δυνατό να υπάρχουν μεταξύ του κόστoυς και των εξόδων που αφορούν αφ.ενός τα εισαγόμενα εμπορεύματα και αφ’ ετέρου, τα ομοειδή μ’ αυτά συνεπεία  διαφορών στις αποστάσεις και στους τρόπου μεταφοράς.

3. Εάν. κατά την εφαρμογή του παρόντός άρθρου, διαπιστωθούν περισσότερες από μία συναλλακτικές αξίες ομοειδών εμπορευμάτων, πρέπει να ληφθεί υπόψη η κατώτερη συναλλακτική αξία για τονI καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων.

Σημείωση σχετική με το άρθρο 3

1.       κατά την εφαρμογή του άρθρου 3, η τελωνειακή διοίκηση αναφέρεται όποτε είναι τούτο δυνατό, σε πώληση ομοειδών εμπορευμάτων, η οποία πραγματοποιείτε στο ίδιο εμπορικό επίπεδο και αφορά την ίδια ουσισαστικώς ποσότητα με την πώληση των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων. Ελλείψει τέτοιων πωλήσεων είναι δυνατό να γίνει αναφορά σε πώληση ομοειδών εμπορευμάτων, η οποία πραγματοποιείται υπό οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις:
α) Πώληση στο ίδιο εμπορικό επίπεδο, αλλά που αφορά διαφορετική ποσότητα.
Β) πώληση σε διαφορετικό εμπορικό επίπεδο , αλλά που αφορά την ίδια ουσιαστικώς ποσότητα ή
Γ) πώληση σε διαφορετικό εμπορικό επίπεδο, που αφορά διαφορετική ποσότητα    .

2. Εάν διεπιστώθη πώληση υπό οιαδήποτε από τις τρεις αυτές περιστάσεις γίνονται προσαρμογές για να ληφθεί υπόψη, κατά περίπτωση:

α) αποκλειστικώς ο παράγων ποσότης
β) αποκλειστικώς ο παράγων εμπορικό επίπεδο
γ) ταυτόχρονα ο παράγων εμπορικό επίπεδο και ο παράγων ποσότης

3. Η διατύπωση ή/και παρέχει την ευχέρεια αναφοράς σε πωλήσεις κα διενεργείας των αναγκαίων προσαρμογών υπό οποιαδήποτε από τις τρεις περιστάσεις που περιγράφονται ανωτέρω.

4. Για το σκοπό του άρθρου 3, η συναλλακτική αξία ομοειδών εισαγομένων εμπορευμάτων νοείται ως η δασμολογητέα αξία, προσαρμοσμένη σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 περίπτωση β) και 2 του εν λόγω άρθρου, η οποία έχει γίνει ήδη αποδεκτή με βάση το άρθρο 1.

5. Προϋπόθεση κάθε προσαρμογής πραγματοποιούμενης λόγω διαφορών εμπορικού επιπέδου ή ποσότητος είναι ότι η προσαρμογή αυτή, ανεξάρτητα εάν συνεπάγεται την αύξηση ή τη μείωση της αξίας, γίνεται μόνο βάσει προσκομιζομένων αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία να αποδεικνύουν σαφώς ότι η προσαρμογή είναι εύλογη και ακριβής, παραδείγματος χάρη, γίνεται με βάση ισχύοντες τιμοκαταλόγους στους οποίους περιλαμβάνονται τιμές που αφορούν διαφορετικά επίπεδα ή διαφορετικές ποσότητες. Παραδείγματος χάρη, εάν τα υπό εκτίμηση εισαγόμενα εμπορεύματα     αποτελούν μια αποστολή δέκα μονάδων , ενώ τα μόνο ομοειδή εισαχθέντα εμπορεύματα, για τα οποία υπάρχει συναλλακτική αξία επωλήθησαν σε ποσότητες των 500 μονάδων, αναγνωρίζεται δε ότι ο πωλητής χορηγεί εκπτώσεις λόγω ποσότητος., ή αναγκαία προσαρμογή θα είναι δυνατό να γίνει με αναφορά στον τιμοκατάλογος του πωλητού και με χρήση της τιμής που ισχύει για πώληση 10 μονάδων. Δεν είναι απαραίτητη, για το σκοπό αυτό, η ύπαρξη πωλήσεως δέκα μονάδων, εφόσον αποδεικνύεται, από πωλήσεις που αφορούν διαφορετικές ποσότητες. ότι ο τιμοκατάλογος είναι ειλικρινής. Ελλείψει πάντως τέτοιου αντικειμενικού κριτηρίου, δεν προσήκει ο καθορισμός της δασμολογητέας αξίας σύμφωνα με τις διατάξεις το άρθρου 3.      

Αρθρο 4

Εάν η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων δεν δύναται να καθορισθεί κατ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1,2 ή  3 η δασμολογητέα αξία καθορίζεται κατά εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 ή όταν η δασμολογητέα αξία δεν δύναται να καθορισθεί κατ εφαρμογή του άρθρου αυτού, κατ εφαρμογή του άρθρου 6 εν τούτοις κατόπιν αιτήσεως του εισαγωγέα, η σειρά εφαρμογής των άρθρων 5 και 6 αντιστρέφεται. 

Άρθρο 5

1. α) Εάν τα εισαγόμενα εμπορεύματα ή τα πανομοιότυπα ή ομοειδή εισαγόμενα πωλούνται στη χώρα εισαγωγής στην κατάσταση ου εισήχθησαν, η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων, η όποία καθορίζεται κατ εφαρμογή του παρόντος άρθρου βασίζεται επί της τιμής μονάδος που αντιστοιχεί στις πωλήσεις των εισαγομένων εμπορευμάτων ή των πανομοιότυπων ή ομοειδών εισαγομένων εμπορευμάτων, οι οποίες αντιπροσωπεύουν συνολικά τη μεγαλύτερη ποσότητα και γίνονται προς πρόσωπα που δεν συνδέονται με τους πωλητές, κατά τη χρονική στιγμή ή περίπου κατά τη χρονική στιγμή εισαγωγής των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων, υπό την επιφύλαξη της αφαιρέσεως των κατωτέρω στοιχείων:   


ι) των γενικών καταβαλλομένων ή συμφωνουμένων προμηθειών περιθωρίων γενικώς ισχυόντων για τα κέρδη και τα γενικά έξοδα για πωλήσεις στη χώρα αυτή, εισαγομένων εμπορευμάτων της αυτής φύσεως ή του είδους.

ιι) των συνήθων εξόδων μεταφοράς και ασφαλίσεως, καθώς και παρεμφερών εξόδων που γίνονται στη χώρα εισαγωγής.

Ιιι) κατά περίπτωση εξόδων προβλεπομένων στο άρθρο 8 παράγραφος 2 και

iv) των δασμών και λοιπών εθνικών φορολογικών επιβαρύνσεων που καταβάλλονται στη χώρα εισαγωγής, λόγω της εισαγωγής ΄της πωλήσεως των εμπορευμάτων.

β) Εάν ούτε τα εισαγόμενα  εμπορεύματα, ούτε τα πανομοιότυπα ή ομοειδή εισαγόμενα εμπορεύματα πωλούνται κατά τη χρονική στιγμή ή περίπου κατά τη χρονική στιγμή εισαγωγής των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων, η δασμολογητέα αξία βασίζεται, υπό την επιφύλαξη κατά τα λοιπά της παραγράφου 1 περίπτωση α) του παρόντος άρθρου, επί της τιμής μονάδος, στην οποία πωλούνται τα εισαγόμενα εμπορεύματα ήτα πανομοιότυπα ή ομοειδή εισαγόμενα εμπορεύματα στη χώρα εισαγωγής στην κατάσταση που εισήχθησαν κατά την πιο πρόσφατη, μετά την εισαγωγή των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων, ημερομηνία , εντός όμως ενενήντα ημερών από την εισαγωγή αυτή.      


2. Εάν ούτε τα εισαγόμενα, ούτε τα πανομοιότυπα η ομοειδή εισαγόμενα εμπορεύματα πωλούνται στη χώρα εισαγωγής, στην κατάσταση που εισήχθησαν, η δασμολογητέα αξία βασίζεται, κατόπιν αιτήσεως του εισαγωγέως επί της τιμής μονάδος που αντιστοιχεί στις πωλήσεις εισαγομένων εμπορευμάτων, οι οποίες αντιπροσωπεύουν συνολικά τη μεγαλύτερη ποσότητα και γίνονται, κατόπιν μεταγενέστερης επεξεργασίας ή μεταποιήσεως,προς πρόσωπα, στη χώρα εισαγωγής που δεν συνδέονται με τους πωλητές, αφού ληφθεί δεόντως υπόψη η αξία που προστίθεται λόγω της επεξεργασίας η της μεταποιήσεως και οι αφαιρέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 περίπτωση α) του παρόντος άρθρου.    

Σημείωση σχετική με το άρθρο 5

1.  Η έκφραση “τιμή μονάδος” που αντιστοιχεί στις πουλήσεις ………, οι οποίες αντιπροσωπεύουν συνολικά τη μεγαλύτερη ποσότητα “νοείται ως η τιμή, στην οποία πωλείται ο μεγαλύτερος αριθμός μονάδων επί πωλήσεων προς πρόσωπα που δεν συνδέονται με τα πρόσωπα από τα οποία αγοράζουν τα εν λόγω εμπορεύματα, στο πρώτο μετά την εισαγωγή εμπορικό επίπεδο, στο οποίο πραγματοποιούνται οι πωλήσεις αυτές.

2. Παραδείγματος χάρη: εμπορεύματα πωλούνται βάσει τιμοκατάλογο, ο οποίος περιλαμβάνει ευνοϊκές τιμές μονάδος για αγορές σχετικά μεγάλων ποσοτήτων


Ποσότης κατά πώληση
Τιμή μονάδος
Αριθμός πωλήσεων
Συνολική ποσότης πωλούμενη σε κάθε τιμή
1 έως 10 μονάδες
100
10 πωλήσεις των
5 μονάδων
5 πωλήσεις των
3 μονάδων
65
11 έως 25 μονάδες
95
5 πωλήσεις των
11 μονάδων
55
Πλέον των 25 μονάδων
90
1 πώληση των
30 μονάδων
1 πώληση των
50 μονάδων
80


Ο μεγαλύτερος αριθμός μονάδων που πωλούνται σε δεδομένη τιμή είναι 80 κατά συνέπεια η τιμή μονάδος που αντιστοιχεί στις πωλήσεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν συνολικά τη μεγαλύτερη ποσότητα είναι 90.

3. Άλλο παράδειγμα: πραγματοποιούνται δύο πωλήσεις. Στη πρώτη πωλούνται 500 μονάδες με τιμή 95 νομισματικών μονάδων η κάθε μία. Στη δεύτερη 400 μονάδες πωλούνται με τιμή 90 μονάδων η κάθε μία. Στο παράδειγμα αυτό, ο μεγαλύτερος αριθμός μονάδων που πωλούνται σε δεδομένη τιμή είναι 500 κατά συνέπεια η τιμή μονάδος που αντιστοιχεί στην πώληση η οποία αντιπροσωπεύει συνολικά τη μεγαλύτερη ποσότητα είναι 95. 

4. Τρίτο παράδειγμα:

Α) πωλήσεις

Ποσότης κατά πώληση
Τιμή μονάδος
40
100
30
90
15
100
50
95
25
105
35
90
5
100


Β) Συνολικά ποσά
Συνολική πωληθείσα Ποσότης
Τιμή μονάδος
65
90
50
95
60
100
25
105

Στο παράδειγμα αυτό, ο μεγαλύτερος αριθμός μονάδων που πωλούνται σε δεδομένη τιμή είναι 65 κατά συνέπεια η τιμή μονάδος που αντιστοιχεί στις πωλήσεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν συνολικά τη μεγαλύτερη ποσότητα είναι 90.

5. Μια πώληση πραγματοποιούμενη στη χώρα εισαγωγής, υπό τις προϋποθέσεις που περιγράφονται στη ανωτέρω παράγραφο 1,προς πρόσωπα που παρέχει άμεσα ή έμμεσα και αδαπάνως ή με μειωμένο κόστος. Οποιοδήποτε από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 περίπτωση β), προκειμένου να χρησιμοποιηθεί τούτο στην παραγωγή και στη πώληση προς εξαγωγή των εισαγόμενων εμπορευμάτων, δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της τιμής μονάδος και το σκοπό του άρθρου 5.  

6. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα κέρδη και γενικά έξοδα που προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 18α πρέπει να νοηθεί ως ένα σύνολο. Το ποσό που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την αφαίρεση αυτή.θα πρέπει να καθορίζεται βάσει των πληροφοριών που παρέχονται από τον εισαγωγέα ή επ΄ ονόματί του, εκτός εάν τα ποσά του εισαγωγέως δεν συμφωνούν με τα ποσά που αντιστοιχούν κανονικώς στις πωλήσεις στη χώρα εισαγωγής εισαγομένων εμπορευμάτων της αυτή φύσεως ή του αυτού είδους. Όταν τα ποσά του εισαγωγέως δεν συμφωνούν με τα τελευταία αυτά ποσά. Το ποσό του πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τα κέρδη και τα γενικά έξοδα δύναται να βασίζεται επί καταλλήλων πληροφοριών πλην εκείνων οι οποίες έχουν παρασχεθεί από τον εισαγωγέα ή επ΄ ονόματί του.  

7. Τα «γενικά έξοδα» περιλαμβάνουν το άμεσο και έμμεσο κόστος εμπορίας των εν λόγω εμπορευμάτων.

8. Οι τοπικοί φόροι, οι οποίοι καταβάλλονται λόγω της πωλήσεως των εμπορευμάτων και για τους οποίους δεν γίνεται αφαίρεση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5 παράγραφος 1 περίπτωση α) υπό iv). Πρέπει να αφαιρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 1 περίπτωση α) υπ I).

9. Για να προσδιορισθούν οι συνήθεις προμήθειες ή κέρδη και γενικά έξοδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 1, το ζήτημα εάν ορισμένα εμπορεύματα είναι της αυτής φύσεως ή του αυτού είδους με άλλα εμπορεύματα πρέπει να επιλύεται σε κάθε περίπτωση χωριστά λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων. Θα πρέπει να γίνεται εξέταση των πωλήσεων, στη χώρα εισαγωγής,,της στενότητας ομάδος ή σειράς εισαγομένων εμπορευμάτων της αυτής φύσεως ή το αυτού είδους,σ την οποία περιλαμβάνονται και τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα, για τα οποία δύνανται να παρασχεθούν οι αναγκαίες πληροφορίες. Για το σκοπό του άρθρου 5 τα α»εμπορεύματα της αυτής φύσεως ΄του αυτού είδους» περιλαμβάνουν τα εμπορεύματα που εισάγονται από την ίδια χώρα με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα, καθώς και τα εμπορεύματα που εισάγονται με προέλευση από άλλες χώρες.

10. Για το σκοπό του άρθρου 5 παράγραφος 1 περίπτωση β), η «πιο πρόσφατη ημερομηνία» είναι η ημερομηνία κατά την οποία τα εισαγόμενα εμπορεύματα ή τα πανομοιότυπα ή ομοειδή εισαγόμενα εμπορεύματα πωλούνται σε ποσότητα επαρκή ώστε να είναι δυνατός ο προσδιορισμός της τιμής μονάδος.

11. Όταν γίνεται χρήση της μεθόδου του άρθρου 5, οι εκπτώσεις που γίνονται για να ληφθεί υπόψη η προστιθέμενη, λόγω μεταγενέστερης κατεργασίας ή μεταποιήσεως αξία θα βασίζονται επί δεδομένων αντικειμενικών και δυνάμενων να αποτιμηθούν σχετικώς με το κόστος της εργασίας αυτής. Οι υπολογισμοί θα πραγματοποιούνται βάσει τύπων, τρόπων και μεθόδων υπολογισμού που γίνονται δεκτοί στον οικείο κλάδο παραγωγής καθώς και βάσει των λοιπών πρακτικών του κλάδου αυτού.

12 Αναγνωρίζεται ότι η μέθοδος καθορισμού της δασμολογητέας αξίας που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 δεν θα ήταν κανονικώς δυνατό να εφαρμοσθεί σε περίπτωση που εν συνεχεία μεταγενέστερης κατεργασίας ή τελειοποιήσεως, τα εισαγόμενα εμπορεύματα απώλεσαν την ταυτότητά τους. Εν τούτοις, είναι δυνατό να υφίστανται περιπτώσεις κατά τις οποίες, αν και τα εισαγόμενα εμπορεύματα απώλεσαν την ταυτότητα τους, η προστιθέμενη , λόγω της κατεργασίας μεταποιήσεως αξία δύναται να καθορισθεί με ακρίβεια χωρίς υπερβολική δυσκολία. Αντιστρόφως είναι δυνατό να παρουσιασθούν περιπτώσεις, κατά τις οποίες τα εισαγόμενα εμπορεύματα διατηρούν την ταυτότητά τους, αλλά αποτελούν τόσο ασήμαντο μέρος των εμπορευμάτων που πωλούνται στη χώρα εισαγωγής ώστε δε θα εδικαιολογείτο η χρήση αυτής της μεθόδου εκτιμήσεως, Ενόψει των ανωτέρω παρατηρήσεων οι περιστάσεις του τύπου αυτού πρέπει να εξετάζονται περίπτωση προς περίπτωση.  

Άρθρο 6


1. Η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων που καθορίζεται κατ εφαρμογή του παρόντος άρθρου βασίζεται επί υπολογιζόμενης αξίας. Η υπολογιζόμενη αξία ισούται προς τα  άθροισμα:
α) του κόστους ή της αξίας των υλών και των εργασιών κατασκευής ή άλλων εργασιών που υπεισέρχονται στη παραγωγή των εισαγομένων εμπορευμάτων
β) ενός ποσού για κέρδη και γενικά έξοδα ίσου προς το ποσό που υπεισέρχεται γενικώς στις πωλήσεις εμπορευμάτων της ίδιας φύσεως ή του ίδιου είδους με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα, οι οποίες γίνονται από παραγωγούς της χώρας εξαγωγής προς εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής.
Γ) του κόστους ή της αξίας κάθε άλλης δαπάνης , ή οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη ανάλογα με τη επιλογή ως προς τη εκτίμηση,στην οποία προβαίνει κάθε μέρος δυνάμει του  άρθρου 8 παράγραφος 2.

2. Κανένα Μέρος δεν δύναται να απαιτεί ή να υποχρεώνει ένα πρόσωπο που δεν κατοικεί στο έδαφός του να προσκομίζει προς εξέταση λογιστικά στοιχεία ή άλλα έγγραφα ή να επιτρέπει τη εξέταση λογιστικών στοιχείων ή άλλων εγγράφων, για τους σκοπούς του καθορισμού της υπολογιζόμενης αξίας. Εν τούτοις, οι πληροφορίες που παρέχονται από τον παραγωγό των εμπορευμάτων για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας κατ΄ εφαρμογή του παρόντος άρθρου είναι δυνατό να επαληθεύονται σε άλλη χώρα από τις αρχές της χώρας εισαγωγής, με σύμφωνη γνώμη του παραγωγού και υπό την προϋπόθεση ότι οι αρχές αυτές προειδοποιούν εντός επαρκούς προθεσμίας την κυβέρνηση της εν λόγω χώρας, η τελευταίο δε δεν εναντιώνεται στην έρευνα.   

 Σημείωση σχετική με το άρθρο 6

1. Κατά γενικό κανόνα, η δασμολογητέα αξία καθορίζεται, δυνάμει της παρούσης συμφωνίας, βάσει πληροφοριών αμέσως διαθεσίμων στη χώρα εισαγωγής. Εν τούτοις για να καθορισθεί μια υπολογιζόμενη αξία, είναι δυνατό να καταστεί αναγκαία η εξέταση των εξόδων παραγωγής των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων και άλλων πληροφοριών που θα πρέπει να ληφθούν εκτός της χώρας εισαγωγής. Εξάλλου,σ τις περισσότερες περιπτώσεις. Ο παραγωγός των εμπορευμάτων δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των αρχών της χώρας εισαγωγής, η χρήση της μεθόδου της υπολογιζόμενης αξίας περιορίζεται, γενικώς.σ τις περιπτώσεις όπου ο αγοραστής και ο πωλητής συνδέονται μεταξύ τους και ο παραγωγής είναι διατεθειμένος να ανακοινώσει στις αρχές της χώρας εισαγωγής τα απαραίτητα στοιχεία για τον προσδιορισμό των εξόδων και τα να τους παράσχει διευκολύνσεις για κάθε μεταγενέστερο έλεγχο που α ήταν δυνατό ν΄ απαιτηθεί.

2. Το «κόστος ή η αξία « που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 περίπτωση α) πρέπει να καθορίζεται βάσει πληροφοριών σχετικών με την παραγωγή των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων, οι οποίες παρέχονται από τον παραγωγό ή επ΄ ονόματι του. Βασίζεται επί των εμπορικών λογιστικών στοιχείων του παραγωγού, υπό τον όρο ότι τα λογιστικά αυτά στοιχεία συμβιβάζονται με τις γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές που εφαρμόζονται στη χώρα παραγωγής των εμπορευμάτων.

3. το «κόστος ή η αξία» περιλαμβάνει το κόστος των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 περίπτωση α) υπό ii) και  iii). Περιλαμβάνει επίσης ην αξία, επιμεριζόμενη δεόντως, με τις πρέπουσες αναλογίες, σύμφωνα με της σημείωση τη σχετικά με το άρθρο 8, κάθε στοιχείου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περίπτωση β) του εν λόγω άρθρου το οποίο έχει παρασχεθεί, άμεσα ή έμμεσα,από τον αγοραστή για να χρησιμοποιηθεί κατά την παραγωγή των εισαγομένων εμπορευμάτων. Η αξία των εργασιών που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 περίπτωση β)  υπό iv) , οι οποίες εκτελούνται εντός της χώρας εισαγωγής, περιλαμβάνεται μόνο στα μέτρο που οι εργασίες αυτές επιβαρύνουν τον παραγωγό. Εννοείται ότι δεν πρέπει να υπολογίζεται δύο φόρές κατά τον καθορισμό της υπολογιζόμενης αξίας, το κόστος ή η αξία κανενός από τα στοιχεία που προβλέπονται στη παράγραφο αυτή.       

4. Το «ποσό για τα κέρδη και γενικά έξοδα» που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 περίπτωση β) πρέπει να καθορίζεται βάσει πληροφοριών παρεχομένων από τον παραγωγό ή επ' ονόματί του, εκτός εάν τα ποσά που ανακοινώνει δεν συμφωνούν με εκείνα που αντιστοιχούν κανονικώς στις πωλήσεις εμπορευμάτων της αυτής φύσεως ή του αυτού είδους με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα, οι οποίες πραγματοποιούνται από παραγωγούς της χώρας εξαγωγής προς εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής.

5. Πρέπει να σημειωθεί, ως προς το θέμα αυτό, ότι το «ποσό για τα κέρδη και γενικά έξοδα» πρέπει να θεωρείται ως ενιαίο σύνολο. Κατά συνέπεια, εάν σε μια ειδική περίπτωση, το κέρδος του παραγωγού είναι ασήμαντο και τα γενικά του έξοδα μεγάλα, το κέρδος του και τα γενικά του έξοδα λαμβανόμενα ως σύνολο δύνανται παρά ταύτα να είναι σύμφωνα με εκείνα που αντιστοιχούν κανονικώς στις πωλήσεις εμπορευμάτων της αυτή φύσεως ή του αυτού είδους. Τούτο θα ήταν δυνατό να συμβεί παραδείγματος χάρη, εάν ένα προϊόν εισάγεται για πρώτη φορά στην αγορά της χώρας εισαγωγής και ο παραγωγός αρκείται σε κέρδος μηδενικό ή ασήμαντο για να αντισταθμίσει τα υψηλά γενικά έξοδα που προκαλούνται από την εισαγωγή αυτή. Όταν ο παραγωγός δύναται να αποδείξει ότι έχει ασήμαντο κέρδος επί των πωλήσεων των εισαγομένων εμπορευμάτων λόγω ειδικών εμπορικών περιστάσεων, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη τα ποσά των πραγματικών κερδών του, υπό τον όρο ότι ο παραγωγός προβάλλει βάσιμους εμπορικούς λόγους για τη δικαιολόγηση τους και η πολιτική τιμών που ακολουθεί εκφράζει τη συνήθη πολιτική τιμών του οικείου κλάδου παραγωγής. Τούτο θα ηδύνατο να συμβεί παραδείγματος χάρη, σε περίπτωση που οι παραγωγοί αναγκάστηκαν να μειώσουν προσωρινώς τις τιμές τους λόγω απρόβλεπτης ελαττώσεως της  ζητήσεως ή σε περίπτωση που πωλούν εμπορεύματα για να συμπληρώσουν μια σειρά εμπορευμάτων παραγομένων στη χώρα εισαγωγής, αρκούνται δε σε ασήμαντο κέρδος για να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητα τους. Όταν τα ποσά των κερδών και των γενικών εξόδων που παρέχονται από τον παραγωγό δεν είναι σύμφωνα με εκείνα που αντιστοιχούν κανονικώς στις πωλήσεις εμπορευμάτων τα αυτής φύσεως ή του αυτού είδους με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα, οι οποίες πραγματοποιούνται από παραγωγούς της χώρας εξαγωγής προς εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής, το ποσό των κερδών και γενικών εξόδων δύναται να βασίζεται επί καταλλήλων πληροφοριών πλην εκείνων που παρέχονται από τον παραγωγό των εμπορευμάτων ή επ’ ονόματί του.

6. Όταν για τον καθορισμό της υπολογιζόμενης αξίας γίνεται χρήση άλλων πληροφοριών εκτός από εκείνες που έχουν παρασχεθεί από τον παραγωγό ή για λογαριασμό του οι αρχές της χώρας εισαγωγής πληροφορούν τον εισαγωγέα κατόπιν αιτήσεως του, περί της πηγής των πληροφοριών αυτών, περί των στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν και περί των υπολογισμών που πραγματοποιήθηκαν βάσει των στοιχείων αυτών, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 10.

7. Τα «γενικά έξοδα» που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 περίπτωση β) περιέχουν το άμεσο κόστος παραγωγής και εμπορίας των προς εξαγωγή εμπορευμάτων που δεν περιλαμβάνονται βάσει της περιπτώσεως α) της εν λόγω παραγράφου.

8. Για να προσδιορισθεί εάν ορισμένα εμπορεύματα είναι "της αυτής φύσεως ή του αυτού είδους» με άλλα εμπορεύματα πρέπει να εξετάζεται κάθε περίπτωση χωριστά, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων. Για να καθοριστούν τα συνήθη κέρδη και γενικά έξοδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, θα πρέπει να γίνει εξέταση των πωλήσεων προς εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής της στενότερης ομάδος ή σειράς εμπορευμάτων, στην όποια περιλαμβάνονται τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα, για τα οποία είναι δυνατό να παρασχεθούν οι αναγκαίες πληροφορίες. Για το σκοπό του άρθρου 6 τα «εμπορεύματα της αυτής φύσεως ή του αυτού είδους» πρέπει να προέρχονται από την ίδια χώρα με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα.


Άρθρο 7


1. Εάν η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων δεν δύναται να καθορισθεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων  1 μέχρι και 6, καθορίζεται με εύλογα μέσα συμβιβάσιμα προς τις αρχές και τις γενικές διατάξεις της παρούσης συμφωνίας και του άρθρου VII της ΓΣΔΕ του 1994 και βάσει των διαθεσίμων στη χώρα εισαγωγής στοιχείων.

2. Η δασμολογητέα αξία που καθορίζεται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου δεν βασίζεται:

Α) επί της τιμής πωλήσεως, στη χώρα εισαγωγής εμπορευμάτων που παράγονται στη χώρα αυτή

Β) επί ενός συστήματος που προβλέπει την αποδοχή για δασμολογικούς σκοπούς, της υψηλότερης μεταξύ δύο εναλλακτικών αξιών

Γ) επί της τιμής εμπορευμάτων στην εσωτερική αγορά της χώρας εξαγωγής

Δ) επί του κόστους παραγωγής διαφόρου  από τις υπολογιζόμενες αξίες που έχουν καθορισθεί για πανομοιότυπα ή ομοειδή εμπορεύματα σύμφωνα με το άρθρο 6

Ε) επί της τιμής εμπορευμάτων πωλουμένων προς εξαγωγή με προορισμό άλλη χώρα εκτός από τη χώρα εισαγωγής

Στ) επί ελαχίστων δασολογικών αξιών
Ζ) επί θεωρητικών ή πλασματικών αξιών

3. Κατόπιν αιτήσεως του ο εισαγωγέας πληροφορείται εγγράφως περί της δασμολογητέας αξίας που έχει καθορισθεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και περί της μεθόδου της οποίας έγινε χρήση για τον καθορισμό της.

Σημείωση σχετική με το άρθρο 7

1. Οι δασμολογητέες αξίες που καθορίζονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 7 θα πρέπει να βασίζονται όσο το δυνατό περισσότερο, επί δασμολογητέων αξιών που έχουν καθορισθεί προγενέστερα.

2. Οι μέθοδοι εκτιμήσεως των οποίων πρέπει να γίνεται χρήση δυνάμει το άρθρου 7 θα πρέπει να είναι οι οριζόμενες από τα άρθρα 1 μέχρι και 6, αλλά μια εύλογη ελαστικότητα κατά την εφαρμογή των μεθόδων αυτών θα ήταν σύμφωνη με τους στόχους και τις διατάξεις του άρθρου 7.

3. Μερικά παραδείγματα θα καταδείξουν τι σημαίνει εύλογη ελαστικότητα:
Α) Εμπορεύματα πανομοιότυπα: Η διάταξη κατά την οποία τα πανομοιότυπα εμπορεύματα πρέπει να εξάγονται κατά την ίδια χρονική στιγμή ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα θα ήταν δυνατό να ερμηνευθεί με ελαστικότητα: πανομοιότυπα εισαγόμενα εμπορεύματα, τα οποία παράγονται σε άλλη χώρα, πλην της χώρας εξαγωγής των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων, θα ήταν δυνατό να αποτελέσουν τη βάση της τελωνειακής εκτιμήσεως θα ήταν δυνατό να γίνει χρήση της δασμολογητέας αξίας πανομοιότυπων εισαγομένων εμπορευμάτων, η οποία έχει ήδη καθορισθεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 5 ή 6.

Β) Εμπορεύματα ομοειδή: Η διάταξη κατά την οποία ομοειδή εμπορεύματα πρέπει να εξάγονται κατά την ίδια στιγμή  ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα θα ήταν δυνατό να ερμηνευθεί με ελαστικότητα: ομοειδή εισαγόμενα εμπορεύματα παραγόμενα σε άλλη χώρα πλην της χώρας εξαγωγής των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων, θα ήταν δυνατό να αποτελέσουν τη βάση της τελωνειακής εκτιμήσεως θα ήταν δυνατό να γίνει χρήση της δασμολογητέας αξίας ομοειδών εισαγομένων εμπορευμάτων, η οποία έχει ήδη καθορισθεί κατ’ εφαρμογή των άρθρων 5 ή 6.
  

γ) Αφαιρετική μέθοδος: Η διάταξη κατά την οποία τα εμπορεύματα πρέπει να έχουν πωληθεί στην κατάσταση που εισήχθησαν ή οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 περίπτωση α), θα ήταν δυνατό να ερμηνευθεί με ελαστικότητα ή προθεσμία των ενενήντα ημερών θα ήταν δυνατό να εφαρμόζεται με ελαστικότητα.


Άρθρο 8


1. Για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας κατ’εφαρμογή του άρθρου 1, στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εισαγόμενα εμπορεύματα τιμή προστίθενται:

α) τα ακόλουθα,στοιχεία, στο μέτρο που βαρύνουν τον αγοραστή αλλά δεν έχουν περιληφθεί στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή:
ι) προμήθειες και έξοδα μεσιτείας, με εξαίρεση τις προμήθειες αγοράς 
ιι) προμήθειες των ειδών συσκευασίας, τα οποία από τελωνειακής πλευράς θεωρούνται ότι αποτελούν ένα σύνολο με το εμπόρευμα.
Ιιι) κόστος των ειδών συσκευασίας, το οποίο περιλαμβάνει τόσο τα εργατικά, όσο και τα υλικά

Β) η αξία, επιμεριζόμενη με τον κατάλληλο τρόπο, των κατωτέρω προϊόντων και υπηρεσιών, εφόσον παρέχονται άμεσα ή έμμεσα από τον αγοραστή, αδαπάνως ή με μειωμένο κόστος, και χρησιμοποιούντα κατά την παραγωγή και την πώληση προς εξαγωγή των εισαγομένων εμπορευμάτων, στο μέτρο που η αξία αυτή δεν έχει περιληφθεί στη πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή: 
Ι) ύλες, συστατικά, μέρη και παρόμοια στοιχεία που έχουν ενσωματωθεί στα εισαγόμενα εμπορεύματα 
ii) εργαλεία, μήτρες, καλούπια και παρόμοια είδη που χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγή των εισαγομένων εμπορευμάτων
ιιι) ύλες που έχουν καταναλωθεί κατά την παραγωγή των εισαγομένων εμπορευμάτων
iv) εργασίες μηχανικής ή μηχανολογίας, μελέτης, τέχνης σχεδιασμού, σχεδίων και ιχνογραφημάτων οι οποίες γίνονται εκτός της χώρας εισαγωγής και είναι αναγκαίες για την παραγωγή των εισαγόμενων εμπορευμάτων

γ) τα royalties και τα δικαιώματα άδειας σχετικά με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα, τα οποία κατά τους όρους της πωλήσεως των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων,υποχρεούται να καταβάλει ο αγοραστής είτε άμεσα είτε έμμεσα στο μέτρο  που αυτά τα royalties και δικαιώματα αδείας δεν έχουν περιληφθεί στη πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή.

Δ) η αξία κάθε μέρους του προϊόντος μεταγενέστερης μεταπωλήσεως, μεταβιβάσεως ή χρησιμοποιήσεως των εισαγομένων εμπορευμάτων που περιέρχεται άμεσα ή έμμεσα στον πωλητή


2. Κατά την κατάρτιση της νομοθεσίας του, κάθε Μέρος θα λάβει μέτρα για να περιλάβει στη δασμολογητέα αξία, ή για να αποκλείσει από αυτήν εν όλω ή εν μέρει τα εξής στοιχεία:

α) τα έξοδα μεταφοράς των εισαγόμενων εμπορευμάτων μέχρι το λιμένα ή τον τόπο εισαγωγής
β) τα έξοδα φορτώσεως, εκφορτώσεως και εργασιών διαφυλάξεως των εμπορευμάτων που είναι συναφή με τη μεταφορά των εισαγόμενων εμπορευμάτων, μέχρι το λιμένα ή τον τόπο εισαγωγής και 

γ) το  κόστος της ασφαλίσεως

3. κάθε στοιχείο που προστίθεται κατ’εφαρμογή του παρόντος άρθρου στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή βασίζεται αποκλειστικά σε αντικειμενικά δεδομένα που είναι δυνατό να αποτιμηθούν

4. Για το καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, κανένα στοιχείο δεν προστίθεται στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή, με εξαίρεση τα στοιχεία που προβλέπονται στον παρόν άρθρο.


Σημείωση σχετική με το άρθρο 8

Παράγραφος 1 περίπτωση α) υπό ι)
Η έκφραση “προμήθειες αγοράς” σημαίνει τα ποσά που καταβάλλονται από ένα εισαγωγέα στον αντιπρόσωπο του για τις υπηρεσίες που συνίστανται στην αντιπροσώπευση του στο εξωτερικό για τη αγορά των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων.

Παράγραφος 1 περίπτωση β) υπό ιι)
1. Δύο παράγοντες υπεισέρχονται στον επιμερισμό των στοιχείων που καθορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 Περίπτωση β) υπό ιι), επί των εισαγομένων εμπορευμάτων, δηλαδή η αξία του ίδιου στοιχείου και ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να επιμερίζεται η αξία αυτή επί των εισαγόμενων.εμπορευμάτων. Ο επιμερισμός των στοιχείων αυτών θα πρέπει να γίνεται με εύλογο τρόπο, κατάλληλο για τις περιστάσεις και σύμφωνο με τις γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές.  

2. Όσον αφορά τη αξία του στοιχείου, εάν ο εισαγωγέας επακτά το εν λόγω στοιχείο από ένα πωλητή με τον οποίο δεν συνδέεται,αντί ορισμένης τιμής, η τιμή αυτή συνιστά την αξία του στοιχείου. Εάν το στοιχείο παρήχθη από τον εισαγωγέα ή από πρόσωπο συνδεόμενο με αυτόν, την αξία του στοιχείου αυτού αποτελεί το κόστος της παραγωγής του.   
Εάν το στοιχείο έχει χρησιμοποιηθεί προγενέστερα από τον εισαγωγέα,ανεξάρτητα εάν το απόκτηση ή το παρήγαγε ο ίδιος ή όχι, το αρχικό κόστος κτήσεως ή παραγωγής θα πρέπει να μειωθεί για να ληφθεί υπόψη η χρησιμοποίηση αυτή, προκειμένου να προσδιορισθεί η αξία το στοιχείου.

3. Μετά τον καθορισμό της αξίας του στοιχείου, καθίσταται αναγκαίος ο επιμερισμός ση επί των εισαγομένων εμπορευμάτων. Υπάρχουν πολλές δυνατότητες προς τούτο.
Παραδείγματος χάρη, η αξία  θα ήταν δυνατό να καταλογισθεί εξ ολοκλήρου στην πρώτη αποστολή, εάν ο εισαγωγέας επιθυμεί να πληρώσει τους δασμούς εφάπαξ για το σύνολο τα αξίας.
Άλλο παράδειγμα: ο εισαγωγέας δύναται να ζητήσει τον επιμερισμό της αξίας επί του αριθμού των μονάδων που παρήχθησαν μέχρι της χρονικής στιγμής της πρώτης αποστολής
Άλλο παράδειγμα: ο εισαγωγέας δύναται να ζητήσει τον επιμερισμό της αξίας επί του συνόλου της προβλεπόμενη παραγωγής,  εάν υφίσταται συμβάσεις ή οριστικές αναλήψεις υποχρεώσεων για τη παραγωγή αυτή. Η μέθοδος επιμερισμού,της οποίας γίνεται χρήση, εξαρτάται από τα έγγραφα στοιχεία που παρέχει ο εισαγωγέας.

4. Προς διευκρίνιση των προαναφερομένων, δύναται να ληφθεί υπόψη η περίπτωση ενός εισαγωγέως, ο οποίος παρέχει στον παραγωγό ένα καλούπι προς χρησιμοποίηση για τη παραγωγή εμπορευμάτων προς εισαγωγή και ο οποίος συνάπτει με αυτό σύμφαση αγοράς που αφορά 10.000 μονάδες, ο παραγωγός έχει ήδη παραγάγει 4.000 μονάδες. Ο εισαγωγέας δύναται να ζητήσει από τη τελωνειακή διοίκηση να επιμερίσει την αξία του καλουπιού επί 1.000 . 4.000 ή 10.000 μονάδες. 

Παράγραφος 1 περίπτωση β) υπό iv)

1. Οι αξίες που πρέπει να προστίθενται για τα στοιχεία που καθορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 περίπτωση β) υπό iv θα πρέπει να βασίζονται επί δεδομένων αντικειμενικών και δυναμένων ν’ αποτιμηθούν. Για να περιορισθεί στο ελάχιστο η εργασία, τόσο του εισαγωγέως όσο και της τελωνειακής διοικήσεως καθορισμού των αξιών που πρέπει να προστεθούν, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται όσο είναι δυνατό, δεδομένα αμέσως διαθέσιμα στο πλαίσιο του συστήματος εμπορικών βιβλίων το αγοραστή. 
2. για τα στοιχεία που παρέχονται από τον αγοραστή και τα οποία έχει αγοράσει ή μισθώσει, η αξία που πρέπει να προστεθεί είναι το κόστος της αγοράς ή της μισθώσεως. Για τα στοιχεία που ανήκουν στη περιουσία του Δημοσίου δεν συντρέχει περίπτωση καμίας άλλης προσθήκης εκτός από την προσθήκη του κόστους των αντιγράφων. 

3. Οι αξίες που πρέπει να προστεθούν δύνανται να υπολογίζονται κατά τον μάλλον ή ήττον ευχερώς με τη δομή της συγκεκριμένης επιχειρήσεως, τη διαχειριστική πρακτική της και τις λογιστικές της μεθόδους.

4. Παραδείγματος χάρη, είναι δυνατό μία επιχείρηση που εισάγει διάφορα προϊόντα προερχόμενα από πολλές χώρες να τηρεί λογιστικά στοιχεία για το κέντρο σχεδιασμού της, το οποί ευρίσκεται εκτός της χώρας εισαγωγής, κατά τρόπο που να έχει ακριβή εικόνα των εξόδων που πρέπει να επιμεριστούν επί δεδομένου προϊόντος. Σε τέτοια περίπτωση είναι δυνατό να γίνει άμεση προσαρμογή με κατάλληλο τρόπο, κατ’εφαρμογή των διατάξεων του άρθρο 8.

5. Αφ’ετέρου, είναι δυνατό μία επιχείρηση να καταχωρίζει τα έξοδα του κέντρου σχεδιασμού της, το οποίο ευρίσκεται εκτός της χώρας εισαγωγής,στα γενικά της έξοδα, χωρίς να τα επιμερίζει επί ορισμένων προϊόντων. Σε τέτοια περίπτωση, θα ήταν δυνατό να γίνει, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8, κατάλληλη προσαρμογή όσον αφορά τα εισαγόμενα εμπορεύματα, καταλογιζόμενου του συνολικού ποσού των εξόδων του κέντρου σχεδιασμού στο σύνολο της παραγωγής που απολαύει των υπηρεσιών του κέντρου αυτού και προστιθεμένων των καταλογισθέντων με τον τρόπο αυτό εξόδων στην τιμή των εισαγομένων εμπορευμάτων ανάλογα με τον αριθμό των μονάδων.     

6. Σε περίπτωση παραλλαγών των προαναφερομένων περιστάσεων, είναι αυτονόητο ότι καθίσταται αναγκαίο αν ληφθούν υπόψη διαφορετικοί παράγοντες για τον προσδιορισμό τα  κατάλληλης μεθόδου επιμερισμού.

7. Σε περίπτωση που στην παραγωγή του εν λόγω στοιχείου υπεισέρχεται ορισμένος αριθμός χωρών και η παραγωγή αυτή κλιμακώνεται σε ορισμένη χρονική περίοδο, η προσαρμογή α πρέπει να περιορίζεται στην αξία της πράγματι προστιθέμενης στο στοιχείο αυτό εκτός της χώρας; εισαγωγής.

Παράγραφος 1 περίπτωση γ)

1. Τα royalties  κατά τα δικαιώματα άδειας που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 περίπτωση γ) δύνανται να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις πληρωμές που πραγματοποιούνται βάσει διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, βιομηχανικών ή εμπορικών σημάτων και δικαιωμάτων αναπαραγωγής. Εν τούτοις , κατά τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, τα έξοδα τα σχετικά με το δικαίωμα αναπαραγωγής των εισαγομένων εμπορευμάτων στη χώρα εισαγωγής δεν προστίθενται στη πράγματι πληρωθείσας ή πληρωτέα τιμή για τα εισαγόμενα εμπορεύματα. 

2. Οι πληρωμές που γίνονται από τον αγοραστή σε αντιπαροχή του δικαιώματος διανομής ή μεταπωλήσεως των εισαγομένων εμπορευμάτων δεν προστίθενται στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εισαγόμενα εμπορεύματα τιμή, εάν οι πληρωμές αυτές δεν αποτελούν όρο της πωλήσεως τα προς εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής των εισαγομένων εμπορευμάτων.

Παράγραφος 3

Όταν δεν υφίστανται δεδομένα αντικειμενικά και δυνάμενα ν’αποτιμηθούν όσον αφορά τα στοιχεία, τα οποία πρέπει να προστεθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, η συναλλακτική αξία δεν είναι δυνατό αν καθορισθεί κατ’εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1. Τούτο δύναται αν συμβεί, παραδείγματος χάρη, στην ακόλουθη περίπτωση: καταβάλλεται royalties βάσει τιμής πωλήσεως ενός λίτρου δεδομένου προϊόντος στη χώρα εισαγωγής, το οποίο εισήχθη εις χιλιόγραμμα και μεταποιήθη εις διάλυμα μετά την εισαγωγή. Εάν τοroyialty βασίζεται εν μέρει επί των εισαγομένων εμπορευμάτων και εν μέρει επ΄άλλων στοιχείων που δεν έχουν καμία σχέση με τα εμπορεύματα αυτά (παραδείγματος χάρη, όταν τα εισαγόμενα εμπορεύματα αναμιγνύονται σε συστατικά εθνικής καταγωγής  και δεν είναι δυνατό ν’αναγνωρισθεί χωριστά η ταυτότης του καθενός ή όταν το royalty δεν είναι δυνατό να διαχωρισθεί από ειδικούς οικονομικούς διακανονισμούς μεταξύ του αγοραστού και του πωλητού), δεν θα πρέπει να προστεθεί στοιχείο αντίστοιχο προς το royalty αυτό. Εν τούτοις ένα το ποσό του royalty βασίζεται μόνο επί των εισαγομένων εμπορευμάτων και δύναται ν’αποτιμηθεί ευχερώς, δύναται να προστεθεί ένα στοιχείο στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή.  


Άρθρο 9


1. Όταν είναι αναγκαία μετατροπή ενός νομίσματος για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, η τιμή συναλλάγματος που πρέπει να χρησιμοποιείται είναι η τιμή η οποία έχει δημοσιευθεί δεόντως από τις αρμόδιες αρχές της ενδιαφερόμενης χώρας εισαγωγής και αντιπροσωπεύει, κατά τρόπο όσο το δυνατό ακριβέστερο, για κάθε περίοδο που καλύπτεται από μία τέτοια δημοσίευση, την τρέχουσα αξία του νομίσματος αυτού στις εμπορικές συναλλαγές, εκφραζόμενη στο νόμισμα της χώρας εισαγωγής.    

2. Η τιμή μετατροπής που πρέπει να χρησιμοποιείται είναι η ισχύουσα κατά το χρόνο εξαγωγής ή το χρόνο εξαγωγής ή το χρόνο εισαγωγής, αναλόγως της ρυθμίσεως που θα προβλεφθεί από κάθε Μέρος.


Σημείωση σχετική με το άρθρο 9

Για το σκοπό του άρθρου 9 ,, η “χρονική στιγμή της εισαγωγής “ δύναται να είναι η χρονική στιγμή της τελωνειακές διασαφήσεως.

Άρθρο 10


Κάθε πληροφορία εμπιστευτικού χαρακτήρα ή η οποία παρέχεται υπό τύπο εμπιστευτικό για τους σκοπούς τελωνειακής εκτιμήσεως χρησιμοποιείται ως αυστηρώς εμπιστευτική από τις ενδιαφερόμενες αρχές, οι οποίες δεν την κοινολογούν χωρίς ρητή άδεια του προσώπου ή της κυβερνήσεως που την παρέσχε, παρά μόνο στο μέτρο που είναι υποχρεωμένες να πράξουν τούτο στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών. 


Άρθρο 11


1. Η νομοθεσία κάθε Μέρους θα προβλέψει, για τον εισαγωγέα ή κάθε άλλο πρόσωπο υπόχρεο προς καταβολή των δασμών, δικαίωμα προσφυγής που να μη επισύρει καμμία ποινή και να φορά κάθε καθορισμό της δασμολογητέας αξίας.

2.    Δύναται να προβλεφθεί αρχικό δικαίωμα προσφυγής, που δεν επισύρει καμία ποινή, ενώπιον τελωνειακής διοικήσεως ή ενώπιον ανεξαρτήτου οργάνου, αλλά η νομοθεσία κάθε μέρους θα προβλέψει δικαίωμα προσφυγής που δεν επισύρει καμία ποινή ενώπιον δικαστικής αρχής.


3. Η απόφαση που λαμβάνεται επί της προσφυγής κοινοποιείται στο προσφεύγοντα και η αιτιολόγηση της αποφάσεως διατυπώνεται γραπτώς. Ο  προσφεύγων  ενημερώνεται  ομοίως  επί του ενδεχομένου  δικαιώματός  του για μεταγενέστερη  προσφυγή.



Σημείωση  σχετική με το άρθρο 11


1. Το άρθρο 11 παρέχει στον εισαγωγέα δικαίωμα προσφυγής κατά του καθορισμού της δασμολογητέας αξίας που έγινε από την τελωνειακή διοίκηση όσων αφορά τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα. Δύναται να ασκηθεί  προσφυγή  αρχικά ενώπιον  μιας ανωτέρας αρχής της τελωνειακής  διοικήσεως ,αλλά ο εισαγωγέας  θα έχει το δικαίωμα σε τελευταίο βαθμό ,να ασκεί περαιτέρω προσφυγή  ενώπιον των δικαστικών αρχών.

2. ¨Που δεν επισύρει καμιά ποινή ¨ σημαίνει ότι ο εισαγωγέας δεν υπόκειται σε πρόστιμο ούτε απειλείται με πρόστιμο απλώς και μόνο διότι επέλεξε την άσκηση του δικαιώματός του για προσφυγή. Τα κανονικά δικαστικά έξοδα και οι δικηγορικές αμοιβές δεν θεωρούνται ως πρόστιμο.

3.  Εν τούτοις, καμία από τις διατάξεις του άρθρου 11, δεν παρακωλύει ένα μέρος ν’ απαιτεί την ολοσχερή εξόφληση των βεβαιωθέντων δασμών πριν από την άσκηση της περαιτέρω προσφυγής.
                                  

Άρθρο 12


Οι νόμοι ,οι κανονιστικές διατάξεις ,οι δικαστικές αποφάσεις και οι διοικητικές αποφάσεις  γενικής ισχύος δια των οποίων τίθεται σε εφαρμογή η παρούσα συμφωνία δημοσιεύονται από την ενδιαφερόμενη χώρα εισαγωγής σύμφωνα με το άρθρο Χ  της ΓΣΔΕ του 1994.


Άρθρο 13


Εάν ,κατά το καθορισμό της δασμολογητέας αξίας εισαγομένων εμπορευμάτων, καθίσταται αναγκαία η αναβολή του οριστικού καθορισμού της αξίας αυτής , ο εισαγωγέας δύναται παρά ταύτα , να παραλάβει τα εμπορεύματα του από το Τελωνείο ,υπό τον όρο ότι θα παράσχει , εάν του ζητηθεί , επαρκή ασφάλεια υπό μορφή εγγυήσεως ,χρηματικής  παρακαταθήκης ή άλλης κατάλληλης μορφής ασφαλείας ,η οποία να καλύπτει την οριστική καταβολή   των δασμών που είναι δυνατό να οφείλονται τελικά για τα εμπορεύματα .Η νομοθεσία κάθε μέρους θα προβλέψει διατάξεις εφαρμοζόμενες στις περιστάσεις αυτές .
                              

Άρθρο 14

                                                                                                      
Οι σημειώσεις που παρατίθενται στο Παράρτημα 1 της παρούσης συμφωνίας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω συμφωνίας  και τα άρθρα τις συμφωνίας πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται σε συνδυασμό μα τις αντίστοιχες σημειώσεις.  Τα παραρτήματα ||και |||  αποτελούν ομοίως  αναπόσπαστο μέρος της παρούσης συμφωνίας. 

Άρθρο 15


1. Στη παρούσα συμφωνία
α)  η έκφραση «δασμολογητέα αξία» των εισαγομένων εμπορευμάτων σημαίνει την αξία των εμπορευμάτων  που καθορίζεται με σκοπό την είσπραξη δασμών κατ’ αξία  επί των εισαγομένων εμπορευμάτων
β)η έκφραση «χώρα εισαγωγής» σημαίνει τη χώρα ή το τελωνειακό έδαφος εισαγωγής
γ)ο όρος «παραγόμενα» σημαίνει ομοίως καλλιεργούμενα, κατασκευαζόμενα ή εξορυσσόμενα

2α)Στην παρούσα συμφωνία ή έκφραση «πανομοιότυπα εμπορεύματα» σημαίνει εμπορεύματα τα οποία είναι όμοια από κάθε άποψη, περιλαμβανομένων και των φυσικών χαρακτηριστικών, της ποιότητας και της φήμης. Δευτερεύουσες διαφορές δεν παρακωλύουν τον χαρακτηρισμό εμπορευμάτων, που είναι κατά λοιπά σύμφωνα με τον ορισμό , ως πανομοιότυπων .
β) Η έκφραση «ομοειδή εμπορεύματα» σημαίνει εμπορεύματα ,τα οποία ,χωρίς να είναι όμοια από κάθε άποψη παρουσιάζουν παρόμοια χαρακτηριστικά και αποτελούνται από παρόμοιες ύλες , πράγμα που τους επιτρέπει να επιτελούν τις ίδιες λειτουργίες και να είναι δυνατό να εναλλάσσονται από εμπορικής πλευράς. Η  ποιότητα των  εμπορευμάτων η φήμη τους και η ύπαρξη βιομηχανικού ή εμπορικού σήματος περιλαμβάνονται στα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί αν τα εμπορεύματα είναι ομοειδή .
γ) Οι εκφράσεις «πανομοιότυπα εμπορεύματα» και «ομοειδή εμπορεύματα» δεν εφαρμόζονται στα εμπορεύματα που ενσωματώνουν ή περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση , εργασίες μηχανικής ή μηχανολογίας , μελέτης ,τέχνης ή σχεδιασμού ή σχέδια και ιχνογραφήματα ,για τα οποία δεν έχει γίνει καμιά προσαρμογή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παράγραφος 1 περίπτωση β) υπό ιν) λόγο του ότι οι εργασίες αυτές πραγματοποιήθηκαν στη χώρα εισαγωγής
δ)Ως   «πανομοιότυπα εμπορεύματα» ή «ομοειδή εμπορεύματα» θεωρούνται μόνο εάν έχουν παραχθεί στην ίδια  χώρα με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα.
ε)Ως εμπορεύματα παραγόμενα από διαφορετικό πρόσωπο θα λαμβάνονται υπόψη μόνο αν δεν υπάρχουν, κατά περίπτωση πανομοιότυπα ή ομοειδή εμπορεύματα παραγόμενα από το ίδιο πρόσωπο με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα.

3.Στην παρούσα συμφωνία η έκφραση «εμπορεύματα της αυτής φύσεως ή του αυτού είδους» σημαίνει εμπορεύματα που κατατάσσονται σε μια ομάδα ή μια σειρά εμπορευμάτων, τα οποία παράγονται από ένα ειδικό τομέα ενός κλάδου παραγωγής και περιλαμβάνει τα πανομοιότυπα ή ομοειδή εμπορεύματα.

4.Για τους σκοπούς της παρούσης συμφωνίας, πρόσωπα θεωρούνται ως συνδεόμενα μεταξύ τους μόνον εάν
α)το ένα μετέχει στη διεύθυνση ή στο διοικητικό συμβούλιο της επιχειρήσεως
β)έχουν από νομική άποψη την ιδιότητα των εταίρων
γ)το ένα είναι εργοδότης του άλλου   
δ)ένα οποιοδήποτε πρόσωπο έχει την κυριότητά του ελέγχει ή κατέχει άμεσα ή έμμεσα 5% ή περισσότερο των μετοχών ή μεριδίων με δικαίωμα ψήφου, του ενός ή του άλλου
ε)το ένα από αυτά ελέγχει το άλλο άμεσα ή έμμεσα
στ)και τα δύο  ελέγχονται  άμεσα ή έμμεσα από ένα τρίτο πρόσωπο
ζ) και τα δύο μαζί ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα ένα τρίτο πρόσωπο   
ή 
η) είναι μέλη της ίδιας οικογένειας .

5.Τα πρόσωπα που συνδέονται οικονομικά μεταξύ τους λόγω του ότι το ένα είναι ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος, διανομές ή κατά αποκλειστικότητα εμπορευόμενος του άλλου, ανεξαρτήτως ονομασίας, θεωρούνται ως συνδεόμενα μόνο αν εμπίπτουν σε ένα από τα κριτήρια που αναφέρονται στη παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.
  
Σημείωση σχετική με το άρθρο 15

Παράγραφος 4
 
Για το σκοπό του άρθρου αυτού , ο όρος «πρόσωπα» εφαρμόζεται ,κατά περίπτωση , και στα νομικά πρόσωπα .

Παράγραφος 4 περίπτωση ε

Για το σκοπό της παρούσης συμφωνίας , ένα πρόσωπο θεωρείται ότι ελέγχει ένα άλλο όταν είναι «De jure ή De facto» ,σε θέση να ασκεί επί του άλλου τούτου προσώπου εξουσία καταναγκασμού ή κατευθύνσεως .


Άρθρο 16


Κατόπιν εγγράφου αιτήσεως ,ο εισαγωγέας έχει το δικαίωμα να ζήτα από την τελωνιακή διοίκηση της χώρας εισαγωγής έγγραφη εξήγηση ως προς τον τρόπο καθορισμού της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων που εισήγαγε.

Άρθρο 17


Καμία διάταξη της παρούσης συμφωνίας δεν ερμηνεύεται ως περιορίζουσα ή θέτουσα υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα της τελωνιακής διοικήσεως να εξασφαλίζεται για το αληθές ή το ακριβές κάθε βεβαιώσεως , εγγράφου ή δηλώσεως που υποβάλλεται για το σκοπό καθορισμού της δασμολογητέας αξίας.
                                                      



  
      

ΜΕΡΟΣ ||


ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ, ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

        

Άρθρο 18

    
ΟΡΓΑΝΑ

1. Συνίσταται Επιτροπή Δασμολογητέας Αξίας (αποκαλούμενη κατωτέρων «Η Επιτροπή»), η οποία αποτελείται από εκπροσώπους καθενός από τα Μέρη. Η Επιτροπή εκλέγει τον πρόεδρό της και συνέρχεται κανονικά μια φορά κατ’ έτος με τα άλλως οριζόμενα από τις αντίστοιχες διατάξεις της παρούσης συμφωνίας , ώστε να παρέχει στα Μέρη την δυνατότητα διεξαγωγής διαβουλεύσεων στα θέματα που αφορούν τη διαχείριση από κάθε μέρος  του συστήματος Δασμολογητέας Αξίας , στο μέτρο που η διαχείριση θα ήταν δυνατό να επηρεάσει την εφαρμογή της εν λόγο συμφωνίας ή την επίτευξη των στόχων της και ασκεί της άλλες αρμοδιότητες που είναι δυνατόν να τις μεταβιβάσουν τα Μέρη . Η γραμματεία της επιτροπής  εξυπηρετείται από την γραμματεία του ΠΟΕ .
 
2. Τεχνική Επιτροπή Δασμολογητέας Αξίας (αποκαλούμενη κατωτέρων «Η Τεχνική Επιτροπή»), τιθέμενη υπό την αιγίδα του Συμβουλίου Τελωνιακής Συνεργασίας (αποκαλούμενο στη παρούσα Συμφωνία, Σ.Τ.Σ.), ασκεί τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα || της παρούσης συμφωνίας και λειτουργεί, σύμφωνα με τους δικαστικούς κανόνες που προβλέπονται στο εν λόγω Παράρτημα.   


                              



ΜΕΡΟΣ |||


ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ


Άρθρο 20


1.     Οι αναπτυσσόμενες Χώρες Μέρη της παρούσης Συμφωνίας που δεν συμμετείχαν στη Συμφωνία για τη θέση σ’ εφαρμογή του άρθρου V|| της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου της 12 Απριλίου 1979, δύναται ν’ αναβάλουν την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσης συμφωνίας για μια χρονική περίοδο που δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε χρόνια από την ημέρα ενάρξεως ισχύος της Συμφωνίας ΠΟΕ ως προς τις εν λόγω Χώρες - Μέρη της παρούσης συμφωνίας. Οι αναπτυσσόμενες Χώρες μέρη της παρούσης συμφωνίας που θα επιλέξουν την αναβολή εφαρμογής της παρούσης συμφωνίας θα κοινοποιήσουν την απόφασή τους στον Γενικό Διευθυντή του ΠΟΕ .

2. Πέραν των διατάξεων της ανωτέρω παραγράφου 1, αναπτυσσόμενες Χώρες Μέρη της παρούσης συμφωνίας που δεν συμμετείχαν στη Συμφωνία εφαρμογής του άρθρου  VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου της 12 Απριλίου 1979 δύναται ν’ αναβάλουν την εφαρμογή της παραγράφου 2β) iii) του άρθρου πρώτου και του άρθρου 6 για μια χρονική περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία χρόνια από την ημέρα θέσεως σε εφαρμογή όλων των άλλων διατάξεων της παρούσης συμφωνίας. Η αναπτυσσόμενες Χώρες Μέρη της παρούσης συμφωνίας που θα επιλέξουν την αναβολή εφαρμογής της παρούσης συμφωνίας θα κοινοποιήσουν την απόφαση τους  στον Γενικό Διευθυντή του Π.Ο.Ε.

3. Η ανεπτυγμένες Χώρες Μέρη της παρούσης συμφωνίας παρέχουν τεχνική βοήθεια κατά τρόπο που συμφωνείται από κοινού, στις αναπτυσσόμενες Χώρες Μέρη της εν λόγω συμφωνίας, οι οποίες ζητούν την βοήθεια αυτή. Επί της βάσεως αυτής οι ανεπτυγμένες Χώρες Μέρη της παρούσης συμφωνίας θα καταρτίσουν προγράμματα τεχνικής βοήθειας τα οποία δύναται να περιλαμβάνουν , των μέτρων εφαρμογή ,πρόσβαση σε πληροφοριακές πηγές σχετικά με τη μεθοδολογία στο θέμα του καθορισμού της δασμολογητέας αξίας και συμβουλές στο θέμα εφαρμογής των διατάξεων της παρούσης συμφωνίας .  




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ |||


1.  Η προθεσμία των πέντε ετών που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 20, για την εφαρμογή της Συμφωνίας στις αναπτυσσόμενες χώρες, στην πρακτική εφαρμογή, θα μπορούσε ν’ αποδειχτεί ανεπαρκής σ’ορισμένες περιπτώσεις Χωρών. Στην περίπτωση αυτή, μία Χώρα Μέρος της Συμφωνίας , αναπτυσσόμενη, θα μπορούσε πριν από την εκπνοή της χρονικής περιόδου που διαλαμβάνεται στην παράγραφο 1 του αριθμού 20, να ζητήσει παράταση και τα Μέρη, βέβαια, να εξετάσουν το αίτημα αυτό, με κατανόηση εφόσον η ενδιαφερόμενη Χώρα Μέρος της Συμφωνίας αποδεικνύει ότι ενεργεί με καλή πίστη .

2. Οι αναπτυσσόμενες Χώρες που σήμερα καθορίζουν τη δασμολογητέα αξία με βάση ελάχιστες αξίες που προσδιορίζουν επισήμως, μπορεί να διατυπώνουν επιφύλαξη που θα τους θα τους επιτρέπει να διατηρούν τις αξίες αυτές σε περιορισμένο αριθμό και προσωρινά, σύμφωνα με τον τρόπο και τους όρους που έχουν συμφωνηθεί από τα Μέρη.

3.  Οι αναπτυσσόμενες Χώρες που εκτιμούν ότι η ανατροπή μετά από αίτηση του εισαγωγέα, της σειράς που προβλέπεται στο άρθρο 4 της Συμφωνίας, θα δημιουργήσουν πραγματικές δυσκολίες, δυνατόν να διατυπώσουν επιφυλάξεις όσον αφορά στο άρθρο 4 με τους ακόλουθους όρους

«Η κυβέρνηση ........................................διατυπώνει επιφύλαξη να αποφασίζει όπως οι διατάξεις του άρθρου 4 της Συμφωνίας , μη εφαρμόζονται αν οι Τελωνιακές Αρχές αποδέχονται αίτημα ανατροπής της σειράς εφαρμογής των άρθρων 5&6 .
      Αν ορισμένες αναπτυσσόμενες Χώρες διατυπώσουν τέτοια επιφύλαξη ,τα Μέρη ,αποδέχονται την επιφύλαξη αυτή με βάση το άρθρο 21της Συμφωνίας.

4. Ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες μπορεί να αντιμετωπίζουν προβλήματα στην εφαρμογή των διατάξεων του πρώτου άρθρου της Συμφωνίας, όσο αφορά στις εισαγωγές που πραγματοποιούνται στις Χώρες αυτές από εμπορικούς αντιπροσώπους, διανομείς ή αποκλειστικούς αντιπρόσωπους.
Αν ανακύπτουν τέτοια προβλήματα στην πρακτική εφαρμογή στις αναπτυσσόμενες χώρες που εφαρμόζουν τη Συμφωνία ,  το θέμα , μετά από αίτηση των εν λόγο Μερών ,αποτελεί  αντικείμενο μελέτης ,προκειμένου να βρεθούν οι κατάλληλες λύσεις .

5. Το άρθρο 17 καθορίζει για την εφαρμογή της Συμφωνίας, οι Τελωνιακές Διοικήσεις θα μπορούσαν να προσφύγουν προκειμένου να ενημερωθούν για την αυθεντικότητα ή την ακρίβεια κάθε δήλωσης σε δικαιολογητικό ή πιστοποιητικό που θα τους προσκομίζεται για τη δασμολογητέα αξία.

6. Το άρθρο καθορίζει ακόμη ότι μπορούν να ξεκινήσουν έρευνες προκειμένου να επαληθευθεί επί παραδείγματι ότι τα στοιχεία προσδιορισμού της αξίας που δηλώθηκαν ή προσκομίστηκαν στο Τελωνείο για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας είναι πλήρη και σωστά. Τα Μέρη , με επιφύλαξη της νομοθεσίας τους   και των εθνικών τους διαδικασιών ,κατά την διεξαγωγή των εν λόγω ερευνών  έχουν το δικαίωμα να ζητούν την στενή συνεργασία των εισαγωγέων .  

7. Η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή περιλαμβάνει όλες τις πληρωμές που έχουν πραγματοποιηθεί ή πρόκειται να πραγματοποιηθούν, ως όρος της πώλησης των εισαγομένων εμπορευμάτων, από τον αγοραστή προς τον πωλητή ή από τον αγοραστή προς ένα τρίτο με βάση μια υποχρέωση του πωλητού. 
                         


Ρωτήστε μας Τελωνειακά θέματα στο:
Να σας απαντήσουμε


(Κωδικοί  Μαθημάτων από 1-12)

ΟΔΗΓΌΣ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ για
Σχολή Εκτελωνιστών
Sxoli Ekteloniston.blogpost.gr
(1)
Μάθημα: Τελωνειακού Δικαίου (1)
(2)
Μάθημα: Δασμολόγιο, Δασμοί και Λοιποί Φόροι (Μέρος Α)  (2)
(3)
Μάθημα: Δασμολόγιο, Δασμοί και Λοιποί Φόροι (Μέρος Β)(3)
(4)
Μάθημα: Νομοθεσία και Οργάνωση της Εκτελωνιστικής Επιχείρησης (4)
(5)
Μάθημα  Εμπορευματολογία (5)
(6)
Μάθημα: Μέτρα Εμπορικής Πολιτικής (6)
(7)
Μάθημα: Πρακτορεύσεις- Διεθνείς Μεταφορές -Έγγραφα μεταφοράς (Μέρος Α) (7)
(8)
Μάθημα: Πρακτορεύσεις- Διεθνείς Μεταφορές- Έγγραφα μεταφοράς (Μέρος Β) (8)
(9)
Μάθημα: Τραπεζική συναλλαγή και διεθνές εμπόριο (9)
(10)
Μάθημα: Νομολογία ποινικών κειμένων του χώρου (10)
(11)
Μάθημα: Επιβάτες - Οικοσκευές - Αυτοκίνητα (11)
(12)
Μάθημα: Ορολογία - Όροι (12)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου